Το συνδρομητικό περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες μόλις εξέδωσε το νέο του τεύχος (αρ. 142) με ένα μεγάλο αφιέρωμα στη Νεότερη Αρχιτεκτονική Κληρονομιά, το οποίο έχει οργανώσει και επιμεληθεί η αρχαιολόγος και Συντονίστρια της MONUMENTA Ειρήνη Γρατσία.

Το τεύχος ανοίγει με τη συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό η Ειρήνη Γρατσία η οποία, μεταξύ άλλων, αναφέρεται στα βήματα που έχουν γίνει για την προστασία και την ανάδειξη των κτηρίων της περιόδου 1830-1840.

Στην ενότητα «Ελλάδα εκτός Ελλάδος», η Ειρήνη Γρατσία και η Κατερίνα Χατζηκωνσταντίνου παρουσιάζουν το Εδιμβούργο, γνωστό και ως «Η Αθήνα του Βορρά» και τον «ημιτελή Παρθενώνα».

«Δύο πόλεις απαρτίζουν το Εδιμβούργο, η μεσαιωνική και η νέα», γράφουν. «Ο επισκέπτης της νέας πόλης θα νιώσει ότι περπατά στους δρόμους του 18ου και 19ου αιώνα και θα εντυπωσιαστεί από τα νεοκλασικά δημόσια και ιδιωτικά κτήρια. Στο κέντρο της βρίσκεται ο λόφος Calton, που αν κανείς τον κοιτάξει από κάποια απόσταση έρχεται αμέσως στο μυαλό του η Ακρόπολη της Αθήνας! Στον λόφο αυτό κτίστηκε ένα από τα πιο γνωστά μνημεία του Εδιμβούργου, το Εθνικό Μνημείο της Σκωτίας, το οποίο αποκαλείται “Ημιτελής Παρθενώνας”!» αναφέρουν χαρακτηριστικά.

Το αφιέρωμα ξεκινάει με μια σύντομη εισαγωγή από την Ειρήνη Γρατσία. Ακολουθούν δύο άρθρα που υπογράφει η αρχιτέκτων και ομότιμη καθηγήτρια του ΕΜΠ Καίτη Δημητσάντου-Κρεμέζη.

Το πρώτο έχει τίτλο «Ναοδομία και Νεοκλασικισμός». «(…) το εξωγενές —ευρωπαϊκό— αρχιτεκτονικό ρεύμα του νεοκλασικισμού συνέβαλε, κατά τη διάρκεια του ενός περίπου αιώνα που επικράτησε στη χώρα μας, στην αλλαγή του αρχιτεκτονικού χαρακτήρα των πόλεων αλλά και στην ανανέωση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, καθώς αφομοιώθηκε δημιουργικά από το κατά τόπους αρχιτεκτονικό ιδίωμα. Ήταν φυσικό ο νεοκλασικός ρυθμός να επεκταθεί και στη ναοδομία, στην οποία όμως —σε αντίθεση με την κοσμική αρχιτεκτονική— δεν υπήρξε θεαματική συνθετική ανανέωση των αρχιτεκτονικών μορφών που της είχε κληροδοτήσει η βυζαντινή παράδοση» επισημαίνει η συγγραφέας.

Στο δεύτερο άρθρο της, με τίτλο «Με αφορμή μια καταγραφή κατοικιών του Μοντέρνου Κινήματος στην Αθήνα» η Καίτη Δημητσάντου-Κρεμέζη παρουσιάζει το πρόγραμμα «Προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της δεκαετίας του 1930 του Δήμου Αθήνας» που κατέστρωσαν και υλοποίησαν συντελεστές της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού (ΕΛΛΕΤ). «Αντικείμενό του ήταν η καταγραφή όσων από τις μονοκατοικίες, διπλοκατοικίες, πολυκατοικίες, διάσπαρτες στα επτά Δημοτικά Διαμερίσματα του Δήμου, είχαν τα χαρακτηριστικά που προέκυπταν από την εφαρμογή του μορφολογικού λεξιλογίου του πολυπρόσωπου μοντερνισμού, χωρίς να εξαιρούνται και μεταγενέστερα κτίρια που δέχθηκαν την επίδρασή του» εξηγεί.

«Η αποκατάσταση των νεοκλασικών της Αθήνας: Προβλήματα και λύσεις» είναι ο τίτλος άρθρου που υπογράφουν ο Θεμιστοκλής Μπιλής και η Μαρία Μαγνήσαλη.

«Ειδικά στην Αθήνα και τον ευρύτερο χώρο της, που λόγω πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών βίωσε μια άνευ προηγουμένου μεταμόρφωση του πολεοδομικού τοπίου, όχι λόγω πολέμων αλλά λόγω συνειδητών επιλογών με οδηγό την κερδοσκοπία πάνω στη γη, το ζήτημα της επανάχρησης των παλαιών αρχιτεκτονημάτων αποτελεί σημαντικό ζητούμενο και ίσως ελπίδα για τη διατήρηση της αρχιτεκτονικής του παρελθόντος» υποστηρίζουν οι συγγραφείς.

Στην «Αναβίωση των ιστορικών ξενοδοχείων της Αθήνας», όσων δηλαδή ιδρύθηκαν και λειτούργησαν από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, το 1830, μέχρι τουλάχιστον τη δεκαετία του 1960, εστιάζει το άρθρο της Μαρίας Α. Δανιήλ. «Σήμερα, έπειτα από μακροχρόνια πτωτική πορεία, είναι γεγονός ότι συντελείται μία ραγδαία ανάπτυξη του ξενοδοχειακού αποθέματος, που αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την αναβίωση των ιστορικών ξενοδοχείων της πόλης. Στον βαθμό που αυτό πραγματοποιηθεί, θα συμβάλει στη διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης και συνέχειας, που είναι αναγκαίες για τη βιώσιμη ανάπτυξη της πόλης» επισημαίνει η Μαρία Δανιήλ.

