Από τον 4ο αιώνα µ.Χ. έως την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, το οικονομικό σύστημα των Βυζαντινών υπήρξε πιθανότατα το πιο επιτυχημένο στον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα.

Συνυφασμένο σχεδόν αυτόματα µε τον σκοταδισμό, εχθρός, ίσως περισσότερο φανταστικός παρά πραγματικός, του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, παραμελημένο τόσο από τους Δυτικούς όσο και από εμάς τους ίδιους, ακούσιους ή εκουσίους κληρονόμους του, το Βυζάντιο, σύμφωνα µε την Αγγελική Λαΐου, «είναι κάτι το ξεχωριστό, αλλά δεν είναι κάτι το εξωτικό», και ευκαιρία να διαπιστώσουμε του λόγου το αληθές αποτελεί «Η βυζαντινή οικονομία».

Τελευταίο συγγραφικό πόνημα της διεθνούς φήμης βυζαντινολόγου, η μελέτη αυτή είναι και ένα είδος πνευματικής διαθήκης της και καλύπτει ζητήματα όπως οι φυσικοί και οι ανθρώπινοι πόροι, η κρατική παρέμβαση και ο ρόλος της ιδεολογίας, η δημογραφία, η πρωτογενής και η δευτερογενής παραγωγή – η γεωργία, η κεραμική, η υαλουργία και η υφαντουργία, το εμπόριο και οι ανταλλαγές, οι νομισματικές εξελίξεις και η οικονομία των πόλεων.

Πρόκειται για το μοναδικό εγχειρίδιο γενικής ιστορίας της βυζαντινής οικονομίας που κυκλοφορεί. Έχει οργανωθεί σε χρονολογική βάση, από τον 4ο αιώνα µ.Χ. έως την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453.

Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, η οικονομία των Βυζαντινών αντιπαραβάλλεται µε τις οικονομίες της μεσαιωνικής Δύσης, για να προκύψει το συμπέρασμα ότι η βυζαντινή οικονομία είναι «πιθανότατα το πιο επιτυχημένο παράδειγμα μεικτής οικονομίας του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα […] επιτυχημένη µε όρους μεγέθυνσης». Μια οικονομία ικανή να καλύψει «κάποιες σημαντικές ανάγκες των ανθρώπων: τα απαραίτητα για τη διαβίωση και συχνά ένα πλεόνασμα· σχετική ασφάλεια, σχετικά καλές επικοινωνίες· ακόμη και μια αρκετά ευρεία βασική εγγραμματοσύνη. Με άλλα λόγια, όλα τα στοιχεία που σήμερα αναγνωρίζουμε πως συνθέτουν την πραγματική οικονομική ανάπτυξη».

Διευθύντρια του Τμήματος Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ κατά την τριετία 1985-1988 (υπήρξε η πρώτη γυναίκα που διηύθυνε κάποιο τμήμα στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο) και καθηγήτρια Βυζαντινής Ιστορίας, διευθύντρια του Dumbarton Oaks (και πάλι η πρώτη γυναίκα), το οποίο θεωρείται ένα από τα εγκυρότερα κέντρα βυζαντινών σπουδών στον κόσμο, και μόλις η δεύτερη γυναίκα, μετά τη Γαλάτεια Σαράντη και πριν από την Κική Δημουλά, που έγινε δεκτή, το 1998, στην Ακαδημία Αθηνών, η Αγγελική Λαΐου (1941-2008) υπήρξε, εκτός όλων των παραπάνω, μια εξαίρετη «ιστορικός της βυζαντινής οικονομίας». Το υπογραμμίζει η Σεσίλ Μόρισον που συνυπογράφει το παρόν βιβλίο. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιόδου της ζωής της, η Λαΐου ανέλαβε τη γενική εποπτεία της ολοκλήρωσης του τρίτομου, συλλογικού όσο και συνθετικού, έργου «Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου – από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα» (εκδ. ΜΙΕΤ), ενός από τα πιο θεμελιώδη έργα που έχουν ποτέ γραφτεί για το Βυζάντιο και την οικονομία του ειδικότερα.

Πέρα όμως από τη βυζαντινή οικονομία, η Λαΐου είχε καταπιαστεί µε μια πολλαπλότητα θεμάτων σχετικά µε το Βυζάντιο, όπως η διπλωματική και πολιτική ιστορία της αυτοκρατορίας, η ιστορία της αγροτικής κοινωνίας, οι οικογενειακοί θεσμοί και η θέση της γυναίκας στο Βυζάντιο, πρωτοπορώντας στους συγκεκριμένους τομείς και ανοίγοντας παράλληλα νέους δρόμους γνώσης, σπουδής και έρευνας.

Αγγελική Ε. Λαΐου – Cecile Morrisson, Η Βυζαντινή Οικονομία, μτφρ.: Δηµήτρης Κυρίτσης, επιµ.: Χαράλαμπος Α. Μπαλτάς, εκδ. Δ.Ν. Παπαδήμα