Τρεις άνδρες, ένας σε κάθε άκρο και ένας στη μέση, σηκώνουν σιγά σιγά και με προσοχή το ξύλινο κάλυμμα, όπως ένα γιγάντιο κέλυφος. Γλιστρούν με απαλά βήματα και τοποθετούν το κάλυμμα σε μια βάση από φελιζόλ για προφύλαξη.

Στη συνέχεια κοιτούν στο εσωτερικό της 3.000 ετών ξύλινης σαρκοφάγου και αυτό που είναι τώρα ορατό στην εσωτερική της επιφάνεια: μια παράσταση της αρχαίας αιγυπτιακής ηλιακής θεότητας Ρα Χοράκχτυ, κρυμμένη εν μέρει σε παχιά, σαν πίσσα, επίστρωση.

«Ήταν μια στιγμή από αυτές που σου κόβουν την ανάσα», δήλωσε ο Πίτερ Ντερ Μανουέλιαν, Καθηγητής Αιγυπτολογίας στην έδρα Barbara Bell και διευθυντής του Σημιτικού Μουσείου στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, για την αποκάλυψη που έκανε η ομάδα του τον περασμένο μήνα μετά το άνοιγμα της σαρκοφάγου του Ανκχ Χόνσου, ενός αξιωματούχου με τον τίτλο του θυροφύλακα στον Ναό του Άμμωνα Ρα.

Το εύρημα αποτέλεσε το επίκεντρο ενός ερευνητικού προγράμματος διάρκειας μίας εβδομάδας υπό την επίβλεψη του Mανουέλιαν και χρηματοδοτήθηκε με επιχορήγηση από το Ανταγωνιστικό Ταμείο Υποσχόμενων Μελετών της Πρυτανείας (Dean’s Competitive Fund for Promising Scholarship). Ο στόχος ήταν να δημιουργηθεί ένα πλήρες ψηφιακό οπτικό αρχείο της ξύλινης σαρκοφάγου του Ανκχ Χόνσου, καθώς και δύο άλλα, τα οποία στη συνέχεια θα είναι δυνατόν να κοινοποιηθούν στους φοιτητές, τους ερευνητές, τους επισκέπτες του μουσείου και άλλους ενδιαφερόμενους για το αντικείμενο. Είναι επίσης μέρος μιας προσπάθειας του μουσείου να παρέχει μια πιο ευρεία και πολύπλευρη πρόσβαση στη συλλογή αρχαιοτήτων του.

Η σαρκοφάγος ανοίχθηκε για πρώτη φορά όταν μεταφέρθηκε από την Αίγυπτο στο Κέιμπριτζ, πάνω από 100 χρόνια πριν, οπότε και οι τότε υπεύθυνοι έβγαλαν από μέσα τη μούμια του Ανκχ Χόνσου. Η σαρκοφάγος ανοίχτηκε ξανά πριν από περίπου 30 χρόνια. Αλλά για άγνωστους λόγους, «δεν υπήρξε τεκμηρίωση της εποχής για το εσωτερικό της σαρκοφάγου, οπότε δεν είχαμε ιδέα για το τι να περιμένουμε, μια απλή ξύλινη επιφάνεια ή μια υπέροχα ζωγραφισμένη θεότητα να μας κοιτάζει», δήλωσε ο Μανουέλιαν. «Αποδείχθηκε ότι ήταν το τελευταίο, καθώς η μορφή κρυβόταν κάπως κάτω από ένα στρώμα ρητινώδους υλικού που χρησιμοποιήθηκε στην κηδεία». Δύο άλλες σαρκοφάγοι, των οποίων οι πρώην ένοικοι ήταν η ψάλτρια του ναού Μουτίυι και ένας ιερέας και μεταλλοτεχνίτης με το όνομα Παντιμούτ αντίστοιχα, ήταν καλύτερα τεκμηριωμένες.

Παρά την ανομοιογενή υφή της επιφάνειας και τη σκούρα επίστρωση, ο Μανουέλιαν και οι συνάδελφοί του μπορούσαν να δουν την κίτρινη, πορτοκαλί και μπλε απεικόνιση και τα ιερογλυφικά που έγραφαν «Ρα Χοράκχτυ, ο μεγάλος Θεός, Άρχοντας του Ουρανού» δίπλα στη μορφή.

Στο πλαίσιο του έργου, ο Μανουέλιαν συγκέντρωσε μια επιφανή ομάδα συντηρητών, έναν επαγγελματία φωτογράφο και εμπειρογνώμονες στους τομείς της ανίχνευσης υπολειμμάτων χρωστικών ουσιών και της ανάλυσης ρητινών και ξύλου, ώστε να είναι δυνατή η συλλογή πληροφοριών και η λήψη εικόνων από τα υλικά και τη διακόσμηση της σαρκοφάγου. Οι ειδικοί προέρχονται από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου αλλά και από τα Μουσεία Τέχνης του Χάρβαρντ.

