Το συνδρομητικό περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες μόλις εξέδωσε το νέο του τεύχος (αρ. 143) στο οποίο φιλοξενεί ένα αφιέρωμα στην Αρχαία Ολυμπία με άρθρα που υπογράφουν αρχαιολόγοι της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηλείας και μέλη του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου.

Το τεύχος ανοίγει με τη συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό η παλαιοανθρωπολόγος Κατερίνα Χαρβάτη, η οποία αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στις έρευνες που διεξάγει στην Ελλάδα σε συνεργασία με Έλληνες συναδέλφους της.

Στην ενότητα «Ελλάδα εκτός Ελλάδος», ο Mirko Vonderstein, παρουσιάζει ευρήματα από την Ολυμπία που φιλοξενούνται στη Συλλογή Αρχαιοτήτων του Βερολίνου και τα οποία στο μεγαλύτερο μέρος τους προέρχονται από τις πρώιμες γερμανικές ανασκαφές στον χώρο.

Το αφιέρωμα ξεκινάει με το «Ιερό του Διός στην Ολυμπία κατά τη Ρωμαϊκή εποχή», άρθρο που υπογράφει η αρχαιολόγος Ερωφίλη-Ίρις Κόλια. «Η Ρωμαϊκή περίοδος του Ιερού του Ολυμπίου Διός» γράφει η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ηλείας, «παρεξηγημένη ως μία εποχή παρακμής, υπήρξε σημαντική, αν όχι καθοριστική, για την τελική διαμόρφωση της αρχιτεκτονικής μορφής του, καθώς την εποχή αυτή πραγματοποιήθηκε μία σειρά παρεμβάσεων σε πολλά μνημεία, ενώ άλλα ιδρύθηκαν. Στη διαπίστωση αυτή συντείνουν, άλλωστε, και τα δεδομένα της πρόσφατης αρχαιολογικής έρευνας. Ιδιαίτερα ο 2ος αιώνας μ.Χ. υπήρξε για την Ολυμπία εποχή ακμής και ευημερίας χάρη στον θαυμασμό για την ελληνική αρχαιότητα φιλελλήνων αυτοκρατόρων, όπως ο Αδριανός και ο Μάρκος Αυρήλιος».

«Ανασκάπτοντας το αρχαίο γυμνάσιο της Ολυμπίας» είναι ο τίτλος του άρθρου που υπογράφουν η Ερωφίλη-Ίρις Κόλια και η Ρούλα Λεβεντούρη. «Οι έρευνες των τελευταίων χρόνων συνέβαλαν σημαντικά στη σταδιακή αποκάλυψη αυτού του εμβληματικού μνημείου του Ιερού της Ολυμπίας και εμπλούτισαν τις γνώσεις μας για την αρχιτεκτονική του μορφή, τις οικοδομικές φάσεις του, αλλά και την τελευταία περίοδο χρήσης του χώρου μετά την κατάργηση των Ολυμπιακών Αγώνων», επισημαίνουν.

Ο Reinhard Senff, πρώην Διευθυντής των Ανασκαφών του ΓΑΙ στην Ολυμπία, γράφει για τις «Ανασκαφές στο Ιερό του Δία» που συνεχίζονται και τα νέα ευρήματα που έχουν έρθει στο φως. «Στις περιπτώσεις που είχαν συγκεντρωθεί συγκριτικά πολλά μεμονωμένα στοιχεία, αλλά και με τη χρήση συμπληρώσεων, μπόρεσαν να ανακατασκευαστούν μεγάλα τμήματα των αρχικών κτιρίων επί τόπου, με αποτέλεσμα να προσφέρεται στον σύγχρονο επισκέπτη μια κατανοητή εικόνα των εντυπωσιακών αρχιτεκτονημάτων», γράφει.

Σχετικά με τις «Νέες έρευνες για την αρχιτεκτονική των Θησαυρών», σύμφωνα με τις προγενέστερες εργασίες του Klaus Herrmann, γράφει ο αρχιτέκτονας Markus Wolf. «Πολλές πόλεις από όλο τον αρχαίο κόσμο αφιέρωσαν τον 6ο και τον πρώιμο 5ο αιώνα π.Χ. μεγαλοπρεπείς Θησαυρούς όπου φυλάσσονταν τα πολύτιμα αναθήματα στην Ολυμπία. Οι Θησαυροί ήταν παραταγμένοι σε ένα επίμηκες άνδηρο, βόρεια της Άλτεως. Πρόκειται για συνολικά 12–14 κτίρια, από τα οποία σώζονται οι θεμελιώσεις και πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη», αναφέρει στην εισαγωγή του άρθρου του.

