Το συνδρομητικό περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες μόλις εξέδωσε το νέο του τεύχος (αρ. 144), στο οποίο φιλοξενεί ένα αφιέρωμα στην Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας–Σπηλαιολογίας (ΕΠΣ).

Το τεύχος ανοίγει με τη συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό ο Προϊστάμενος της ΕΠΣ, Ανδρέας Ντάρλας, ο οποίος έχει επικεντρωθεί στη διερεύνηση της Παλαιολιθικής εποχής στην Ελλάδα.

Στην ενότητα «Ελλάδα εκτός Ελλάδος», η Ιωάννα Ευσταθίου και η Στέλλα Κατσαρού παρουσιάζουν ένα ακέφαλο άγαλμα καθιστής μορφής από το χορηγικό μνημείο του Θρασύλλου στην Ακρόπολη, που ταυτίστηκε με τον θεό Διόνυσο, αποσπάστηκε για λογαριασμό του λόρδου Έλγιν και μαζί με τα υπόλοιπα γλυπτά του Ιερού Βράχου μεταφέρθηκε στην Αγγλία, όπου και εκτίθεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο.

Το αφιέρωμα ξεκινάει με το άρθρο του Ανδρέα Ντάρλα «Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας: Το χρονικό». Ο Προϊστάμενος της ΕΠΣ κάνει μια αναδρομή στην ιστορία της Εφορείας, καθώς και τα σημαντικότερα έργα που έχει υλοποιήσει.

«Ιστορικά, σε σχέση με τις τοπικές εφορείες αρχαιοτήτων, η ΕΠΣ αποτελεί μια σχετικά νέα μονάδα στη δομή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Συστάθηκε το 1977 με τον Οργανισμό του τότε Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών (ΠΔ 941/1977), σηματοδοτώντας για πρώτη φορά με σαφήνεια την απόφαση της πολιτείας να περιλάβει την προστασία των σπηλαίων στους βασικούς στόχους της κρατικής μέριμνας για τα αρχαία μνημεία», γράφει.

«Ο Άνθρωπος του Νεάντερταλ στη Μάνη» είναι ο τίτλος άρθρου που υπογράφουν ο Στέφανος Λιγκοβανλής και ο Ανδρέας Ντάρλας.

«Με τα μέχρι σήμερα δεδομένα, οι Νεαντερτάλιοι φαίνεται πως βρίσκονταν στη Μάνη ήδη πριν από περίπου 100.000 χρόνια, πιθανότατα και αρκετά νωρίτερα» γράφουν, επισημαίνοντας ότι «είναι χαρακτηριστικό πως μέχρι και σήμερα σκελετικά κατάλοιπα του Ανθρώπου του Νεάντερταλ στον ελληνικό χώρο έχουν έρθει στο φως μόνο στην περιοχή της Μάνης. Πέρα από τις μαρτυρίες αυτές, η συστηματική έρευνα στα σπήλαια της περιοχής έχει σε πολλές περιπτώσεις αποκαλύψει διαδοχικά στρώματα εγκατάστασης των Νεαντερτάλιων, μαζί με ποικίλα απομεινάρια της δραστηριότητάς τους, η μελέτη των οποίων μας πληροφορεί για τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες των προϊστορικών αυτών ανθρώπων στον γεωγραφικό χώρο της νότιας Πελοποννήσου» προσθέτουν οι συγγραφείς.

Η Στέλλα Κατσαρού και ο Ανδρέας Ντάρλας γράφουν για τους «Νεολιθικούς πληθυσμούς στα σπήλαια της Μάνης».

