Στις πιο πλούσιες σπηλαιολογικά περιοχές της Ελλάδας συγκαταλέγεται το Πήλιο, διαθέτοντας περισσότερα από 165 σπήλαια σε όλο το εύρος του. Τα σπήλαια εντοπίστηκαν και καταγράφηκαν από πολυμελή επιστημονική ομάδα, στο πλαίσιο τριετούς προγράμματος συστηματικής επιφανειακής έρευνας.

Το πρόγραμμα που διεξήγαγε η Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας Βόρειας Ελλάδος σε συνεργασία με το Ινστιτούτο της Δανίας στην Αθήνα διήρκεσε από το 2006 έως το 2008 και οδήγησε επίσης στη διαπίστωση ότι το Πήλιο διαθέτει πολύ αξιόλογα αρχαιολογικά ευρήματα, ορισμένα εκ των οποίων ανάγονται στο μακρινό παρελθόν και συγκεκριμένα στη νεολιθική εποχή.

Ενδιαφέρον είναι, εξάλλου, το γεγονός ότι στη διάρκεια του παραπάνω προγράμματος εντοπίστηκαν σπήλαια τα οποία είχαν σαφή δείγματα διαχρονικής κατοίκησης, από τα προϊστορικά έως και τα σύγχρονα χρόνια.

Το ένα τρίτο περίπου του συνολικού αριθμού των σπηλαίων που έχουν εντοπιστεί και καταγραφεί περιείχαν αρχαιολογικά ευρήματα, κατά βάση τμήματα κεραμικής, τα οποία στην παρούσα περίοδο βρίσκονται σε φάση μελέτης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αρχαιολόγων υπάρχουν πολλά ακόμη σπήλαια στην περιοχή του Πηλίου, τα οποία θα καταγραφούν πιθανότατα στο μέλλον, ενώ ανάλογο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία που προέρχονται είτε από τις αρχαίες πηγές, είτε από προφορικές μαρτυρίες κατοίκων της περιοχής.

Εντύπωση προκάλεσε στους επιστήμονες το σπήλαιο Τσούκα που βρίσκεται στην περιοχή του Μουρεσίου, το οποίο είναι σεβαστών διαστάσεων και αποτελεί σημείο αναφοράς για τους ντόπιους, αλλά και για τους λάτρεις του είδους. Εξίσου ενδιαφέρουσες είναι οι βραχοσκεπές, κοιλώματα σε βράχους, τα οποία χρησίμευαν ως χώροι κατοίκησης κατά την αρχαιότητα.

Το ερευνητικό πρόγραμμα

Το ερευνητικό πρόγραμμα με τίτλο «Σταθερά σημεία σε μεταβαλλόμενα τοπία: μία εθνοαρχαιολογική μελέτη της χρήσης των σπηλαίων και των βραχοσκεπών στους προϊστορικούς και ιστορικούς χρόνους» και επίκεντρο το Πήλιο, είχε ως στόχο την εξερεύνηση και ανίχνευση της χρήσης εντός και εκτός των σπηλαίων, καθώς επίσης και την αναγνώριση και ερμηνεία των αλλαγών στη διαχρονική ανθρώπινη δραστηριότητα στα σπήλαια. Βασικοί στόχοι της επιφανειακής έρευνας υπήρξαν η ακριβής χαρτογράφηση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων στο εσωτερικό και τον περιβάλλοντα χώρο των σπηλαίων, καθώς και η καταγραφή των υλικών υπολειμμάτων της ανθρώπινης παρουσίας με ταυτόχρονη συλλογή πληροφοριών από συνεντεύξεις των κατοίκων της περιοχής.

Το ερευνητικό πρόγραμμα διηύθυναν ο Δρ Ανδρέας Ντάρλας και ο Niels H. Andreasen εκ μέρους της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας Βόρειας Ελλάδος και του Ινστιτούτου της Δανίας στην Αθήνα αντίστοιχα. Από την Εφορεία συμμετείχαν, επίσης, οι γεωλόγοι Γιάννης Βλασταρίδης και Μάρκος Βαξεβανόπουλος, το διάστημα 2006-2008, ενώ κατά διαστήματα συμμετείχαν οι αρχαιολόγοι Κώστας Φίλης τη διετία 2006-2007, Άρης Μπαχλάς το 20006 και Μιχάλης Κοντός το 2008.

Κατά τη διάρκεια της τριετούς έρευνας εντοπίστηκαν, όπως προαναφέρθηκε, περισσότερα από 165 σπήλαια, βραχοσκεπές και τεχνητά σπήλαια-ορυχεία στην ευρύτερη περιοχή του Πηλίου, η ύπαρξη πολλών εκ των οποίων ήταν μέχρι πρότινος άγνωστη. Περίπου το ένα τρίτο των θέσεων που εντοπίστηκαν απέδωσε αρχαιολογικά ευρήματα που καλύπτουν ένα ευρύ χρονολογικό φάσμα από τους προϊστορικούς έως και τους όψιμους ιστορικούς χρόνους, δηλαδή από τη μακρά περίοδο που εκτείνεται από το 6000 π.Χ. περίπου, φθάνοντας έως τον 20ο αιώνα. Το σύνολο των σπηλαίων και βραχοσκεπών χαρτογραφήθηκε και καταγράφηκαν οι ακριβείς γεωγραφικές συντεταγμένες τους.

Πραγματοποιήθηκε, επίσης, λεπτομερής καταγραφή των ευρημάτων που περισυνελέγησαν, τα οποία και τεκμηριώθηκαν με τις απαιτούμενες μετρήσεις, περιγραφές και ψηφιακές φωτογραφίες. Στην παρούσα φάση βρίσκεται σε εξέλιξη η μελέτη των κινητών και ακίνητων ευρημάτων που εντοπίστηκαν στο εσωτερικό και τον περιβάλλοντα χώρο των σπηλαίων, η οποία σε συνδυασμό με την ανάλυση των εθνογραφικών, εθνο-ιστορικών, τοπογραφικών και γεωλογικών δεδομένων που καταγράφηκαν, αναμένεται να αποδώσει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με τη διαχρονική χρήση των σπηλαίων στο Πήλιο.