Ο ζωγράφος Κώστας Γλιάτας (1909-1994)
Δρ Στέλλα Μουζακιώτου
Ιστορικός Τέχνης, Επιστημονική Συνεργάτις Τ.Ε.Ι. Αθήνας

Γεννημένος στη Χώρα Μεσσηνίας στις 20 Αυγούστου του 1909, ο Κώστας Γλιάτας σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα επιζητώντας να πραγματοποιήσει το δικό του όνειρο ζωής, την έκφραση μέσα από τη ζωγραφική τέχνη. Αρκετοί δάσκαλοί του, όμως, φορείς του ακαδημαϊκού στυλ, το οποίο ήταν ξένο στη δική του ιδιοσυγκρασία, δεν βρήκαν ιδιαίτερη απήχηση στο καλλιτεχνικό του προφίλ. Ο Κώστας Γλιάτας, δεχόμενος γόνιμες επιρροές από τον μεγάλο δάσκαλο της αγιογραφίας, Φώτη Κόντογλου, και τον ξάδελφό του και πιστό συνεργάτη του μεγάλου δημιουργού, Γεώργιο Γλιάτα, θα αναπτύξει μια σύνθετη καλλιτεχνική δραστηριότητα την οποία θα αποκαλύψει στα θέματά του. Δεν τον ενδιαφέρει η κοσμική στάση στη ζωγραφική, παρόλο που την γνωρίζει και την έχει δουλέψει αρκετά. Δεν είναι ούτε ρεαλιστής ούτε μοντέρνος. Είναι παραστατικός χωρίς να είναι λαϊκιστής ή «αφελής» (naif).
Μέσα από ένα πλούσιο εικονογραφικό σύνολο, το οποίο κληροδότησε στην έδρα του Δήμου Νέστορος, τη Χώρα Μεσσηνίας, που αποτελεί και χώρο καταγωγής του, ο Κώστας Γλιάτας μάς αποκαλύπτει μια καλειδοσκοπική εικαστική πρόταση καταγράφοντας εντυπωσιακές θαλασσογραφίες, ειδυλλιακά τοπία και «ζωντανές» ηθογραφικές σκηνές. Οι νεκρές του φύσεις αποτελούν κομμάτι της ίδιας της φύσης χωρίς επιτηδεύσεις και άμετρους εντυπωσιασμούς, ενώ οι προσωπογραφίες και τα ιστορικά του θέματα αντιπαρέρχονται του άκρατου μιμητισμού υπονομεύοντας την αληθοφάνεια και προσφέροντας πρόσωπα «ζωντανά» που διατηρούν το μυστήριό τους. Η πλούσια αγιογραφική του δραστηριότητα αποτελεί πολύτιμο υλικό που αποκαλύπτει την εικόνα ενός δημιουργού που δεν παρεκκλίνει από ένα συγκεκριμένο αισθητικό μονοπάτι, δημιουργώντας θέματα που διακρίνονται για την καθαρότητα και την απλότητα στη γραμμή, στοιχεία που απομακρύνουν από τη φλυαρία και την πολυπλοκότητα, που σίγουρα λειτουργούν ως τροχοπέδη στην πνευματική αποστολή της εικόνας.

Ο Κώστας Γλιάτας ένιωθε πάντα τοπιογράφος και δεν σταμάτησε ποτέ να αναπαριστά στους πίνακές του τις πολυαγαπημένες του εικόνες από τους τόπους της παιδικής του ηλικίας. Η επιλογή να παρουσιάσει σε μια σειρά από έργα του ιστιοφόρα καράβια ή βάρκες να πλέουν μέσα σε κυματώδη ή ήρεμη θάλασσα (εικ. 1), μπορεί να ερμηνευθεί ως μια ισχυρή αυτοβιογραφική ανάμνηση που κυριαρχεί στη σκέψη του δημιουργού. Γοητευμένος από την αρχέγονη δύναμη του φυσικού τοπίου, έτσι ώστε να καθίσταται περιττή η ανθρώπινη παρουσία, η ζωγραφική του γίνεται ένας φόρος τιμής στη ζωτική ενέργεια της Δημιουργίας. Στα έργα του, αυτή μεταφράζεται σε φως και χρώμα και ισχυροποιείται μέσω της απλοποίησης. Πραγματοποιώντας πολλές σπουδές πάνω στο φυσικό τοπίο, διαλέγει διάφορες εποχές ή ώρες της ημέρας και διαφορετικές συνθήκες του περιβάλλοντος, για να προτείνει τις δικές του στυλιστικές λύσεις, φιλτραρισμένες πάντα μέσα από τη βυζαντινή τεχνοτροπία.