«Τα σπήλαια που βρίσκονται στο δυτικό παράκτιο μέτωπο της Μάνης, από τα νότια της Καρδαμύλης μέχρι το Ταίναρο, αποκαλύπτουν την εκτεταμένη παρουσία νεολιθικών πληθυσμών στη χερσόνησο. Οι πληθυσμοί αυτοί ελάχιστα γίνονται “ορατοί” από υπαίθριες θέσεις, οι οποίες είτε δεν έχουν διασωθεί λόγω διάβρωσης είτε δεν είναι γνωστές λόγω έλλειψης ενδελεχούς έρευνας. Αντίθετα, στα σπήλαια οι νεολιθικοί πληθυσμοί εμφανίζονται μαζικά, είναι διάσπαρτοι και αφήνουν άφθονα υλικά κατάλοιπα. Στις περισσότερες περιπτώσεις φαίνεται ότι οι ασχολίες τους είναι οικιακές — τουλάχιστον όσο μας επιτρέπουν να κρίνουμε τα ευρήματα από επιφανειακές ή διαβρωμένες επιχώσεις. Ωστόσο, υπάρχουν και σπήλαια με ταφική χρήση, που ερευνήθηκαν ανασκαφικά και αποκάλυψαν καλά διατηρημένα σύνολα στα οποία αποτυπώνονται έθιμα και συμβολισμοί που σχετίζονται με τη μεταθανάτια ζωή» αναφέρουν χαρακτηριστικά.

Στις «Νεολιθικές πρακτικές στην Αλεπότρυπα» μέσα από την ανάλυση ανόργανων φυτικών καταλοίπων, αναφέρεται στο άρθρο της η Γεωργία Τσαρτσίδου.

«Οι φυτόλιθοι διαφοροποιούνται από τα υπόλοιπα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα ως προς το ότι συνιστούν ορυκτή ύλη (οπάλιος) και ως ανόργανα σώματα δεν απαιτούν ιδιαίτερες περιβαλλοντικές συνθήκες προκειμένου να διατηρηθούν» γράφει. «Εκτός από την ανθεκτικότητα, η σπουδαιότητα των φυτολίθων έγκειται στο ότι αποτελούν in situ εύρημα, καθώς αποτίθενται στην περιοχή όπου έλαβε χώρα η δραστηριότητα που συνδέεται με τη χρήση των φυτών και μαρτυρούν ανθρώπινες επιλογές, δραστηριότητες και χρήσεις σε συγκεκριμένα αρχαιολογικά συμφραζόμενα» εξηγεί η συγγραφέας.

Δύο νεολιθικά σπήλαια στο Αλεποχώρι Λακωνίας, τις «Κουβελέικες Σπηλιές» παρουσιάζουν στο κείμενό τους η Αγγελική Καζνέση, η Χρυσάνθη Κονταξή και η Ελένη Στραβοπόδη.

«Η συστηματική ανασκαφική έρευνα στα δύο σπήλαια έφερε στο φως σημαντικά ευρήματα που πιστοποιούν την παράλληλη χρήση τους κατά τη Νεότερη και την Τελική Νεολιθική εποχή» γράφουν και επισημαίνουν: «η σημασία της έρευνας έγκειται στο γεγονός ότι οι Κουβελέικες συνιστούν περιπτωσιακή μελέτη ενός διπτύχου σπηλαίων σε έναν ευρύτερο χώρο παραγωγικών δυνατοτήτων και εγκαθιδρύουν μια στρωματογραφική και χρονολογική βάση δεδομένων σε μια περιοχή όπου η ανασκαφική έρευνα δεν έχει εντατικοποιηθεί».

«Το σπηλαιοβάραθρο της Ανδρίτσας, στο νοτιοδυτικό τμήμα του νομού Αργολίδας, έγινε γνωστό στους επιστήμονες στις αρχές του 2004. Η εξερεύνηση του άγνωστου μέχρι πρόσφατα χώρου έφερε στο φως ένα σπάνιο εύρημα πρωτοβυζαντινών χρόνων που αποτυπώνει με δραματικό τρόπο τις συνθήκες ανασφάλειας της εποχής και του ταραγμένου περάσματος από την Ύστερη Αρχαιότητα στον Πρώιμο Μεσαίωνα». Με αυτά τα λόγια ξεκινά το άρθρο της Λίνας Κορμαζοπούλου με τίτλο «Παγωμένος χρόνος στο σπηλαιοβάραθρο της Ανδρίτσας Αργολίδας».

