Η Ζέτα Ξεκαλάκη επισκέφθηκε την έκθεση «Χαιρώνεια, 2 Αυγούστου 338 π.Χ.: Μια μέρα που άλλαξε τον κόσμο», η οποία παρουσιάζεται στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, και περιγράφει τα όσα είδε:

Για την έκθεση «Χαιρώνεια, 2 Αυγούστου 338 π.Χ.: Μια μέρα που άλλαξε τον κόσμο», η οποία παρουσιάζεται στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, έχουν γραφτεί ήδη πάρα πολλά. Με το κείμενο αυτό θέλω να μοιραστώ με ένα ευρύτερο κοινό ένα βίωμα σπάνιο για όλους όσοι αγαπούν την αρχαιολογία και επισκέπτονται αρχαιολογικές εκθέσεις.

Αν μια αρχή διέπει την έκθεση, αυτή είναι η σαφήνεια. Απόλυτα προσηλωμένη στο θέμα της, η έκθεση αφηγείται την ιστορία της Χαιρώνειας σε δύο χρόνους: την αρχαιότητα και τη νεότερη εποχή. Στην παρουσίαση προηγούνται τα γεγονότα της μάχης και ο αντίκτυπός τους στην τότε κοινωνία, και ακολουθεί η ανασκαφή του πεδίου της μάχης και ο αντίκτυπος των ευρημάτων στο ελληνικό εθνικό, και αργότερα το συλλογικό, φαντασιακό. Στην πράξη, η σαφήνεια είναι δύσκολος στόχος. Εδώ όμως επιτυγχάνεται απόλυτα, κι αυτό γίνεται με τρεις τρόπους:

α. Με την άριστη αξιοποίηση των «δύσκολων» εκθεσιακών χώρων του Μουσείου. Αναπτυσσόμενοι σε δύο κτήρια, οι χώροι που διαθέτει το ΜΚΤ για εκθέσεις υποσκάπτουν την ενότητα οποιασδήποτε διοργάνωσης, ενώ η κυκλική διαρρύθμιση σε συγκεκριμένα σημεία δεν βοηθά στον προσανατολισμό του επισκέπτη. Στην περίπτωση όμως αυτή, τα χωρικά «χάσματα» (σκάλες, διάδρομοι, πατάρια, εμβόλιμες πτέρυγες) έχουν χρησιμοποιηθεί ως σημεία μετάβασης από τη μία ενότητα στην άλλη, ενώ εκεί όπου η σειρά θέασης δεν είχε σημασία τα εκθέματα αναπτύχθηκαν στους κυκλικούς χώρους.

β. Με την προσεκτική επιλογή της θέσης των επεξηγηματικών πινακίδων αλλά και των κειμένων τους. Στρατηγικά τοποθετημένες, οι πινακίδες φέρουν κείμενα σύντομα αλλά περιεκτικά. Για πρώτη φορά δεν χρειάστηκε να αφιερώσω περισσότερα από δύο λεπτά σε μια επεξηγηματική πινακίδα, για να συγκρατήσω την πληροφορία που ήταν απαραίτητη για την περιήγηση.

γ. Με την προσεκτική επιλογή των τεκμηρίων και της θέσης τους στην έκθεση, ώστε να εξυπηρετείται απόλυτα η αφήγηση.

Όσο εντυπωσιακό κι αν είναι ένα αρχαιολογικό εύρημα, καταλήγεις να μην το θυμάσαι για την αισθητική του αξία όσο για τη σημασία του στην αφήγηση. Εδώ για πρώτη φορά η «φόρμα» δεν επικαλύπτει το περιεχόμενο αλλά το αναδεικνύει. Και επίσης για πρώτη φορά, αντικείμενα τόσο διαφορετικά μεταξύ τους (σκελετοί πολεμιστών, αρχαίες επιγραφές, πανοπλίες, αγάλματα, αρχαιολογικά σκαριφήματα, κόμικς, διοράματα και βίντεο) δένουν τόσο αρμονικά ώστε ο θεατής να βιώνει άμεσα την ιστορία.