Κατά τη διάρκεια των εργασιών, πολυάριθμοι ερευνητές συγκεντρώθηκαν για να τεκμηριώσουν και να αναλύσουν κάθε εκατοστό των αντικειμένων. Και οι τρεις σαρκοφάγοι χρονολογούνται από την 22η Δυναστεία (945-712 π.Χ.) και ήρθαν στο Σημιτικό Μουσείο από την περιοχή των Θηβών της Αιγύπτου (σημερινό Λούξορ), μεταξύ 1901 και 1902. Οι σαρκοφάγοι της Μουτίυι και του Ανκχ Χόνσου είναι κατασκευασμένες από ξύλο, ενώ του Παντιμούτ είναι ουσιαστικά μια θήκη από cartonnage (συνδυασμός λινού και γύψου) που κάποτε ήταν τοποθετημένη μέσα σε ένα ξύλινο κιβώτιο. Οι κλειστές σαρκοφάγοι εκτίθενται στον δεύτερο όροφο του Σημιτικού Μουσείου.

Εκτός από τις εργασίες συντήρησης, πραγματοποιήθηκε ψηφιακή σάρωση και φωτογραμμετρία από ομάδα φοιτητών που παίρνουν μέρος σε σχετικό μάθημα του Harvard Extension School υπό την εποπτεία των (συνδιδασκόντων στο μάθημα) Μανουέλιαν και Άνταμ Έιτζα, βοηθού επιμελητή των Συλλογών του μουσείου. Η ομάδα συνεργάστηκε επίσης με τον ερευνητή Μοχάμεντ Αμπντελαζίζ του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα.

Η συντήρηση

«Είναι τιμή να εργαζόμαστε με αυτά τα έργα τέχνης και ασυνήθιστο να μπορέσουμε να αγγίξουμε κάτι τόσο παλιό και να περιέχει τόση ιστορία», δήλωσε η συντηρήτρια Jane Piechota.

Το άνοιγμα των καλυμμάτων, που είχαν παραμείνει κλειστά για δεκαετίες, ήταν ένα σημαντικό πρώτο εμπόδιο. Οι συντηρητές τα κατάφεραν εισάγοντας, μετά από εξέταση των επιφανειών, λεπτές σφήνες από ξύλο γύρω από το κάθε κάλυμμα για να ξεκινήσει η διαδικασία διαχωρισμού και ανύψωσης.

H φωτογράφιση και η σάρωση των φερέτρων απαιτούσε περισσότερη επιδεξιότητα και φροντίδα, λόγω της ηλικίας και της λεπτότητας των αντικειμένων.

«Η αντιστροφή των σαρκοφάγων είναι τρομακτική σαν διαδικασία! Είναι βαριές και αν δεν τις χειριστούμε προσεκτικά, μπορούν να καταστραφούν εύκολα», δήλωσε ο άλλος συντηρητής, Dennis Piechota. «Όταν βγήκε το κάλυμμα, επιθεωρήσαμε την κατασκευή των πλευρών και του πυθμένα κάθε σαρκοφάγου. Επιθεωρήσαμε τις αρθρώσεις που συγκρατούν τα ξύλινα τμήματα μαζί, για να βεβαιωθούμε ότι θα μείνουν μαζί καθώς τις αντιστρέφαμε».

Οι ερευνητές συνέλεξαν επίσης δείγματα υφασμάτων, χρωμάτων και ρητινών και μελέτησαν τα κείμενα και την εικονογραφία που κάλυπταν τις σαρκοφάγους, καθώς και τις μαύρες ρητίνες που κάλυπταν τις παραστάσεις.

Ταυτόχρονα, οι Ήντεν Πιατσιτέλι και Λόρεν Γουάιμαν, δύο μεταπτυχιακοί φοιτητές στις μουσειακές σπουδές στο Harvard Extension School, χρησιμοποίησαν έναν τρισδιάστατο ασύρματο σαρωτή για να καταγράψουν κάθε λεπτομέρεια των σαρκοφάγων. Στη συνέχεια χρησιμοποίησαν λογισμικό για να δημιουργήσουν περιστρεφόμενα ψηφιακά μοντέλα.

«Αυτό ήταν κάτι καινούργιο για μένα. Δεν είχα βρεθεί ποτέ τόσο κοντά σε μια αρχαιότητα», δήλωσε η Πιατσιτέλι. «Η συμμετοχή στην ομάδα που κάνει τη σάρωση ήταν συναρπαστική γιατί είναι μια διαδικασία μάθησης για όλους. Η συνεργασία με αυτούς τους εμπειρογνώμονες σε διάφορα πεδία ήταν αγχωτική αλλά πολύτιμη».

Το έργο σηματοδότησε το τελευταίο στάδιο στην πορεία του μουσείου ώστε να καταστήσει περισσότερα αρχαιολογικά ευρήματα προσβάσιμα σε ένα ευρύτερο κοινό (προηγούμενες ψηφιακές διαδικασίες μοντελοποίησης περιελάμβαναν μια εφαρμογή επαυξημένης πραγματικότητας που συνοδεύει μια έκθεση της Στήλης του Ονείρου του Τούθμωση Δ’). Ο Μανουέλιαν διευθύνει επίσης το Giza Project, μια πρωτοβουλία που συγκεντρώνει όλη την αρχαιολογία γύρω από τις πυραμίδες της Γκίζας, συμπεριλαμβανομένης της εικονικής πραγματικότητας.

«Ακόμη και πριν από πέντε χρόνια, δεν είχαμε αυτές τις τεχνολογικές εξελίξεις», δήλωσε ο Τζόζεφ Γκριν, αναπληρωτής διευθυντής και επιμελητής του μουσείου. «Έτσι θέλαμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μελετήσουμε και να καταγράψουμε πληροφορίες για αυτά τα αντικείμενα για την επόμενη γενιά ερευνητών».

Δείτε εδώ σχετικό βίντεο.