Τέλος, η αρχαιολόγος και αρχιτέκτονας Claudia Mächler, στο κείμενό της με τίτλο «Αρχιτεκτονική στα συμφραζόμενά της», παρουσιάζει τις νέες προοπτικές για τη διερεύνηση του Λεωνιδαίου. «Αν και υπάρχουν ήδη πλούσιες γνώσεις για την ιστορία αυτού του οικοδομήματος, πολλά ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά, είτε επειδή δεν μπόρεσαν να απαντηθούν από τις έως σήμερα έρευνες είτε επειδή δεν έχουν τεθεί καν. Η διαπίστωση αυτή αποτέλεσε την αφετηρία του τρέχοντος προγράμματος, το οποίο για πρώτη φορά εφαρμόζει στην ανάλυσή του τις μεθόδους της ιστορικής αρχιτεκτονικής έρευνας και επανεξετάζει σε ένα ευρύτερο πλαίσιο τα πάνω από 2.000 ετών αρχαία κατάλοιπα. Οι παρατηρήσεις αρκετών γενεών διακεκριμένων αρχαιολόγων, αρχιτεκτόνων και ερευνητών της αρχιτεκτονικής αποτελούν πολύτιμη βοήθεια για τις εργασίες μελέτης του προγράμματος» γράφει.

Το τεύχος περιλαμβάνει επίσης δύο άρθρα από τον Χρήστο Μπουλώτη και την Κωνσταντίνα Ακτύπη.

Ο Χ. Μπουλώτης, στο άρθρο του με τίτλο «Ο έρωτας στη σκηνή του Μεγάλου Πολέμου», αφιερωμένο στον Άγγελο Δεληβορριά, παρουσιάζει το χρονικό ανεύρεσης του μαρμάρινου αγάλματος Έρωτα τοξότη στην Ηφαιστία της Λήμνου.

«Παρά την αποσπασματικότητα του φιλοτεχνημένου από λευκό θασίτικο μάρμαρο όρθιου αγάλματος –κατά τη συνήθη ρωμαϊκή πρακτική στηριζόμενου ενισχυτικά στην πίσω πλευρά του (μέχρι και το ύψος των μηρών) σε χαμηλό κορμό δέντρου έχοντας ελαφρώς διεσταλμένα τα πόδια του, με πλάγια προβολή του δεξιού-, η ταύτισή του με τον νεαρό Έρωτα, τον ωραίο, χρυσοκόμη και χρυσοφαή της αρχαίας Γραμματείας, τον απαλό, αβρό και τακερό, ήταν προφανής χάρη στα υπολείμματα των χαρακτηριστικών πτερύγων στον ώμο του, με καλλιγραφημένη την απόδοση των φολιδωτών πτίλων τους», περιγράφει.

«Μια ανασκαφική έρευνα που γεννά εικόνες και συναισθήματα, και μια μελέτη που ξυπνά αναμνήσεις» βρίσκονται στο επίκεντρο του κειμένου «Ιερό Αρτέμιδος Αοντίας στην Αχαΐα» που υπογράφει η αρχαιολόγος Κωνσταντίνα Ακτύπη: «Κάθε αρχαίος τόπος είναι κατά βάση οι άνθρωποί του. Οι άνθρωποι του μακρινού και του κοντινού παρελθόντος, που αφήνουν παρακαταθήκη στο παρόν και το μέλλον του. Κάθε αρχαιολογικό εύρημα έχει τη δική του ξεχωριστή γοητεία και μια μοναδική συναισθηματική επίδραση στον αρχαιολόγο και στον εργατοτεχνίτη τη στιγμή που το ανακαλύπτουν, στον συντηρητή που το φροντίζει και, τελικά, στον θεατή που το παρατηρεί στις προθήκες του Μουσείου. Και όπως κάθε αρχαιολογική ανακάλυψη, έτσι και η ανασκαφή στο ιερό της Αρτέμιδος Αοντίας στην Αχαΐα έχει πολλές ιστορίες να διηγηθεί. Στις σελίδες που θα ακολουθήσουν, επιχειρείται η καταγραφή του μνημείου μέσα από την ιστορία της ανασκαφής του και η περιγραφή των γεγονότων και των εμπειριών των ανθρώπων που συμμετείχαν σε αυτήν, μέσα από τις διηγήσεις τους, με  πρωταγωνιστή τον αρχαιολόγο–ανασκαφέα του ιερού, Δρα Μιχάλη Πετρόπουλο, Επίτιμο Έφορο Αρχαιοτήτων».

Το τεύχος 143 ολοκληρώνεται με τον περιηγητικό οδηγό στον βυζαντινό οικισμό της Ολυμπίας που υπογράφουν η Τώνια Μουρτζίνη και η Αθανασία Ράλλη. «Η γνωριμία με τον βυζαντινό οικισμό της Ολυμπίας και η ανασύσταση της μορφής του, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό» επιχειρούνται «με γνώμονα τη σκέψη ότι η ιστορία του τόπου του ιερού της Ολυμπίας σε μια εποχή όπου ουσιαστικά συντελείται η μετάβαση από τον αρχαίο στον μεσαιωνικό κόσμο δεν μπορεί παρά να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον» γράφουν χαρακτηριστικά.