Ο Αρχιτέκτονας Αντόνι Γκαουντί διαμορφώνεται στο κοσμοπολίτικο περιβάλλον της Βαρκελώνης του τέλους του 19ου αι. Μελετά τα καλλιτεχνικά ρεύματα του παρελθόντος, την ισλαμική και τη γοτθική αρχιτεκτονική η οποία μάλιστα εκείνη την εποχή αναβιώνει. Υφίσταται την επιρροή του Viollet-le-Duc, των John Ruskin και Richard Wagner και μέσα από το έργο του θέλει να ανανεώσει την τοπική αρχιτεκτονική έκφραση επεξεργαζόμενος νέες φόρμες. Είναι ίσως ο πρώτος αρχιτέκτονας ο οποίος εκφράζει τη σύγχρονή του αστική τάξη μέσα από την εξίσωση «ο εκσυγχρονισμός σημαίνει πλούτο και ευρύ καταναλωτισμό».

Ένα από τα πιο σημαντικά του έργα, το Μέγαρο Güell, (η κατασκευή του ξεκινά το 1886 και ολοκληρώνεται το 1888) έγινε κατά το τέλος του αιώνα η Μέκκα των διανοούμενων. Όλο το κτίριο διαρθρώνεται γύρω από μια αίθουσα μουσικής, χώρος ο οποίος αντιπροσωπεύει το παραδοσιακό μεσογειακό αίθριο και φιλοξενεί πολυάριθμες συγκεντρώσεις καλλιτεχνών και διανοούμενων υπό την αιγίδα του ιδιοκτήτη του.

Ο σχεδιασμός του κτιρίου ανατίθεται στον Γκαουντί από τον Δον Eusebì Güell Bacigalupi. Μαικήνας, βιομήχανος και εξέχουσα μορφή στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική ζωή της Βαρκελώνης, με αυτονομιστικές ιδέες για την Καταλονία και ισχυρή επιρροή στην πολιτική. Ο Güell εμφανίζεται ως πρότυπο πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής συμπεριφοράς σε τέτοιο βαθμό ώστε να αντιπροσωπεύει ιδεολογικά ολόκληρη την κοινωνία της εποχής. Η κατοικία του, όπως θα ειπωθεί, γίνεται καταφύγιο για την τέχνη, «οικία, μέγαρο και μουσείο».

Ο μαικήνας Güell δεν είναι ιδιοκτήτης της τέχνης αλλά κατέχει την θέληση του καλλιτέχνη, η τέχνη για αυτόν δεν είναι εμπορεύσιμο προϊόν αλλά κτήση. Η προσωπικότητά του δημιουργείται πάνω σε ένα τοπίο το οποίο εκλαμβάνεται χωρίς παρερμηνείες και υπογραμμίζει ξεκάθαρα τον ρόλο του Güell ως κυρίαρχου. Δεν είναι ένας απλός αστός αλλά άρχων και γι’ αυτό κατασκεύασε μέγαρο και όχι απλή κατοικία.

Το μέγαρο, μέσα στην καρδιά της πόλης και πολύ κοντά στην κεντρική της αρτηρία, στις Ράμπλας, παρουσιάζεται ως η θεμελίωση της ίδιας της γης και της ιστορίας της. Στο κτίριο, το οποίο είναι συγχρόνως και κατοικία του άρχοντα, ενσαρκώνεται το πνεύμα της Καταλονίας. Ένα κτίριο έξω από την εποχή του, χώρος δίχως χρόνο όπου τα αντικείμενα αποκτούν συγκεκριμένη αξία. Η ανθρώπινη εργασία, όπως και τα υλικά, ως η πραγματική πολυτέλεια, καταναλώνονται απεριόριστα στην λεπτομερή επεξεργασία του σφυρήλατου σιδήρου, στο ξύλο, στο μάρμαρο, και αποκόβεται σχεδόν από την εκτίμηση της αγοράς καταργώντας τους κανόνες στους οποίους στηρίζεται η κοινωνία. Μ’ αυτό τον τρόπο απελευθερώνεται πλήρως η καλλιτεχνική έκφραση θέτοντας όμως ως απαραίτητη συνθήκη την ύπαρξη του μαικήνα, ο οποίος με τους οικονομικούς του πόρους εγγυάται την υπεξαίρεση του έργου από την αγορά. Όσο πιο ελεύθερη είναι η δουλειά του καλλιτέχνη τόσο μεγαλύτερη αίγλη παρέχει στον κάτοχό της και από ιδιοτροπία μετατρέπεται σε απόλυτη αξία.