Αν η έκθεση φέρνει κάτι νέο στη μουσειακή αφήγηση είναι ακριβώς αυτό: η «συμμετοχή» στο ιστορικό γεγονός αντί για την απλή θέαση εκθεμάτων σε παράθεση. Και αυτό επιτυγχάνεται με μέσο το πρωτογενές υλικό. Η Μάχη της Χαιρώνειας και η ανασκαφή του χώρου της αργότερα είναι μια επική ιστορία και μια περιπέτεια, οι οποίες συνδέονται. Αυτό όμως που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας, για πρώτη φορά, ζωντανεύει την ιστορία. Οι Μακεδόνες, οι Θηβαίοι, οι Αθηναίοι και όσοι άλλοι έλαβαν μέρος δεν είναι απλά ονόματα, έστω στεφανωμένα με δάφνες και χαμένα κάπου στο παρελθόν. Είναι άνθρωποι σαν εμάς, με τα δικά τους ήθη, έθιμα αλλά και προσωπικές ιστορίες, που μια μέρα βρέθηκαν αντιμέτωποι και αποδεκάτισαν ο ένας τον άλλον με τρόπο κάθε άλλο παρά ρομαντικό. Γιατί τον πυρήνα της έκθεσης αποτελούν τα κατάλοιπα των θυμάτων της μάχης αλλά και των καταστροφών στις οποίες επιδόθηκαν οι Μακεδόνες αργότερα. Η νεκρική πυρά των Μακεδόνων, οι σκελετοί των Ιερολοχιτών θαμμένοι όπως ήταν παραταγμένοι για να πολεμήσουν (και ο καθένας δίπλα στον αγαπημένο του), ένα κρανίο μισοθρυμματισμένο από τη μοιραία «κατακεφαλιά» του εχθρού, όπλα με ίχνη της μακάβριας χρήσης τους… Όλα μας μεταφέρουν στο πεδίο της μάχης. Κατάλοιπα από το στρώμα καταστροφής της Θήβας καθιστούν την πολύπαθη αρχαία πόλη τόσο οικεία όσο είναι σήμερα η Γάζα ή το Κίεβο.

Οι εικόνες αυτών των ευρημάτων μάς ακολουθούν όσο συνεχίζουμε στις επόμενες ενότητες, βλέποντας τις διαστάσεις που παίρνει το γεγονός μέσα στον χρόνο.

Από την αρχαιότητα και την εποχή της μάχης της Χαιρώνειας μεταφερόμαστε στην ελληνική «χρυσή εποχή της αρχαιολογίας» του 19ου αιώνα. Γκραβούρες της εποχής με άγρια τοπία και παραδοσιακά κτίσματα, όπου αρχαία ερείπια στέκονται μάρτυρες ενός ένδοξου παρελθόντος, μας ταξιδεύουν σε μια Ελλάδα η οποία ψάχνει στην αρχαιότητά της μια δικαιολογία να υπάρχει. Αυτή είναι η Ελλάδα του Παναγιώτη Σταματάκη, του άοκνου αρχαιολόγου ο οποίος έμελλε να φέρει στο φως τους νεκρούς της Χαιρώνειας, μαζί με έναν άλλο πρωτοπόρο της ελληνικής αρχαιολογίας, τον Παναγιώτη Σωτηριάδη. Παρακολουθούμε τον αγώνα τους μέσα από τις επιστολές και τα ενημερωτικά έγγραφα που έστελναν κατά τη διάρκεια της έρευνας, και διαβάζουμε το ημερολόγιο της ανασκαφής με σχέδια και παρατηρήσεις του Σταματάκη. Εφημερίδες της εποχής ανοίγουν επίσης μπροστά μας, δείχνοντας πώς τα ευρήματα άγγιξαν την κοινωνία.

