Στους μικρούς Νίκο και Βασίλη

Στο άρθρο παρουσιάζονται συγκεκριμένες διατροφικές συνήθειες και επιλογές των εύπορων κοινωνικά τάξεων κατά τους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους, με έναυσμα την ανάγλυφη διακόσμηση ενός μαρμάρινου τραπεζοφόρου που βρέθηκε τυχαία, πριν από έξι περίπου δεκαετίες (Πλάτων 1947, σ. 637), στην περιοχή του Κέντρου Υγείας Κισάμου (σημ. 1). Το βάθος της παράστασης ορίζεται από ένα μεγαλόκορμο, πλούσια φυλλωμένο δέντρο, το οποίο υπομνηματίζει το φυσικό περιβάλλον του στιβαρού κάπρου που καταλαμβάνει το πρώτο επίπεδο της σύνθεσης (για το δέντρο και τους συμβολισμούς του βλ. Παπαδάκη/Γκαλανάκη 2012 με συγκεντρωμένη βιβλιογραφία). Σχηματικά αποδοσμένες ανατομικές λεπτομέρειες ενισχύουν την απειλητική φύση του μεγαλόσωμου ζώου και υπαινίσσονται τις πολύπλευρες δυσκολίες της αιχμαλώτισής του.

Η απεικόνιση θηρευτικής πανίδας, συνήθως ως μέρος ευρύτερων συνθέσεων με σκηνές κυνηγιού, είναι μία από τις αρχαιότερες μορφές τέχνης (Guthrie 2005· Cauvin 2004· Leroi-Gourhan 1993). Το ενδιαφέρον αυτό ζήτημα επιδέχεται πολλές προεκτάσεις και αποτελεί αντικείμενο πολυάριθμων μελετών (βλ. μεταξύ άλλων Fleischer 1983· Anderson 1982· Σαατσόγλου-Παλιαδέλη 2004· Μαρκουλάκη 2011· Galanaki υπό έκδοση). Ζώα όπως ο ταύρος, το λιοντάρι, ο αίγαγρος και ο κάπρος εγγράφονται στην (απ)εικονιζόμενη πραγματικότητα πολλών αρχαίων κοινωνιών, αποκαλύπτοντας τη σχέση ανταπόκρισής τους αφενός με τις εκάστοτε οικονομικές στρατηγικές και αφετέρου με τις ιδεολογικές αναφορές που ενισχύουν και συντηρούν το κύρος της άρχουσας τάξης (Dalby 2001, σ. 44· Cauvin 2004· Σαατσόγλου-Παλιαδέλη 2004, σ. 58-161). Η σύνδεση, εξάλλου, της κρεοφαγίας και των συναφών της δραστηριοτήτων, με την αίσθηση της απόλυτης κυριαρχίας του ανθρώπου στη φύση, εξηγεί –τουλάχιστον ώς ένα βαθμό–, γιατί το κρέας λειτουργεί ως μέσο επίδειξης και διακριτικό σύμβολο της ελίτ, αλλά και γιατί τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και ομάδες δεν έχουν πρόσβαση στις ίδιες ποσότητες κρέατος με τους ισχυρότερους ομολόγους τους (Fiddes 1991, 1994).