Η ανάπτυξη του κτιρίου, λόγω του μικρού οικοπέδου στο οποίο βρίσκεται, γίνεται καθ’ ύψος σε οχτώ επίπεδα. Η καρδιά του κτιρίου χτυπά στην κεντρική αίθουσα όπου γύρω από αυτή αναπτύσσονται η τραπεζαρία, τα σαλόνια και οι αίθουσες υποδοχής. Σ’ αυτό το χώρο εκτυλίσσονται τα κονσέρτα, οι δεξιώσεις και ακόμη και θρησκευτικές τελετές, εκδηλώσεις στις οποίες συμμετέχει η υψηλή κοινωνία της Βαρκελώνης στα τέλη του 19ου αιώνα. Η διάταξη του κτιρίου βασίζεται στον άξονα υπόγειο – αίθουσα – δώμα γύρω από τον οποίο οι υπόλοιποι χώροι αποκτούν δευτερεύουσα σημασία.

Το υπόγειο, που προορίζεται για στάβλος, σκοτεινό περιβάλλον με επιβλητικούς πεσσούς από τούβλα που αλόγιστα ξοδεύουν το χώρο, χώρο για «άλογα όντα», θυμίζει σπηλιά μέσα στη γη.

Η κεντρική αίθουσα, στον πρώτο όροφο, χωρίζεται από το υπόγειο με δύο επίπεδα διατηρώντας έτσι και συμβολικά τη δέουσα απόσταση από τον υποχθόνιο χώρο. Ο επισκέπτης φτάνει σε αυτή περνώντας από μια σειρά μικρότερων σαλονιών στα οποία κατασπαταλούνται, όχι μόνο τα υλικά και η εργασία, αλλά και ο ίδιος ο χώρος. Τα στοιχεία που οριοθετούν γεωμετρικά αυτόν τον πυρήνα είναι ο κύβος και ο θόλος, τετραγωνική κάτοψη και τρούλος, δύο βασικά στοιχεία που απαντούν και στη βυζαντινή αρχιτεκτονική με συγκεκριμένο συμβολικό φορτίο. Ο τρούλος, ο οποίος στηρίζεται σε τέσσερα τόξα πάνω από τις τέσσερις πλευρές της αίθουσας, όπως τέσσερα είναι τα σημεία του ορίζοντα, στεγάζει τα εγκόσμια ως ουράνιος θόλος. Η αίθουσα αυτή, στη μία περίπτωση φιλοξενεί τις επίσημες τελετές της οικογένειας Güell ενώ στην άλλη τη Θεία Λειτουργία. Η χρήση του συγκεκριμένου υλικού για την ορθομαρμάρωση της αίθουσας, όπως και στους ναούς, και οι μικροί φεγγίτες ή τα λαμπερά ψηφιδωτά δηλώνουν με σαφήνεια ότι ο χώρος αποτελεί αναπαράσταση του κόσμου μέσα από τη στοιχειώδη αντιπαράθεση γης – ουρανού σε κατακόρυφη διάταξη. Πέρα από αυτά τα βασικά σημεία επαφής τα οποία συμπίπτουν με ακρίβεια, περικεντρική κάτοψη με απτά όρια η γη που απολήγει, με απόλυτη συμμετρία και ουράνια αρμονία, στον τρούλο, σε μία αδιαχώριστη δομή, η καθεμία από τις δύο αυτές αρχιτεκτονικές εκφράσεις εξαντλεί τον συμβολισμό της σε επιμέρους στοιχεία αναλόγως με τις ιδέες που εκπροσωπεί.

Στο μέγαρο Güell ο τρούλος που προεξέχει στο δώμα στέφεται με διάφορα σύμβολα μεταξύ των οποίων η σφαίρα του κόσμου, ο ηλιακός δίσκος και πάνω απ’ όλα ο σταυρός ακολουθώντας τη διάταξη του σύμπαντος: υπόγειο ως κόλαση, κεντρική αίθουσα ως γη και στερέωμα και, τέλος το δώμα ως ο Ουρανός των Ουρανών με το Θείο σύμβολο στην κορυφή του.

