Ήταν μια από τις εργατικές γειτονιές της Θεσσαλονίκης του Μεσοπολέμου, με κατοίκους Εβραίους και πρόσφυγες οι οποίοι δούλευαν ως μικροπωλητές, χαμάληδες στο λιμάνι ή στο κοντινό καπνεργοστάσιο. Οι δρόμοι που βάδιζαν το χειμώνα ήταν μέσα στις λάσπες και το καλοκαίρι γέμιζαν σκόνη που σηκωνόταν από την ξεραΐλα του τόπου, απότοκο και της ονομασίας του.

Ξηροκρήνη, δηλαδή μια βρύση που δεν τρέχει, ονομάζεται ο συνοικισμός που υπάρχει και σήμερα στη Θεσσαλονίκη και Ρεζί Βαρδάρ –από το καπνεργοστάσιο Ρεζί– ήταν το όνομα της γειτονιάς των Εβραίων εργατών. Με στόχο να αναδείξει την υποβαθμισμένη αυτή γειτονιά, στη δυτική Θεσσαλονίκη, ο επίκουρος καθηγητής Παιδαγωγικής του ΑΠΘ, Δημήτρης Γουλής, την αναπλάθει μέσα από το βιβλίο του Από το Ρεζί Βαρδάρ στην Ξηροκρήνη. Πρόσφυγες και Εβραίοι σε μια εργατική γειτονιά της Θεσσαλονίκης που αναμένεται να κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις University Studio Press.

Το βιβλίο είναι βασισμένο σε αρχεία του 67ου Δημοτικού Σχολείου της Ξηροκρήνης που ανέσυρε από τα υπόγειά του ο κ. Γουλής κατά τη θητεία του ως διευθυντής, σε υλικό από εφημερίδες της εποχής και σε μαρτυρίες κατοίκων που έζησαν μεταπολεμικά.

«Η Ξηροκρήνη είναι μια γειτονιά που παραμένει έως σήμερα υποβαθμισμένη και αντιμετωπίζει σχεδόν τα ίδια προβλήματα από το 1920, όταν αποτελούσε μια εργατική, φτωχική, πολύβουη και πολύγλωσση γειτονιά, με πρόσφυγες από τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη και τη Θράκη», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Γουλής.

Δίπλα στην Ξηροκρήνη ήταν και η συνοικία Ρεζί Βαρδάρ (από Πλατεία Βαρδαρίου προς Λαγκαδά, Δραγουμάνου, Μιχαήλ Καλού και Μοναστηρίου) που ισοπεδώθηκε με διαταγή των γερμανικών αρχών από το δήμο Θεσσαλονίκης το καλοκαίρι του 1943, αφού οι Εβραίοι κάτοικοί της φορτώθηκαν στα τρένα προς τα στρατόπεδα εξόντωσης.

«Η γειτονιά, που τότε είχε περίπου 15.000 κατοίκους και σήμερα έχει διπλάσιους, ήταν εξαιρετικά ζωντανή, γεμάτη με συντεχνιακά σωματεία, συλλόγους κατοίκων, φιλανθρωπικές οργανώσεις. Είναι δε, ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι στο μεγάλο εργοστάσιο της Αυστρο-Οθωμανικής εταιρείας καπνού Ρεζί εργάζονταν και πολλές γυναίκες, κυρίως Εβραίες».

Η εταιρεία δημιουργήθηκε από κοινοπρακτικά κεφάλαια Αυστριακών και Γαλλικών τραπεζών. Παρασκεύαζε επεξεργασμένο καπνό και τσιγάρα, για τις αγορές του εξωτερικού. Το κτίριο στη Θεσσαλονίκη χτίστηκε το 1884 και απασχολούσε περίπου 400 εργάτες, από τους οποίους οι 270 ήταν Εβραίοι, ενώ πάνω από το 70% ήταν γυναίκες. Από το 1918 και μετά, στο κτίριο στεγαζόταν το ∆ημόσιο Καπνοκοπτήριο Θεσσαλονίκης.

Στην Ξηροκρήνη που γειτνίαζε με την Μπάρα, την περίφημη παλιά συνοικία με τα πορνεία και τον Τενεκέ Μαχαλά όπου έμεναν Εβραίοι σε τσίγκινες παράγκες, οι κάτοικοι ήταν οργανωμένοι σε συνδικαλιστικά σωματεία και είχαν ισχυρή παρουσία σε εργατικές διεκδικήσεις.

«Επρόκειτο για μια πολύ δυναμική συνοικία», ξεκαθαρίζει ο κ. Γουλής ο οποίος με το βιβλίο του, θέλει, όπως σημειώνει, «να την βγάλει από την αφάνεια» και να της αποδώσει τον δικό της φόρο τιμής.

Όσο για το όνομά της, σύμφωνα με τον συγγραφέα, το πήρε πιθανότατα από την οθωμανική κρήνη (τσεσμέ), που βρίσκεται στην οδό Διδασκαλίσσης Παπαθανασίου 44 και έχει κηρυχθεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο.

«Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη εκδοχή, ότι δηλαδή οι Κωνσταντινουπολίτες πρόσφυγες κάτοικοι τής έδωσαν το όνομα μιας συνοικίας της Κωνσταντινούπολης, στον Βόσπορο, που υπάγεται στην επαρχία Μπεσίκτας και λέγεται Κουρού Τσεσμέ, που σημαίνει Ξηροκρήνη».