Η παράσταση του κισαμίτικου τραπεζοφόρου υπαινίσσεται το ιδιαίτερα αγαπητό στην αρχαία ελληνική τέχνη θέμα του κυνηγιού κάπρου (Kleiner 1972· Toynbee 1973· Anderson 1985· Σκαρλατίδου 1990-95· Σαατσόγλου-Παλιαδέλη 2004, σ. 92-161, εικ. 20α-δ, 21β, 22, πίν. 8). Το τελευταίο είναι το μοναδικό ανάμεσα σε εκείνα των μεγαλόσωμων θηραμάτων στο οποίο ο Ξενοφών αναφέρεται εκτενώς στον Κυνηγετικό του, ίσως επειδή απαιτεί, εκτός από θάρρος, γνώση, τακτική, και ομαδικό πνεύμα (Κυνηγετικός 10.1-23· Anderson 1985, σ. 51-55· Σαατσόγλου-Παλιαδέλη 2004, σ. 84 και σημ. 349· Καβρουλάκη 2012, σ. 24) (σημ. 2). Προπάντων, όμως, η σύνθεση εναρμονίζεται με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, κατά τη διάρκεια της οποίας στιγμιότυπα από τη βουκολική, αλιευτική και θηρευτική ζωή, συνήθως σε συνδυασμό με θέματα από τον διονυσιακό κύκλο, κοσμούν τα δάπεδα (Μαρκουλάκη 2011), τους τοίχους, τη σκευή και την επίπλωση επίσημων χώρων (Τιβερίου 1993· Μιλιδάκης/Παπαδάκη υπό έκδοση), που προορίζονταν για συμπόσια, επιβεβαιώνοντας την κοινωνική καταξίωση και τη γενναιοδωρία του οικοδεσπότη (Τιβερίου 1993, σ. 207). Στο πλαίσιο αυτό, ένα κομψό τραπέζι, διακοσμημένο με θέματα που άπτονται της χρήσης του, μετουσιώνεται σε συνοδό σύμβολο κύρους και συνδράμει στη δημιουργία μιας ευχάριστης ατμόσφαιρας που υμνεί τον ανέμελο, ειρηνικό και γεμάτο απολαύσεις τρόπο ζωής (Τιβερίου 1993, σ. 207).

Τα «Greco more» συμπόσια ήταν ένα ευρέως διαδεδομένο κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο που στόχευε στην κοινωνική προβολή και την πολιτική καταξίωση των εύπορων πολιτών (Ackerman 1993· Dunbabin 1996, 1998, 2003· Kοnig 2012, σ. 17, 20-23). Παρεμφερής ήταν, εξάλλου, και ο ρόλος των επαύλεων, όπου και διεξάγονταν τα συμπόσια (Ζαρμακούπη 2010). Ο ελληνιστικών καταβολών αρχιτεκτονικός σχεδιασμός τους ευνοούσε καταρχήν τη θεατρικού τύπου αναψυχή των πλούσιων ιδιοκτητών τους, αλλά και τις κοινωνικοπολιτικές τους επιδιώξεις (Wallace-Hadrill 1988· Ζαρμακούπη 2010). Εκτός από τα τρικλίνια (Bober 1999, σ. 180-181), συμπόσια διεξάγονταν, κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, και στους εσωτερικούς κήπους των επαύλεων, όπου η διακοσμητική βλάστηση, η εντυπωσιακή «αρχιτεκτονική του νερού» και ο δροσερός αέρας δημιουργούσαν μια ειδυλλιακή ατμόσφαιρα (Nielsen 2001· Purcell 2001· Laurence 2009, σ. 91· Ζαρμακούπη 2010, σ. 52-54). Η ψυχαγωγία και ο γαστρονομικός εντυπωσιασμός των συνδαιτυμόνων ήταν από τα βασικότερα μελήματα του οικοδεσπότη. Το συμπόσιο, εξάλλου, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η γιορτή των αισθήσεων, καθώς πραγματοποιούνταν σε καλαίσθητο περιβάλλον και περιλάμβανε άφθονα γευστικά εδέσματα, ποικίλα αρωματικά κρασιά, μουσική και ερωτικές απολαύσεις (Laurence 2009, σ. 88, 90 κ.εξ.· Dalby 2001). Εξάλλου, η Ρώμη, ως ανερχόμενη δύναμη, δεχόταν ολοένα και περισσότερες γαστριμαργικές επιρροές από τον μεσογειακό κόσμο, ο οποίος, κατά τους πρώτους αυτοκρατορικούς χρόνους, ήταν περισσότερο ενοποιημένος από ποτέ (Dalby 2001, σ. 277-278). Αρκετές είναι οι σχετικές με τη διατροφή μελέτες της εποχής, όπως του Γαληνού, του Διοσκουρίδη του Αναβαρζέως, του Πλίνιου και φυσικά του Αθήναιου, του γνωστού αφηγητή των Δειπνοσοφιστών (Dalby 2001, σ. 288-306). Διάφορα, στην πλειονότητά τους πολυτελή, εδέσματα κατονομάζονται επίσης στη Historia Augusta (Dalby 2001, σ. 307), ενώ καθημερινά και πιο κοινότυπα είδη διατροφής καταγράφονται στο Έδικτον των Τιμών του Διοκλητιανού (Dalby 2001, σ. 307). Η μόνη, ωστόσο, πηγή που αφορά αποκλειστικά στη ρωμαϊκή μαγειρική και κουζίνα δεν είναι άλλη από τη συλλογή συνταγών του Απίκιου, φημισμένου καλοφαγά των πρώτων αυτοκρατορικών χρόνων (Dalby 2001, σ. 307-309).