Στη βυζαντινή αρχιτεκτονική, όπου ο ναός κατ’ εικόνα του κόσμου αποτελεί μικρογραφία της οικουμένης, ο συμβολισμός επεκτείνεται στην εικονογραφία με σαφή αλληλουχία και αυστηρή επιλογή των θεμάτων. Ο θόλος, που όπως αναφέρθηκε αντιπροσωπεύει το στερέωμα, φιλοξενεί στην κορυφή του την εικόνα του Χριστού Παντοκράτορα ο οποίος εποπτεύει τα εγκόσμια. Στην κόγχη του ιερού, το δεύτερο κατά σειρά υψηλότερο σημείο στο ναό, απεικονίζεται η Θεομήτωρ, ως Πλατυτέρα των ουρανών, πλαισιωμένη από σκηνές της ζωής της και της ζωής του Ιησού. Στις υπόλοιπες επιφάνειες, κατεβαίνοντας προς το εκκλησίασμα, ακολουθείται η ουράνια ιεραρχία με τους προφήτες, τους απόστολους και τους αγίους οι οποίοι αποτελούν τη γέφυρα που συνδέει τα εγκόσμια με τη βασιλεία των ουρανών. Τέλος το τέμπλο, ολοκληρώνοντας την αναπαράσταση της οικουμένης στο εσωτερικό του ναού, διαχωρίζει τον υλικό κόσμο από τον πνευματικό δηλώνοντας με σαφήνεια, όπως και όλος ο αρχιτεκτονικός και εικονογραφικός συμβολισμός της ορθόδοξης ναοδομίας, την Θεία διάταξη και τη θέση που καταλαμβάνει ο πιστός σε αυτή.

Επιστρέφοντας στην αρχιτεκτονική του Γκαουντί παρατηρούμε ότι ο Eusebì Güell οικοδομεί ένα μέγαρο και ταυτοχρόνως γίνεται κάτοχος των συμβόλων και συνεπώς της ίδιας της πατρίδας του. Η ασπίδα, η σημαία της Καταλονίας, ανάμεσα στις δύο εισόδους και η εξωτερική απόληξη του τρούλου, ως το ιερό όρος της Καταλονίας Montserrat, είναι από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα αυτής της πρόθεσης.

Η θέληση του Eusebì Güell να μεταδώσει μέσα από την αρχιτεκτονική του πολιτικά και ιδεολογικά μηνύματα οδηγεί τον Γκαουντί στην επιλογή συγκεκριμένων μορφών για να εκφράσει θεμελιώδεις έννοιες όπως η γη και ο ουρανός, τις ίδιες μορφές που χρησιμοποιεί η βυζαντινή διανόηση για να εξωτερικεύσει τη θεολογική αλήθεια.

Ο Γκαουντί δεν είναι γνωστό κατά ποσό μελέτησε σε βάθος τη βυζαντινή αρχιτεκτονική, διαμορφωμένος πνευματικά σε ένα δυτικό περιβάλλον που θαύμαζε την αρχαία Ελλάδα και ανακάλυπτε τις ρίζες του στο Μεσαίωνα ο αρχιτέκτονας γνώριζε με βεβαιότητα τα θέματα αυτά. Επίσης λόγω γεωγραφικής εγγύτητας και πολιτιστικής επιρροής των Αράβων στο νότιο τμήμα της Ισπανίας, ο Γκαουντί μελέτησε και την ισλαμική αρχιτεκτονική. Το εκλεπτυσμένο πνεύμα και η μεγαλοφυΐα του όμως τον οδήγησαν να ανακαλύψει τις αναλογίες των αρχιτεκτονικών μορφών με τα στοιχεία της φύσης όπως συναντώνται στη βυζαντινή ναοδομία και να τα συνδυάσει σε ένα αρχιτεκτονικό δημιούργημα εξαιρετικής ποιότητας.

Όπως αποδεικνύει η βυζαντινή αρχιτεκτονική αφενός, με την εικονογραφική της δύναμη, και αφετέρου το μέγαρο Güell με τον πλούτο των συμβολισμών του, η απεικόνιση του σύμπαντος μέσα από την αρχιτεκτονική εκπροσωπείται από βασικές ιδέες οι οποίες παίρνουν συγκεκριμένη μορφή και παραμένουν αναλλοίωτες σε βάθος χρόνου και σε γεωγραφική απόσταση, οδηγώντας όμως, σε πλειάδα αρχιτεκτονικών και καλλιτεχνικών εκφράσεων.

Γεώργιος Λαγιώνης