Το συνδρομητικό περιοδικό Αρχαιολογία και Τέχνες μόλις εξέδωσε το νέο του τεύχος (αρ. 137) με ένα μεγάλο αφιέρωμα στο έργο της Βελγικής Σχολής Αθηνών, το οποίο έχουν οργανώσει και επιμεληθεί ο Παναγιώτης Ιωσήφ και ο Jan Driessen.

Το τεύχος του Δεκεμβρίου ανοίγει με τη συνέντευξη που παραχώρησε στο περιοδικό ο Διευθυντής της Βελγικής Σχολής Αθηνών, καθ. Jan Driessen.

Στην ενότητα «Ελλάδα εκτός Ελλάδος», η Νatacha Μassar, Επιμελήτρια Αρχαίων Ελληνικών Συλλογών στα Βασιλικά Μουσεία Τέχνης και Ιστορίας στις Βρυξέλλες, περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκαν οι συλλογές και παρουσιάζει κάποια από τα σημαντικότερα εκθέματα.

Το Αφιέρωμα στη Βελγική Σχολή Αθηνών ξεκινάει με εκτενές κείμενο για τον Θορικό που υπογράφουν οι: Roald F. Docter, Sylviane Déderix, Robert Laffineur, Johannes Bergemann, Ανδρέας Καπετάνιος, Denis Morin, Floris van den Eijnde και Koen Van Gelder. «Η μοίρα του Θορικού ήταν συνδεδεμένη με τη ζήτηση αργύρου τόσο στους προϊστορικούς όσο και στους αρχαίους χρόνους γενικότερα, καθώς η πρόσβαση στα πλούσια κοιτάσματα της Λαυρεωτικής εξασφάλιζε στη θέση εξέχοντα ρόλο στην Αττική και όχι μόνο» γράφουν χαρακτηριστικά.

«Ίτανος. Mεταξύ παράδοσης και εξωστρέφειας» είναι ο τίτλος του άρθρου που υπογράφουν ο Didier Viviers και η Αθηνά Τσιγγαρίδα. «Προκειμένου να κατανοήσει κανείς την εξέλιξη και τη λειτουργία αυτής της κρητικής πόλης, χρειάζεται να κατανοήσει τόσο τον ρόλο της ανατολικής Κρήτης στα δίκτυα ανταλλαγών της Μεσογείου όσο και τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης θέσης που υπήρξε από τη γένεσή της εκτεθειμένη σε εξωτερικές επιδράσεις. Στο παρόν κείμενο θα επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε, λοιπόν, αφενός τα χαρακτηριστικά που συνέδεαν την παραθαλάσσια αυτή πόλη με τις γειτονικές της θέσεις (αλλά και με μία αναμφισβήτητα κρητική ταυτότητα) και αφετέρου τα χαρακτηριστικά που την καθιστούσαν ιδιαίτερη» επισημαίνουν οι συγγραφείς.

«Η θέση Κεφάλι στο Σίσι και η ιστορία της Μινωικής Κρήτης» είναι ο τίτλος του άρθρου που υπογράφει ο Jan Driessen. Όπως επισημαίνει ο Διευθυντής της Βελγικής Σχολής Αθηνών: «Οι ανασκαφές στη θέση Κεφάλι στο Σίσι έχουν βελτιώσει κατά πολύ την εικόνα μας, σε τοπικό επίπεδο, για την Κρήτη κατά την Εποχή του Χαλκού σε ό,τι αφορά τους ελάσσονες μινωικούς οικισμούς και τη διαχρονική αλληλεπίδραση μεταξύ θέσεων διαφορετικού μεγέθους. Επίσης, μας έχουν προσφέρει νέες συναρπαστικές πληροφορίες για λιγότερο τεκμηριωμένες περιόδους, όπως είναι η Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, οι αρχές της Νεοανακτορικής περιόδου και η προχωρημένη Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Και ακόμα πιο σημαντικό, μας παρείχαν πρωτογενή αρχαιολογικά δεδομένα, όπως τον οικισμό της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού, τον νεοανακτορικό τάφο σε μορφή οικίας και το Κτίριο με την Κεντρική Αυλή, που μας αναγκάζουν να επανεξετάσουμε τις υπάρχουσες υποθέσεις και τις εδραιωμένες απόψεις».