Η Κατερίνα Χατζηκωνσταντίνου, σε άρθρο της, γράφει για τα «Νοσηλευτικά ιδρύματα στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου». «Παρά τα γεγονότα που εξελίσσονται στην Ελλάδα (Μικρασιατική Καταστροφή, έναρξη Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εσωτερικές πολιτικές αναταραχές και οικονομική αστάθεια, κρατική χρεοκοπία), ο Μεσοπόλεμος αποτελεί την περίοδο κατά την οποία για πρώτη φορά η κρατική μηχανή παύει να λειτουργεί επικουρικά και αναλαμβάνει πρωταγωνιστική δράση στην οργάνωση δημόσιων υπηρεσιών υγείας και ευρύτερου κρατικού συστήματος υγείας. Ιδρύονται κρατικά νοσοκομεία, βρεφοκομεία, ορφανοτροφεία και άλλα θεραπευτήρια, καθώς επίσης οργανώνονται το Ίδρυμα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΙΚΑ) και οι κατά τόπους μικρότερης κλίμακας υγειονομικές υπηρεσίες, π.χ. αγροτικά ιατρεία, με τα κρατικά καταστήματα υγείας να ξεπερνούν σταδιακά εκείνα της ιδιωτικής αγαθοεργίας και πρωτοβουλίας» αναφέρει χαρακτηριστικά.

«Η κατοικία στην πρώτη εκατονταετία του νεότερου Πειραιά» είναι ο τίτλος του άρθρου της Σταματίνας Γ. Μαλικούτη. «Η ανάπτυξη της πόλης [του Πειραιά] σε όλους τους τομείς είναι θεαματική στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα.Η εισροή πληθυσμού που συνεχίζεται και στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η εντατική οικοδομική δραστηριότητα και οι συνεχείς επεκτάσεις του ρυμοτομικού είναι τα άμεσα αποτελέσματα αυτής της ευημερίας. Ο Πειραιάς, από περιφερειακή πόλη τεχνιτών, εμπόρων και ναυτικών το 1861, με 580 κτίρια και 1.358 νοικοκυριά, μετεξελίσσεται σε αστικό κέντρο με πλήρεις λειτουργίες στις αρχές του 20ού αιώνα» γράφει.

Η Μαριλένα Βακαλοπούλου, η Μαρία Δανιήλ, η Αύρα Κατζιλιέρη, η Μαρία Μαυροειδή και ο Ηρακλής Φασουράκης γράφουν για τα «Βιομηχανικά μνημεία στον ελλαδικό χώρο», την καταγραφή τους και τη συνεισφορά της ΑΜΚΕ ΒΙΔΑ.

«Βασικό εργαλείο για την κατανόηση, τη διάσωση και την προστασία της βιομηχανικής μας κληρονομιάς αποτελεί η ολοκληρωμένη αναγνώρισή της. Θέματα όπως η διατήρηση, η επανάχρηση και η επανένταξη των βιομηχανικών μνημείων ως ενεργών πολιτισμικών τοποσήμων οφείλουν να βασίζονται σε ένα υπόβαθρο συστηματικής καταγραφής. Η συστηματική αυτή καταγραφή είναι μία πολύπλοκη διαδικασία η οποία απαιτεί τη συλλογή μεγάλου όγκου δεδομένων και η συμβολή ενός ενιαίου και ελεύθερα προσβάσιμου μητρώου για το ελληνικό βιομηχανικό απόθεμα θα ήταν σημαντική. Διαπιστώνοντας την έλλειψη αυτή, οργανώθηκε η ομάδα “Βιομηχανικά Δελτία Απογραφής” (ΒΙΔΑ), αρχικά σε εθελοντική άτυπη μορφή, με σκοπό τη συλλογική καταγραφή των κινητών και των ακίνητων βιομηχανικών μνημείων της χώρας. Η μετεξέλιξη της ομάδας ΒIΔΑ σε Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία (ΑΜΚΕ) κρίθηκε αναγκαία από τα μέλη της για την αποτελεσματικότερη προώθηση των σκοπών της, μέσω ποικίλων δράσεων» αναφέρουν σχετικά.

«Κοσμοπολιτικές τεχνογεωγραφίες. Οι Επιστημολογίες του Νότου και τα τεχνουργήματα-τεχνάσματα ή Προς μια αποαποικιοποίηση του σχεδιασμού (design)» είναι ο τίτλος του άρθρου που υπογράφει η Ίρις Λυκουριώτη. «Ο ανθρώπινος πολιτισμός δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς τρόπους παραγωγής υλικών αντικειμένων. Κάθε υλική κατασκευή είναι προϊόν κοινωνικών πρακτικών που συνδέουν τις εκτάσεις γης με τις τεχνικές και την τέχνη. Κάθε υλική κατασκευή αντανακλά τη σχέση και τα όρια ανάμεσα στην αυτάρκεια και την ανταλλαγή υλικών και γνώσεων μεταξύ διαφορετικών κοινοτήτων. Κατά συνέπεια, κάθε υλικό αντικείμενο αποτελεί έκφραση των σχέσεων τοπικής και παγκόσμιας παραγωγής, των διεθνών δρόμων του εμπορίου και, φυσικά, του ελέγχου τους» ξεκινά το κείμενό της.

Το τεύχος 142 ολοκληρώνεται με τον περιηγητικό οδηγό στη Μεσοπολεμική Αθήνα που υπογράφει η Ειρήνη Γρατσία.