Η ποικιλία των διαθέσιμων προϊόντων από κάθε σημείο της διευρυμένης ρωμαϊκής επικράτειας, και όχι μόνο (σημ. 3), ήταν, για τα ευπορότερα κοινωνικά στρώματα, μια πρό(σ)κληση για την αναζήτηση νέων γευστικών εμπειριών. Στο πλαίσιο αυτό, από τον 1ο αι. μ.Χ., παρατηρείται μια αυξημένη τάση λαιμαργίας, με αποτέλεσμα τα δείπνα των πλούσιων Ρωμαίων να περιλαμβάνουν μια πανδαισία εδεσμάτων που τα χαρακτήριζε η γαστρονομική υπερβολή (Laurence 2009, σ. 87, 96). Οι χοίροι (σημ. 4), οι γαλαθηνοί, όπως αποκαλούνταν τα γουρουνάκια του γάλακτος (Καβρουλάκη 2012, σ. 105-108), και, κυρίως, οι κάπροι ή σύαγροι (Καβρουλάκη 2012, σ. 24-25) ήταν μια λαχταριστή λιχουδιά και σερβίρονταν ολόκληροι, σε πολυτελείς πιατέλες, παραγεμισμένοι με μικρότερα ζώα (Dalby 2001, σ. 101, 307 και σημ. 28). Ο Πλίνιος (Φυσική Ιστορία 8.210) αναφέρει ότι ενώ σε παλαιότερες εποχές δύο με τρεις αγριόχοιροι ήταν αρκετοί για ένα πλούσιο δείπνο, στις μέρες του μόλις που έφταναν για ορεκτικό (Gowers 1993, σ. 16-17). Είναι δε χαρακτηριστικό ότι για την εξασφάλιση των επιθυμητών ποσοτήτων κρέατος κάπρου, φημισμένοι καλοφαγάδες, όπως ο Ορτένσιος και ο Λούκουλος, εξέτρεφαν αγριόχοιρους (Πλίνιος, Φυσική Ιστορία, 8.210· Laurence 2009, σ. 96· Gowers 1993, σ. 20), συχνά σε ειδικά διαμορφωμένες και περιφραγμένες εκτάσεις (Blanck 2004, σ. 156). Η επιδεικτική χλιδή, ο θεατρικός χαρακτήρας των συμποσίων και η λαιμαργία των συνδαιτυμόνων έφτασαν σε τέτοιο βαθμό υπερβολής ώστε γράφτηκαν ακόμη και σχετικές σάτιρες (σημ. 5). Έτσι, ο Πετρώνιος, σχολιάζοντας ένα δείπνο του Τριμαλχίωνα, κάνει λόγο για ζωντανές τσίχλες που πετάχτηκαν έξω από έναν ολόκληρο ψητό παραγεμισμένο κάπρο (Σατυρικόν, 40.10-15) αιφνιδιάζοντας ευχάριστα τους καλεσμένους (Buecheller 1958· Ruden 2000· Blanck 2004, σ. 157-158). O Γιουβενάλης (Σάτυρα 5.114-18), αναφερόμενος στα «cenas maiores» της εποχής του, περιγράφει ένα πλούσιο συμπόσιο στο οποίο η υπερβολή είχε λάβει «επικές» διαστάσεις, καθώς ο σερβιριζόμενος κάπρος ήταν αντάξιος με αυτόν της Καλυδώνας (Gowers 1993, σ. 213, 216). Ενδεικτική της αξίας του κρέατος κάπρου είναι και η κάπως «πονηρή» συμβουλή του Λυγκέως στους Δειπνοσοφιστές: «το κατσικίσιο κρέας δώσε το στα παιδιά και κράτα τον αγριόχοιρο για σένα και τους φίλους σου» (Dalby 2001, σ. 106 όπου και οι σχετικές αναφορές).

