«Διδάσκω και διδάσκομαι το πελέκημα πέτρας και την κατασκευή με αυτήν τοίχων και τόξων» λέει με ταπεινότητα ο Αργύρης Πετρονώτης, αρχιτέκτονας-ιστορικός, μείζων ερευνητής της παραδοσιακής τέχνης των μαστόρων της πέτρας. Η συμβολή του στον ορισμό ως έργου τέχνης της «ασήμαντης» αρχιτεκτονικής που παρήγαγαν οι ορεινοί τεχνίτες στην προπολεμική και προβιομηχανική Αρκαδία είναι ανεκτίμητη: οικισμοί, γεφύρια, μύλοι, νερόμυλοι, βρύσες, κρήνες, δρόμοι και άλλα κοινόχρηστα και ιδιωτικά κτίσματα του λαϊκού μας πολιτισμού είναι η τέχνη των ανώνυμων μαστόρων που σμίλευαν την πέτρα, τους οποίους η ιστορία της Αρχιτεκτονικής αγνοούσε και σήμερα μελετούνται από εκατοντάδες αρχιτέκτονες.

Στην αθηναϊκή παρουσίαση (17.2.2020) στο ΕΜΠ του βιβλίου του Αργύρη Πετρονώτη Η μνήμη του νερού. Οι ροοκρήνες της Αρκαδίας (εκδ. Θίνες, επιμ.: Ζιζή Σαλίμπα), το ευρύτερο κοινό ήρθε σε επαφή με την εμπεριστατωμένη επιστημονική εργασία του συγγραφέα σε κοινόχρηστα κρηναία κτίσματα της Αρκαδίας, μέσα από μια προσέγγιση κοινωνιολογική και με ποιητικές προεκτάσεις.

Συνεπαρμένος πάντα από τα παραδοσιακά πετρόχτιστα κτίσματα που πελέκησαν τα χέρια των Αρκάδων προγόνων του, ο άοκνος 96χρονος Αργύρης Πετρονώτης, ο μαστρ’ Αργύρης, όπως συστήνεται, είπε μεταξύ άλλων: «Οι βρύσες και οι κρήνες, πέρα από μια στενή οπτική αρχιτεκτονική σκοπιά, υπήρξαν αφορμή για την ίδρυση οικισμών και εκκλησιών, καθώς και για τη δημιουργία δρόμων. Αποτελούσαν βασικό πόλο κοινωνικής έλξης, στα χωριά ιδίως. Ήταν σημείο καθημερινής συνάντησης του γυναικείου πληθυσμού, “του μισού του ουρανού”. Συνιστούσαν χώρο τέλεσης σημαντικών λαογραφικών και λατρευτικών εθίμων, κυρίως όταν είχαν ή νομιζόταν ότι είχαν ιαματικές, μαγικές ή άλλες ιδιότητες, όπως ευγονίας ή ευτεκνίας. Οι ροοκρήνες φημίζονται ως χώροι ιστορικών (ενίοτε θανατηφόρων) επεισοδίων, εξαιρετικά στα χρόνια της Κλεφτουριάς, της ληστείας, της Αντίστασης, του Εμφυλίου. Για όλους αυτούς τους λόγους είναι ατελείωτα τα τραγούδια και τα ποιήματα που είναι εμπνευσμένα από τις πηγές, τις βρύσες και τις κρήνες του Πάρνωνα (και Μαλεβού), του Λύκαιου, του Μαινάλου και των άλλων αρκαδικών βουνών. Τραγούδια που, σε συνδυασμό με άλλες εμπειρίες και επιθυμίες, κάποτε τραγουδήθηκαν με πάθος».

Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά, μιλώντας για το βιβλίο, ο Παναγιώτης Τουρνικιώτης, καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ, «ο Αργύρης μάς βάζει στο μέλλον δημιουργικά, χωρίς νοσταλγία και παράλληλα χωρίς να χάνουμε τη συνέχεια του παρελθόντος. Μάς βοηθά να σκεφτούμε κριτικά, να αναθεωρούμε και να κοιτάμε μπροστά τον τρόπο που θ’ ακολουθήσουμε αυτό το παρελθόν, χρησιμοποιώντας το αποτελεσματικά».