Η Ελένη Στραβοπόδη στο άρθρο της «Ένα οστεοφυλάκιο της Εποχής του Χαλκού» γράφει για το σπήλαιο «Λίμνη Βουλιαγμένης» στην Περαχώρα Κορινθίας, στο οποίο «κατά τη διάρκεια σωστικής ανασκαφής που διενεργήθηκε από την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας–Σπηλαιολογίας το 1992, αποκαλύφθηκε αρχαιολογικός ορίζοντας που περιείχε κεραμική και ανθρώπινα κατάλοιπα».

«Η μελέτη του ανθρωπολογικού υλικού από το οστεοφυλάκιο της Περαχώρας εντάσσεται σε ένα ευρύτερο ερευνητικό πρόγραμμα που έχει στόχο την εφαρμογή νέων αναλυτικών μεθόδων στην ανίχνευση της βιογεωγραφίας και παλαιοεπιδημιολογίας των προϊστορικών πληθυσμών στον ελλαδικό χώρο και τη δημιουργία βάσης δεδομένων σχετικά με τις ασθένειες από τις οποίες υπέφεραν οι πληθυσμοί αυτοί και τη γεωγραφική διασπορά τους» εξηγεί.

Στο επόμενο άρθρο η Αλεξάνδρα Οικονόμου παρουσιάζει τη μέθοδο για τον «Καθαρισμό σπηλαίων από την επιλιθική χλωρίδα»  μέσα από τα παραδείγματα των σπηλαίων Βλυχάδας Διρού και Ανυγρίδων Νυμφών.

«Οι κύριες αιτίες εμφάνισης του πράσινου φύκους [επιλιθική χλωρίδα] στα σπήλαια είναι ο φωτισμός, η αύξηση της θερμοκρασίας, η δημιουργία ρευμάτων αέρα από τεχνητές εισόδους, η μεταφορά μικροοργανισμών, κυρίως μυκήτων, από τους επισκέπτες του σπηλαίου και η υψηλή υγρασία στην επιφάνεια του λιθωματικού διακόσμου» γράφει, αναφέροντας παράλληλα κάποια μέτρα που, αν εφαρμοστούν σωστά, θα συμβάλουν στη βελτίωση της κατάστασης σε αρκετά σπήλαια.

Στο τελευταίο άρθρο του αφιερώματος, με τίτλο «Σπήλαιο Νυμφολήπτου ή Πανός ή Αρχεδήμου» η Αλεξάνδρα Μαρή μάς ξεναγεί «σε ένα μοναδικό μνημείο εντατικής άσκησης λατρείας στη Βάρη Αττικής».

«Πρόκειται για μοναδικό σε παγκόσμια κλίμακα σπήλαιο, λόγω του είδους, της έκτασης και της παλαιότητας των αρχαίων επεμβάσεων που φέρει στα τοιχώματά του. Επιγραφές και λαξεύματα που διατηρούνται —στην πλειονότητά τους— έως σήμερα αποτελούν πολύτιμη μαρτυρία για τον χρόνο που δαπάνησε και την προσπάθεια που κατέβαλε τον 5ο αιώνα π.Χ. ο καταγόμενος από τη Θήρα Αρχέδημος, προκειμένου να το μετατρέψει σε χώρο λατρείας “υπό την καθοδήγηση των Νυμφών”» γράφει χαρακτηριστικά.

Το τεύχος 144 ολοκληρώνεται με έναν περιηγητικό οδηγό για το Σπήλαιο Αλεπότρυπα Διρού που υπογράφει η Αναστασία Παπαθανασίου: «Το Σπήλαιο Αλεπότρυπα ήταν γνωστό στη σύγχρονη κοινότητα που ζούσε στην περιοχή του Διρού ως ένα μικρό άνοιγμα, μία οπή, στην πλαγιά του βράχου, στην οποία έμπαιναν μικρά ζώα, όπως αλεπούδες ή κυνηγετικά σκυλιά, και ξαναεμφανίζονταν σε άλλη χρονική στιγμή. Εξ ου και το όνομά του: “Αλεπότρυπα”. Εντοπίστηκε και καταγράφηκε επίσημα το 1958 από την Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία και το ζεύγος Πετροχείλου».