Όπως η Ιστορία δεν έχει νόημα «εκτός τόπου», έτσι και η Γεωγραφία δεν έχει νόημα «εκτός χρόνου». Όμως, επειδή δεν είναι δυνατόν να ερμηνεύσουμε επιστημονικά την ολότητα του χωροχρόνου, οδηγούμαστε αναγκαστικά σε αφαιρέσεις και απλουστεύσεις. Προκειμένου να προσεγγίσουν το «όλο» της ανθρώπινης εμπειρίας, Ιστορία και Γεωγραφία προβαίνουν σε έναν «καταμερισμό έργου»: η Ιστορία αναλαμβάνει να πραγματοποιήσει τη σύνθεσή της κατά τη διάσταση του χρόνου, ενώ η Γεωγραφία κατά τη διάσταση του χώρου. Αυτή η –σχετική– εξειδίκευση έχει οδηγήσει πολλές φορές σε υπερβολές. Η τάση της ελληνικής ιστοριογραφίας να αγνοεί τον χώρο ανάγεται στις γεωπολιτικές συνθήκες του 19ου αιώνα, όταν τέθηκαν τα θεμέλιά της. Η ελληνική εθνική ιδεολογία και η επιχειρηματολογία της Ελλάδας προς τις Δυνάμεις στηριζόταν στην Ιστορία και το χρόνο. Έτσι εξηγείται, σε μεγάλο βαθμό, η ανάπτυξη της Λαογραφίας από τα τέλη του 19ου αιώνα, ως ανώδυνου υποκατάστατου της Γεωγραφίας. Αντί να λειτουργήσει ως Πολιτισμική Γεωγραφία, η Λαογραφία μετασχημάτισε τα αντικείμενά της σε εκδηλώσεις της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού. Η Λαογραφία μας είναι, επομένως, μια Γεωγραφία χωρίς χώρο, μια Γεωγραφία μόνο με χρόνο. Δεν είναι η μόνη.
Επί πολλούς αιώνες η γεωγραφική γνώση στηριζόταν στα γραπτά των Αρχαίων. Με την Αναγέννηση όμως δημιουργήθηκαν ανάγκες, τις οποίες η σχολαστική Γεωγραφία δεν μπορούσε πια να ικανοποιήσει. Η μεγάλη εποχή των εξερευνήσεων δίνει το προβάδισμα στην εμπειρική παρατήρηση. Ο δρόμος για την επιστημονική Γεωγραφία ανοίγει.
Στα τέλη του 19ου αιώνα ο εμπειρισμός που χαρακτήριζε τότε τη Γεωγραφία άρχισε να αμφισβητείται. Το νέο γεωγραφικό δόγμα ήταν ο Ντετερμινισμός. Όταν το σύστημα αυτό έφθασε στα όριά του, διασώθηκε από τον Ποσιμπιλισμό και επέζησε έως τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Η εξέλιξη της γεωγραφικής σκέψης κατά τον 20ό αιώνα σηματοδοτήθηκε και από τα προβλήματα του Περιβάλλοντος. Η σημερινή Γεωγραφία έφτασε να αμφισβητεί την ίδια τη διάκριση Φύση/Άνθρωπος ως εργαλείο για την κατανόηση του κόσμου.
Η «κλασική» Γεωγραφία, δηλαδή η Γεωγραφία του Μεσοπολέμου που αντιστάθηκε στην γερμανική γεωπολιτική σχολή, ονομάστηκε και «περιφερειακή» Γεωγραφία. Ο χωρισμός του γεωγραφικού χώρου σε περιφέρειες έχει αντιστοιχία με το χωρισμό του ιστορικού χρόνου σε περιόδους. Εμπνευσμένοι από τις επιτυχίες της Οικονομετρίας και θέλοντας να εκφράσουν γεωγραφικά τη δύναμη της τεχνολογίας και της Οικονομίας πάνω στη φύση, οι αμφισβητίες γεωγράφοι του 1950 και του 1960 επινόησαν την «ποσοτική Γεωγραφία». Η ποσοτική Γεωγραφία θέλησε να οικοδομήσει μια καθαρά χωρική επιστήμη καταργώντας τελείως το χρόνο. Η άλλη «επανάσταση» που αμφισβήτησε την κλασική Γεωγραφία ήταν το μαρξιστικό ρεύμα. Οι μαρξιστές Γεωγράφοι, προσπαθώντας να προσαρμόσουν τη Γεωγραφία στο σχήμα του Ιστορικού υλισμού, κινήθηκαν προς κατεύθυνση αντίθετη προς τους υποστηρικτές της ποσοτικής Γεωγραφίας: κατάργησαν το χώρο.
Από τις όποιες νέες ιδέες πρόβαλαν κάτω από την ετικέτα της Μετανεοτερικότητας, η κυριότερη είναι ότι η Γεωγραφία δεν παράγει περιγραφές που προσεγγίζουν όσο το δυνατόν πιστότερα κάποια «αντικειμενική πραγματικότητα», αλλά ότι προτείνει «διηγήσεις» (discours). Ιστορία και Γεωγραφία, χώρος και χρόνος, συγκλίνουν καθώς αμφισβητούνται τα θεμέλια της Νεοτερικότητας.
Η σχετικοποίηση του χρόνου και του χώρου εγγράφεται εξάλλου στις εξελίξεις που ονομάζουμε «Παγκοσμιοποίηση». Η αποδόμηση του γεωγραφικού χώρου συνδέεται στενά με την αποδόμηση του γεωγραφικού χρόνου. Το διαδίκτυο, η δορυφορική τηλεόραση και άλλες τεχνολογίες έχουν ενισχύσει τη διάσταση της αμεσότητας ανάμεσα σε μακρινά σημεία.
Εν κατακλείδι, οι βασικές αναφορές του σημερινού ανθρώπου στον χωροχρόνο μετασχηματίζονται ταχύτατα καθώς καταρρέει το πλαίσιο το οποίο κατασκεύασε η Γεωγραφία από την Αναγέννηση.