Στο έργο Συστάδα δέντρων, φαίνεται πως ο δημιουργός δεν κουράζεται να επαναδιαπραγματεύεται τα θέματά του εκ νέου, δίνοντάς τους νέα εικαστική διάσταση. Τα δέντρα, ζωγραφισμένα με την ασυμβίβαστη καθαρότητα του δημιουργού, αποτελούν το κύριο στοιχείο του πίνακα, αλλά είναι τόσο όμορφα δεμένα με το φόντο, ώστε συμβάλλουν σ’ ένα υπέροχο, δημιουργικό σύνολο. Αυτό το τοπίο φανερώνει την πλήρη κυριαρχία του καλλιτέχνη στο προσωπικό του στυλ. Οι κάθετες πινελιές κατορθώνουν να ορίσουν τις φόρμες και τις αποστάσεις, με μόνο μέσο τα ελαφρά περιγράμματα και τους προσεκτικά διαβαθμισμένους χρωματικούς τόνους. Η σύνθεση πλέκεται σφιχτά με τους κάθετους άξονες των δέντρων και τις αχτίδες του φωτός, όπως φιλτράρονται από τις φυλλωσιές τους και διαχέονται στο έδαφος. Απόλυτα σίγουρος για τη θέση, το σχήμα και τη φορά της κάθε πινελιάς του, επιδιώκει να μεταδώσει τη δομή ενός τοπίου χωρίς φαντασμαγορίες και εκτυφλωτικά χρώματα.

Ακόμα και σε έργα ηθογραφικού χαρακτήρα, οι άνθρωποι του Κώστα Γλιάτα αντανακλούν τις απόψεις του για τη ζωή και την εργασία. Μοιάζει να ακροβατεί ανάμεσα στις δύο αυτές εικαστικές κατευθύνσεις (Ηθογραφία – Ρεαλισμός). Οι δύο παραστάσεις με θέμα Φουρνίζοντας το ψωμί, αποκαλύπτουν τη διάθεση του δημιουργού να εισχωρήσει στις απλές καθημερινές δραστηριότητες των γυναικών της υπαίθρου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι στη μία απεικόνιση, η γυναίκα μοιάζει να αποτελεί προσωπογραφία της Παναγίας στη σκηνή του Ευαγγελισμού. Το πρόσωπό της, φιλοτεχνημένο με τα βυζαντινά πρότυπα, έχει αποδοθεί με τις ίδιες σχεδιαστικές και χρωματικές επιλογές που έχει χρησιμοποιήσει στη μορφή της Θεοτόκου στην προαναφερθείσα απεικόνιση (εικ. 7).
Αντίθετα, στο ημιτελές έργο του, Γυναίκες που θερίζουν σιτάρι (εικ. 2), ο Γλιάτας αποκαλύπτει τις επιρροές του από το χώρο της δυτικής ζωγραφικής. Πρόκειται για ένα θέμα που έχει προσεγγίσει για πρώτη φορά ο σημαντικός ρεαλιστής ζωγράφος Ζαν-Φρανσουά Μιλέ (Jean-François Millet, 1814-1875) στα μέσα του 19ου αιώνα, και εδώ ο ζωγράφος μάς δίνει τη δική του εικαστική πρόταση στη σύνθεση. Στο έργο αυτό, ο Γλιάτας προσπαθεί να μετατρέψει ακόμα και την πιο απλή καθημερινή εργασία σε μια ιερή, ευγενική πράξη. Υπερβαίνει την καθημερινή πραγματικότητα της ζωής των αγροτών, διαποτίζοντας τη σκηνή με μια δυνατή αίσθηση αξιοπρέπειας.