Τα αρχαιολογικά ευρήματα υποδεικνύουν ότι η ρωμαϊκή Κίσαμος δεν υστερούσε σε τίποτα από τις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας. Η παράσταση του εξεταζόμενου τραπεζοφόρου δεν αποτελεί ένα τυχαία επιλεγμένο εικονογραφικό μοτίβο, αλλά μία απτή μαρτυρία που, μολονότι αποκομμένη από το αρχαιολογικό της περιβάλλον, δε μπορεί παρά να σχετίζεται με τα συμπόσια και τις γαστρονομικές επιλογές των ανώτερων κοινωνικά τάξεων της πόλης. Η εύρεσή του, εξάλλου, στην περιοχή του τοπικού Κέντρου Υγείας, όπου εντοπίζεται η «συνοικία» των εύπορων Ρωμαίων, αν και τυχαία, καθιστά πιθανή την αρχική χρήση του τραπεζοφόρου στο αίθριο (atrium) κάποιας από τις εκεί σωζόμενες πολυτελείς επαύλεις (Μαρκουλάκη 2009, σ. 341, 352-366, εικ. 3, 8, για την κατοικία με atrium βλ. μεταξύ άλλων Wallace-Hadrill 1997· Purcell 2001). Είναι χαρακτηριστικό ότι τα τρικλίνια των επαύλεων αυτών ήταν διακοσμημένα με ψηφιδωτά δάπεδα που φέρουν παραστάσεις με είδη διατροφής και εδέσματα, στα οποία περιλαμβάνεται και ολόκληρο γουρουνόπουλο ή μικρός κάπρος σερβιρισμένος σε μεγάλη πιατέλα (Μαρκουλάκη υπό δημοσίευση) (σημ. 6). Αξιοσημείωτη είναι εξάλλου και η συχνή παρουσία δοντιών κάπρου κατά τις ανασκαφές των ίδιων αυτών επαύλεων (σημ. 7). Τα παραπάνω συμβάλλουν, με τον δικό τους, ιδιαίτερο τρόπο, στην κατανόηση των διατροφικών συνηθειών, αλλά και του τρόπου ζωής, των ευπορότερων πολιτών της ελληνορωμαϊκής Κισάμου, ενώ αντικατοπτρίζουν την προσήλωση της καλλιτεχνικής παραγωγής στις επιταγές των εκλεπτυσμένων «αναγκών» τους και γενικά την ευημερία αυτής της σπουδαίας πόλης-λιμανιού ιδιαίτερα κατά τον 2ο και 3ο αι. μ.Χ.

 

Μιχάλης Μιλιδάκης, Αρχαιολόγος

Χριστίνα Παπαδάκη, Αρχαιολόγος

 

* Ευχαριστούμε θερμά τις Μ. Ανδρεαδάκη-Βλαζάκη και Στ. Μαρκουλάκη για την άδεια μελέτης του τραπεζοφόρου. Επίσης, τις Στ. Μαρκουλάκη και Κ. Γκαλανάκη για τις παρατηρήσεις τους στο κείμενο, που πρόκειται να συμπεριληφθεί, σε αγγλική μετάφραση, στα πρακτικά του 36ου Διεθνούς Συνεδρίου της Commission on the Anthropology of Food (ICAF), που πραγματοποιήθηκε στο Καμηλάρι Ηρακλείου Κρήτης, τον Ιούνιο του 2013, με θέμα «Food and Art».