Σύμφωνα με τον έτερο ομιλητή Νίκο Μπελαβίλα, καθηγητή Σχολής Αρχιτεκτονικής ΕΜΠ, «ο Αργύρης Πετρονώτης αποτελεί θρύλο για τους νεότερους. Έχει περπατήσει τα χωριά και τη φύση στην επικράτεια σαν περιηγητής του 19ου αιώνα κι έχει καταθέσει το αρχιτεκτονικό του σχέδιο στη δημόσια γνώση. Γοητευμένος από την ανακάλυψη της ιστορίας πίσω από τα μνημεία, από τα χέρια που παράγουν αρχιτεκτονική, ιστορία, πολιτισμό. Ανήκει σε μια γενιά, όπου σπουδαίοι ερευνητές έδωσαν μάχες σε δύσκολα χρόνια, κατ’ αρχήν σαν φοιτητές μέσα στον πόλεμο, στη συνέχεια στον Εμφύλιο και μετεμφυλιακά, κατακτώντας την ελευθερία τους».

Ο αρχιτέκτονας-πολεοδόμος-μηχανικός Γεώργιος Κανδύλης ήταν εκείνος που μύησε τον Αργύρη Πετρονώτη στην Αρχιτεκτονική (εμμέσως και ο Δημήτρης Πικιώνης), και τον στρατολόγησε στην Εθνική Αντίσταση και στο ΕΑΜ. Το 1943 φούντωσε το αντάρτικο στην Πελοπόννησο κι ο μαστρ’ Αργύρης ξεκινά με το ποδήλατό του από την Αθήνα για να φτάσει έπειτα από περιπέτειες στον τόπο καταγωγής του, στη Στεμνίτσα Αρκαδίας, όπου στρατεύεται στον ΕΛΑΣ. Ήταν η αιτία για την οποία ο πατέρας του τον αποκήρυξε, με συμβολαιογραφική πράξη. «Σας βεβαιώνω ότι δεν του αντιμίλησα, μα ούτε καν εξέφρασα μέσα μου παράπονο» γράφει ο Αργύρης Πετρονώτης σε αυτοβιογραφικά του σημειώματα.

Περνά στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ, αλλά οι σπουδές του διακόπτονται το 1947, λόγω στράτευσης. Από το στρατόπεδο στην Τρίπολη ο Πετρονώτης, λόγω της αγωνιστικής δράσης του, μεταφέρθηκε την επόμενη χρονιά ως πολιτικός κρατούμενος στη Μακρόνησο. Το 1952 αποφοίτησε από τη Σχολή Αρχιτεκτόνων και άρχισε να εργάζεται επαγγελματικά στην Αθήνα και στη Νέα Ιωνία. Το 1953 συνέχισε τις σπουδές του στη Στουτγάρδη, απ’ όπου επέστρεψε με ποδήλατο στην Αθήνα, τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα. Φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, απ’ όπου πήρε το πτυχίο του Ιστορικού-Αρχαιολογικού Τμήματος.

Το 1963 έφυγε ξανά με υποτροφία για σπουδές στο Μόναχο, απ’ όπου λαμβάνει το διδακτορικό του. Το 1968 επέστρεψε στην Ελλάδα και ξεκίνησε αγώνα για να διατηρηθεί το Βαλιδέ Τζαμί στο Ηράκλειο της Κρήτης, μνημείο που ο υπουργός εσωτερικών της χούντας Στυλιανός Παττακός επιζητούσε την κατεδάφισή του. Ενοχλημένος ο Παττακός έκανε μήνυση στον Α. Πετρονώτη. Στη δίκη οι μάρτυρες, εκτός από έναν, τον υποστήριξαν, πάνω απ’ όλους ο βασικός μάρτυρας, ο Θεοδόσης Τάσιος. Τελικά το Βαλιδέ Τζαμί κατεδαφίστηκε. Στη μεταπολίτευση, από το 1975 έως το 1979 ο Αργύρης Πετρονώτης εργάστηκε ως αρχιτέκτονας στον ναό του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες Αρκαδίας κι από το 1979 έως το 1991 δίδαξε στην Πολυτεχνική Σχολή Θεσσαλονίκης, απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Μελέτησε και κατασκεύασε –με οικογενειακές δαπάνες– Μνημείο των 603 Πεσόντων Αρκάδων το ’40. Από το 2014 έως σήμερα γράφει την ιστορία των Λαγκαδινών μαστόρων και συμμετέχει, όπως λέει σεμνά, στο εργοτάξιο-φροντιστήριο νέων αρχιτεκτόνων του σωματείου «Άνθη της Πέτρας» (Φίλοι Λαϊκής Αρχιτεκτονικής), με έδρα τα Λαγκάδια Γορτυνίας στην ορεινή Αρκαδία.