Υπηρετώντας επάξια το είδος, δημιουργεί συμβατικές αλλά ιδιαίτερα θελκτικές νεκρές φύσεις, απελευθερώνοντας την πινελιά του σε ένα λεπτό κολοριστικό αίσθημα. Χρησιμοποιεί την τεχνική της ελαιογραφίας σε ξύλο, που του επιτρέπει να αναδείξει την υφή των διαφόρων λουλουδιών ή φρούτων και να τονίσει την υλική τους παρουσία μέσα από την απτική τους ποιότητα. Παρά το σχετικά μικρό τους μέγεθος, οι νεκρές φύσεις με φρούτα έχουν μια μνημειακή ποιότητα και ζωντάνια που εντυπώνεται στο μυαλό του θεατή μέσα από μια διαρκή εξερεύνηση των σχέσεων μεταξύ χρώματος και φόρμας.
Ιδιαίτερα προσφιλές θέμα για το ζωγράφο αποτελούν οι νεκρές φύσεις με λουλούδια. Τα προσεγγίζει σαν να φιλοτεχνεί μικρά και εύθραυστα κοσμήματα, που προβάλλονται μπροστά μας μέσα από πάλλουσες και φωτεινές πινελιές, που αποδίδουν με ρεαλισμό την ευωδιαστή ατμόσφαιρα των ολάνθιστων λουλουδιών. Αυτά τα λουλούδια στα βάζα του αποτελούν ένα ζωντανό κομμάτι της ίδιας της φύσης χωρίς επιτηδεύσεις και άμετρους εντυπωσιασμούς.

Μέσα από μια συνοπτική περιγραφή των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών, ο ζωγράφος ερευνά με διαπεραστική λεπταισθησία την ιδιοσυγκρασία και την ψυχή του ατόμου, αποδίδοντας με έντονη αμεσότητα τη σκεπτόμενη οξύνοια, όπως συμβαίνει στο πορτρέτο του Γιάννη Τσαρούχη (εικ. 3), ή τη μοναξιά, τη σύνεση και τη μετριοπάθεια των ήρεμων και βαθιά στοχαστικών ανδρικών μορφών συμπεριλαμβανομένης και της Αυτοπροσωπογραφίας του (εικ. 4).
Στο έργο, Το Απολαυστικό Κρασοπότηρο του Μανέ (εικ. 5), ο ζωγράφος μάς αποκαλύπτει ότι εκτός από τον Μιλέ και τον Βαν Γκογκ, δέχεται γόνιμες επιρροές και από τον σπουδαίο Γάλλο δημιουργό Εντουάρ Μανέ. Ο Γλιάτας προσεγγίζει το θέμα του Μανέ (εικ. 6), φιλτράροντάς το μέσα από τη δική του καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία. Η έκφραση του πρωταγωνιστή καθρεφτίζει με πολύ εύγλωττο τρόπο τον πληθωρικό, σίγουρο και δυνατό χαρακτήρα του. Τυπολογικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με το πρωτότυπο εστιάζονται στο βλέμμα του άνδρα που ο ζωγράφος μας επιλέγει να μην κοιτάζει το θεατή στη διακόσμηση των παρυφών του γιλέκου και, τέλος, στην απουσία ενός μικρού τραπεζιού, που βρίσκεται κάτω δεξιά, απ’ το οποίο ο πότης έχει σηκώσει το ποτήρι του.