Με την ανασκαφή και την κοινοποίηση των ευρημάτων, η μάχη της Χαιρώνειας γίνεται σημείο αναφοράς στον νεότερο και σύγχρονο κόσμο. Στο τελευταίο μέρος της έκθεσης τα βήματά μας μάς οδηγούν σε ένα δωμάτιο με τοίχους καλυμμένους με την ιστορία της μάχης σε κόμικ. Τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών (φανταστικών χαρακτήρων) που μάχονται για τη ζωή τους αναπόφευκτα φέρνουν στο νου το θρυμματισμένο κρανίο από το πεδίο της μάχης και τους νεκρούς Θηβαίους που ζωγράφισε ο Σταματάκης στο ημερολόγιό του. Πιο μετά, βίντεο τύπου Assassin’s Creed (παραγωγής άλλωστε της Ubisoft) παρουσιάζουν μια action movie εκδοχή της σύγκρουσης. Και τέλος, ένα εντυπωσιακό διόραμα με Playmobil αναπαριστά μια στιγμή της μάχης όπου ο νεαρός Αλέξανδρος (μετέπειτα Μέγας) προελαύνει με τους Μακεδόνες, ενώ ταυτόχρονα ο Αθηναίος ρήτορας Δημοσθένης, που λάμβανε κι αυτός μέρος στη μάχη, το βάζει στα πόδια πετώντας την ασπίδα του.

Μπορούμε να καταδικάσουμε τον Δημοσθένη, τον φανατικότερο πολέμιο των Μακεδόνων που, με την επιρροή του στους Αθηναίους, τους είχε σύρει κυριολεκτικά στη Χαιρώνεια; Μετά τα όσα έχουμε δει στις αίθουσες με τα κατάλοιπα των πεσόντων, μάλλον όχι.

Τι σημασία έχουν, αλήθεια, όσα γράφονται για μια μάχη και όσα την αναπαριστούν, αν δει κανείς τι αφήνει πραγματικά πίσω της; Μεγάλη, εφόσον δείχνουν πώς το γεγονός, τρομερό και έντονο, καταφέρνει και «μιλάει» σε ανθρώπους διαφορετικών χρονικών περιόδων, με διαφορετικές προσλαμβάνουσες και επιδιώξεις. Οι σύγχρονες της μάχης επιγραφές απηχούν τη φωνή των ισχυρών δημόσιων προσώπων (βασιλιάδες, ρήτορες), ο αρχαιολόγος Σταματάκης φέρνει στο προσκήνιο τους πολεμιστές, ενώ κομίστες και video artists, ως σύγχρονοι παραμυθάδες, δημιουργούν φανταστικούς χαρακτήρες για να πουν την ιστορία από τη σκοπιά των απλών στρατιωτών. Το διόραμα αφηγείται τη γέννηση ενός θρύλου (Αλέξανδρος), την ίδια στιγμή με την αποκαθήλωση ενός άλλου (Δημοσθένης). Και τέλος, το πορτρέτο του Μ. Αλεξάνδρου από τον Andy Warhol, που ταυτόχρονα κλείνει και ανοίγει την έκθεση -τοποθετημένο μετά την είσοδο στο Μουσείο- μας μεταφέρει στην πολύχρωμη Οικουμένη που δημιούργησαν οι αλεξανδρινές κατακτήσεις, η οποία έθεσε τις βάσεις για τις μετέπειτα πολυπολιτισμικές κοινωνίες.

Αν η 2α Αυγούστου του 338 π.Χ. περιγράφεται στον τίτλο της έκθεσης ως «Μια μέρα που άλλαξε τον κόσμο», η ίδια η έκθεση του ΜΚΤ αλλάζει τον κόσμο τόσο για το ίδιο το μουσείο όσο και για τον χώρο των αρχαιολογικών εκθέσεων. Από τη μία, το ΜΚΤ ξεφεύγει έξυπνα από την παράδοση των αφηρημένων μεν, μαξιμαλιστικών δε, εκθέσεων του παρελθόντος όπου η λάμψη των εκθεμάτων επισκίαζε το αφήγημα. Από την άλλη, η πρόταση των Π. Ιωσήφ – Ι. Φάππα, συνεπιμελητών της έκθεσης και νέων επιστημονικών συν-διευθυντών του μουσείου, συνδυάζει το ακαδημαϊκό με το immersive, παράγοντας ένα αποτέλεσμα εύληπτο αλλά ταυτόχρονα βαθιά μελετημένο. Ο πήχης έχει ανέβει πολύ ψηλά. Περιμένουμε με ανυπομονησία τις επόμενες εκθεσιακές δράσεις του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης.

Ζέτα Ξεκαλάκη