Το τεύχος 137 περιλαμβάνει μια συνέντευξη με τον ζωγράφο Γιώργο Κόρδη — Ο τίτλος, «Διάλογος ανάμεσα στο φως και το φως», αποδίδει τη βιωματική σχέση του Γ. Κόρδη με τη βυζαντινή ζωγραφική αλλά και την προσωπική του αναμέτρηση μαζί της. «Στη δική μου δουλειά μία από τις βασικές μου παραμέτρους είναι ότι με ενδιαφέρει αυτό το οποίο παράγω να είναι ένα πολύ φωτεινό γεγονός, δηλαδή ένας διάλογος φωτός με φως παρά ένας διάλογος φωτός με σκότος».

«Στην καρδιά της Ελλάδας, στο χωριό Νέο Προκόπι στη βόρεια Εύβοια, ιδρύθηκε το 2018 ένα μουσείο προορισμένο να φιλοξενήσει την ανθρώπινη περιπέτεια και τα αντικείμενα μνήμης των προσφύγων από την Καππαδοκία που εγκαταστάθηκαν σε αυτόν τον τόπο το 1924. Ένα Μουσείο Μικρασιατικού Πολιτισμού». Για το ιστορικό της ίδρυσής του αλλά και τη διαδικασία δημιουργίας του γράφουν ο Ηλίας Παπαγεωργίου και ο Παντελής Φέλερης στο κείμενό τους με τίτλο «Κειμήλια μιας νέας αρχής. Από την Καππαδοκία στην Εύβοια». «Η δημιουργία αυτού του μουσείου συνάντησε ενθουσιώδη ανταπόκριση από την τοπική κοινωνία, κυρίως διότι έδωσε στους απογόνους το αίσθημα της ηθικής αποκατάστασης των προσφύγων προγόνων τους» αναφέρουν χαρακτηριστικά.

Για τις «αρχαϊκές οικίες της Ονιθές» γράφει ο Κυριάκος Ψαρουδάκης, παρουσιάζοντας τα ευρήματα από τις πρόσφατες ανασκαφές στην περιοχή.

«Tο 1954 η θέση προσέλκυσε το ενδιαφέρον του Νικολάου Πλάτωνα, Γενικού Εφόρου Αρχαιοτήτων Κρήτης, ο οποίος, σε τρεις διαδοχικές ανασκαφικές περιόδους, έφερε στο φως μια παλαιοχριστιανική βασιλική (6ος αι. μ.Χ.) και μια οικία των αρχαϊκών χρόνων (7ος–6ος αι. π.Χ.). Τα ανασκαφικά αυτά ευρήματα, μαζί με τα ήδη ορατά κατάλοιπα της ακρόπολης και της κρήνης, εμπλούτισαν την εικόνα ενός εκτεταμένου ερειπιώνα και στοιχειοθέτησαν την παρουσία μιας αρχαίας πόλης που γειτνιάζει με τη σύγχρονη πόλη του Ρεθύμνου. Παρά τις υποσχέσεις που συνόδευσαν την ανάδυση στο επιστημονικό στερέωμα μιας σημαντικής κρητικής πόλης, η έρευνα που ακολούθησε δεν ήταν η αναμενόμενη. Εντούτοις, τα κινητά και ακίνητα μνημεία της περιοχής έχουν βρει μια σημαντική θέση στην επιστημονική βιβλιογραφία των αρχαϊκών, κυρίως, χρόνων. Την προαναφερθείσα ερευνητική απουσία ήρθε να καλύψει η ανάληψη ενός νέου ανασκαφικού προγράμματος που, από το 2018, επιχειρεί να συνεχίσει την έρευνα Πλάτωνα στον τομέα των λεγόμενων αρχαϊκών οικιών. Στόχος του νέου προγράμματος είναι να συμπληρωθεί η αποσπασματική εικόνα των αρχαϊκών κτισμάτων, να κατανοηθεί η φύση τους και να διευκρινιστεί η μεταξύ τους σχέση, αλλά και η θέση τους στον ευρύτερο αστικό, πολεοδομικό ιστό» γράφει.

«Η Μάλθη (αρχ. Δώριον) αποτελεί σημαντικό παράδειγμα προϊστορικής οικιστικής οργάνωσης και θεωρείται ένας από τους αρχαιότερους ορεινούς αγροτικούς οικισμούς της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου. Στον περιφραγμένο αρχαιολογικό χώρο της ακρόπολης της Μάλθης σώζονται κατάλοιπα από τον οχυρωμένο οικισμό της Εποχής του Χαλκού, επισκέψιμα σήμερα». Με τον αρχαιολογικό-περιηγητικό οδηγό στην ακρόπολη της Μάλθης, που υπογράφουν ο Σταμάτιος Α. Φριτζίλας, η Μαρία Τσουλάκου και η Κατερίνα Τζαμουράνη, ολοκληρώνεται το τεύχος 137.