Οι αγιογραφίες του Γλιάτα είναι έργα αυτοτελή, που κλείνουν μέσα τους αρμονίες και αποτυπώνουν την πραγματική ουσία του θέματός τους με τιμιότητα και απλότητα. Εμπνευσμένος από τη βυζαντινή και λαϊκή ζωγραφική φιλοτεχνεί το θέμα γυμνώνοντάς το από καθετί το περιστασιακό, δίνοντάς του μια υπερβατική διάσταση που επιτυγχάνεται κυρίως με το χρυσό φόντο. Είναι ευνόητο ότι η ανθρώπινη μορφή, το έμψυχο στοιχείο της παράστασης, κατέχει τον καθοριστικό ρόλο, αφού αυτή διαμορφώνει τη δράση του όλου επεισοδίου. Επιλέγει την απεικόνιση ενός Παντοκράτορα αινιγματικού, με έντονη διεισδυτική ματιά που αποπνέει μυστήριο και όχι φόβο και αυστηρότητα στο θεατή· στοιχεία που αποκαλύπτουν τις προσωπικές του προσεγγίσεις σε θέματα που αφορούν στο ιδεολογικό πλαίσιο των ιερών προσώπων που εικονογραφεί. Οι νεαρής ηλικίας άγιοι και μάρτυρες φορούν αριστοκρατική ενδυμασία, που αποτελείται από χειριδωτούς χιτώνες που πολλές φορές στολίζονται με χρυσά επιρράμματα γύρω από το λαιμό, τις παρυφές και τα περικάρπια. Συγκεκριμένα, ο νεαρός γιατρός άγιος Παντελεήμων, είναι ένας από τους ανάργυρους, τους θεραπευτές δηλαδή αγίους που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους χωρίς αμοιβή. Απεικονίζεται με μακριά, στενή μύτη και μικρό στόμα, λεπτά χαρακτηριστικά που θαυμάζονταν την κομνήνεια περίοδο και συχνά προσιδιάζουν και στις παραστάσεις του αγίου Γεωργίου. Ενδιαφέρον αποτελεί το γεγονός της απεικόνισης ανοιχτού διάλιθου ιατρικού κιβωτίου στο αριστερό του χέρι, που περιέχει οκτώ ανοίγματα που μας παραπέμπουν σε φιάλες με ιατρικά φάρμακα. Ο ζωγράφος πρωτοτυπεί, αφού επιλέγει να κρατά με το δεξί του χέρι κουταλάκι για την προσφορά φαρμάκου και όχι το σταυρό του μάρτυρα, όπως συνηθίζεται.
Ο Κώστας Γλιάτας μοιάζει να επικεντρώνεται εικαστικά στην εικόνα της Βρεφοκρατούσας Παναγίας, αφού διαπιστώνουμε ότι την φιλοτεχνεί αρκετές φορές. Η νεανική και μελαγχολική ομορφιά της ελκύει αμέσως το μάτι του θεατή στην καρδιά της εικόνας, όπου ο μικρός Χριστός-Εμμανουήλ ένθρονος στην αγκαλιά της την ακουμπά τρυφερά στο χέρι αναζητώντας προστασία, ενώ αυτή φωλιάζει σκεπτικά το μάγουλό της στα πλούσια μαλλιά του. Σε άλλες συνθέσεις του, όπως ο Ευαγγελισμός (εικ. 7), η Υπαπαντή, η Μεταμόρφωση, ο ζωγράφος μοιάζει να απελευθερώνει τις μορφές από το κλασικό τους βάρος δίνοντας την αίσθηση ότι αιωρούνται σε μια άυλη υπόσταση. Είναι φανερό ότι στη σκηνή του Ευαγγελισμού (εικ. 7), συνεχίζει να εμπνέεται τεχνοτροπικά από αντίστοιχες σκηνές του Φώτη Κόντογλου στο ναό του Αγίου Γεωργίου Κυψέλης και στο παρεκκλήσιο της Αγίας Λουκίας, της οικογένειας Ζαΐμη στο Ρίο της Πάτρας, που αποτελεί και την πρώτη δουλειά του δασκάλου του σε τοιχογραφία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η λεπτομέρεια με την Παναγία να προβάλλει την παλάμη του χεριού της μέσα από το μαφόριο, που θεωρείται παλαιολόγειο στοιχείο και υιοθετείται από το ζωγράφο.
Ο Κώστας Γλιάτας δουλεύει τις συνθέσεις του όπως οι ζωγράφοι των νεκρικών προσωπείων Φαγιούμ, με τους προπλασμούς, τους γλυκασμούς, τη σάρκα και τις ψιμυθιές των βυζαντινών δημιουργών. Οι περιορισμένες χρωματικές κλίμακες, οι δυνατές αντιθέσεις φωτός-σκιάς και τα πρόσωπα να προβάλλουν μέσα από ένα μονοχρωματικό φόντο, επιβάλλουν την εξιδανίκευση και τη μνημειακότητα των μορφών του, την οποία ο ζωγράφος μας επιτάσσει και εγκωμιάζει με ιδιαίτερη έμφαση μέσα από τις προσωπογραφίες, τις λιτές ηθογραφικές σκηνές, τα ιστορικά θέματα και τις αγιογραφίες του. Η ενδελεχής μελέτη του έργου του αποκαλύπτει ένα ζωγράφο ώριμο, κάτοχο μιας δοκιμασμένης τεχνικής και κυρίαρχο των εκφραστικών του μέσων, που δεν θα άφηναν ασυγκίνητο κανένα ερευνητή ή θεατή. Εκτός από τη Χώρα Μεσσηνίας, έργα του Κώστα Γλιάτα βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές, στην Πινακοθήκη της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και μια Προσωπογραφία άνδρα στο Τελόγλειο Ίδρυμα.

Τέλος, θα ήθελα να επισημάνω ότι η πρωτότυπη μεταδιδακτορική αυτή έρευνα στο έργο του σημαντικού ζωγράφου Κώστα Γλιάτα, στοχεύει στη διάσωση, ανάδειξη και οργάνωση της εικαστικής του παρακαταθήκης. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Δήμο Νέστορος Μεσσηνίας για την ουσιαστική στήριξή του στην προσπάθεια πλήρους καταγραφής του ζωγραφικού έργου του δημιουργού μας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΣΠΡΑ-ΒΑΡΔΑΒΑΚΗ Μ. / ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Μ., Η Μονή της Παντάνασσας στο Μυστρά. Οι τοιχογραφίες του 15ου αιώνα, Αθήνα 2005.
ΒΑΚΑΛΟ Ε., Δώδεκα μαθήματα για την Σύγχρονη Τέχνη, Αθήνα 1970.
ΒΑΚΑΛΟ Ε., Η φυσιογνωμία της μεταπολεμικής τέχνης στην Ελλάδα. Ο μύθος της ελληνικότητας, τόμ. Γ΄, Αθήνα 1983.
ΖΙΑΣ Ν., Φώτης Κόντογλου, ζωγράφος, Αθήνα 1976.
ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ Α.Ν., Μεταβυζαντινή και νεοελληνική τέχνη, Αθήνα 1926.
ΛΥΔΑΚΗΣ Σ., Οι Έλληνες Ναΐφ Ζωγράφοι, Αθήνα 1987.
ΜΙΧΕΛΗΣ Π., Αισθητική θεώρηση της βυζαντινής τέχνης, Αθήναι 1946.
ΜΟΥΖΑΚΙΩΤΟΥ Σ., Τέχνης Δημιουργήματα, η Ιστορία της Τέχνης από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, εκδόσεις Photo Imaging group, Αθήνα 2005.
ΜΟΥΖΑΚΙΩΤΟΥ Σ., Μελέτες για τη Σύγχρονη Τέχνη, εκδόσεις Photo Imaging group, Αθήνα 2009.
ΜΟΥΖΑΚΙΩΤΟΥ Σ., Νίκος Κεσσανλής και Ζαχαρίας Στέλλας. Σημεία επαφής στο εικαστικό τους έργο, εκδόσεις Ελληνική Φωτογραφική Εταιρία, Αθήνα 2009.
ΜΟΥΖΑΚΙΩΤΟΥ Σ., Η εικαστική πρόταση του Ανατόλη Λαζαρίδη (1916-1989), εκδόσεις Ελληνική Φωτογραφική Εταιρία, Αθήνα 2009.
ΜΟΥΖΑΚΙΩΤΟΥ Σ., Οι «αστικοί διάλογοι» του εικαστικού Αριστομένη Κατσούλα, εκδόσεις Photo Imaging group, Αθήνα 2009.
ΜΟΥΖΑΚΙΩΤΟΥ Σ., Ο Ζωγράφος, Κώστας Γλιάτας, εκδόσεις Photo Imaging group, Αθήνα 2010.
ΠΕΓΕ Ζ., Η ζωγραφική στο 19ο αιώνα, μετάφραση: Άλκης Χαραλαμπίδης, Αθήνα 1984.
ΡΗΝΤ Χ., Ιστορία της Μοντέρνας Ζωγραφικής, Αθήνα 1978.
ΡΗΝΤ Χ., Λεξικό Εικαστικών Τεχνών, Αθήνα 1986.
ΣΙΝΙΑΚ Π., Από τον Ευγένιο Ντελακρουά στο Νέο-εμπρεσιονισμό, μετάφραση: Θόδωρος Πάντος, Αθήνα 1987.
ΣΠΗΤΕΡΗΣ Τ., Τρεις αιώνες νεοελληνικής τέχνης 1660-1967, τόμ. Β΄, Γ΄, Αθήνα 1979.