Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Τρίπολης μας «ξεναγεί» η προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αρκαδίας, δρ Άννα Βασιλική Καραπαναγιώτου:

«Το Αρχαιολογικό Μουσείο Τρίπολης περιλαμβάνει στις πλούσιες συλλογές του εκθέματα από όλη την Αρκαδία, μέσα από τα οποία ο επισκέπτης μπορεί να γνωρίσει την ιστορική διαδρομή αυτής της γεωγραφικής ενότητας από τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας έως την Ύστερη Αρχαιότητα (εικ. 1).

»Το διώροφο κτήριο, στο οποίο στεγάζεται το Μουσείο, προοριζόταν αρχικά ως Νοσοκομείο της πόλης χάρη στις προσπάθειες που ξεκίνησε η μοναχή Αναστασία Δεμέστιχα τη δεκαετία του 1870 (εικ. 2). Σε σχέδια του αρχιτέκτονα Ε. Ziller, ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1913 και εβδομήντα χρόνια αργότερα παραχωρήθηκε στο Υπουργείο Πολιτισμού για να εγκαινιαστεί ως Παναρκαδικό Αρχαιολογικό Μουσείο το 1986.

»Τοποθετημένη πλησίον της εισόδου του Μουσείου καλωσορίζει τον επισκέπτη η επιτύμβια στήλη γυναίκας, του 1ου αι. π.Χ.–1ου αι. μ.Χ., με την εμβληματική επιγραφή: Ἀρκαδία | χαῖρε. Απέναντι από το εκδοτήριο εισιτηρίων εκτίθεται ενεπίγραφη στήλη από τη Θέλπουσα, αρχαία πόλη στη βορειοδυτική Αρκαδία, η οποία διασώζει τμήμα από το περίφημο αγορανομικό διάταγμα (301 μ.Χ.) του Ρωμαίου αυτοκράτορα Διοκλητιανού με τις ανώτατες επιτρεπόμενες τιμές των προϊόντων, το οποίο κυκλοφόρησε σε όλη την αυτοκρατορία (εικ. 3).

»Η περιήγηση στον όροφο ξεκινά από την αίθουσα 1 όπου δεσπόζει το ακέφαλο καθιστό άγαλμα θεάς από την Ασέα –αρχαία πόλη της κεντρικής Αρκαδίας– του β’ μισού του 6ου αι. π.Χ., ένα από τα πρωιμότερα δείγματα μνημειακής γλυπτικής σε λίθο από την Αρκαδία. Η αίθουσα 2, των προϊστορικών συλλογών, περιλαμβάνει δύο ενότητες: από τη μια παρουσιάζεται ο πρωιμότερος γνωστός οχυρωμένος οικισμός της Αρκαδίας που ανεσκάφη στο λόφο Σφακοβούνι κοντά στη Βυτίνα Γορτυνίας, χαρακτηριστικό παράδειγμα πρώιμης πολεοδομικής οργάνωσης με συνεχή διάρκεια ζωής από την ύστερη Νεολιθική Εποχή (4000 π.Χ.) έως και το τέλος της Προϊστορικής περιόδου (περί το 1100 π.Χ.)· το υπόλοιπο τμήμα είναι αφιερωμένο στο μυκηναϊκό νεκροταφείο του Παλαιοκάστρου, ενός μικρού χωριού της νοτιοδυτικής Γορτυνίας, με μια πλούσια συλλογή από ψευδόστομους αμφορείς, κύλικες, αλάβαστρα και άλλους τύπους αγγείων του 12ου αι. π.Χ. Στην αίθουσα 3 ξεχωρίζουν οι δύο ευμεγέθεις κρατήρες – επιτάφια σήματα του 8ου αι. π.Χ. από το νεκροταφείο γεωμετρικών χρόνων στη Μηλιά Μαντινείας, σε μικρή απόσταση βόρεια της Τρίπολης. Τα λίθινα και πήλινα εκθέματα στις αίθουσες 4 έως 7 και στο διάδρομο ΙΙ προέρχονται κατά κύριο λόγο από τη Μαντίνεια και την Τεγέα, τις δύο ισχυρές πόλεις της Ανατολικής Αρκαδίας, και από τη Μεγαλόπολη, την νέα πρωτεύουσα των Αρκάδων, που ιδρύθηκε το 370 π.Χ. Ξεχωρίζουν τα τρία ξύλινα αγγεία του 3ου αι. π.Χ., στην αίθουσα 6, που χρησίμευαν για μεταγγίσεις υγρών (εικ. 4). Διαμέσου του Διαδρόμου Ι προσεγγίζει κανείς την αίθουσα 9 όπου παρουσιάζεται μία μικρή μόνο συλλογή από τον πλούτο και την ποικιλία των αφιερωμάτων στα αρχαία αρκαδικά ιερά. Αξίζει να μνημονευθούν τα γυναικεία πήλινα ειδώλια του β’ μισού του 6ου αι. π.Χ. από το ιερό μιας χθόνιας θεάς της βλάστησης στο λόφο Γκορτσούλι της Μαντινείας (εικ. 5). Η περιήγηση στον όροφο του Μουσείου ολοκληρώνεται με την επίσκεψη στην αίθουσα 8, όπου έχει κανείς τη δυνατότητα να παρατηρήσει αξιόλογα έργα χαλκοπλαστικής κλασικών και ελληνιστικών χρόνων και στην αίθουσα 9 με δημιουργίες γλυπτικής κλασικών, ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων.

»Η εσωτερική κλίμακα οδηγεί στον ισόγειο εκθεσιακό χώρο του Μουσείου, ο οποίος περιλαμβάνει κατ’ αρχήν την αίθουσα 16 με συμπληρωματικό αρχαιολογικό υλικό από το μυκηναϊκό νεκροταφείο του Παλαιοκάστρου. Από τις αίθουσες 13 και 14 με τα πήλινα αγγεία καθημερινής χρήσης, που χρονολογούνται στους ρωμαϊκούς χρόνους και προέρχονται από ανασκαφές σε αρχαία πηγάδια της περιοχής της Μεγαλόπολης, οδηγείται κανείς στην αίθουσα 15 όπου μπορεί να θαυμάσει ένα μικρό μόνο μέρος από την πλουσιότατη συλλογή πορτρέτων και αναγλύφων που περισυνελέγησαν στην πρόσφατη ανασκαφή του εντυπωσιακού κτιριακού συγκροτήματος ρωμαϊκών χρόνων κοντά στο φημισμένο μοναστήρι της Λουκούς στη Βόρεια Κυνουρία. Ο χώρος έχει ταυτιστεί με την έπαυλη του Ηρώδη του Αττικού, του Αθηναίου μαικήνα, φιλοσόφου και επιχειρηματία του 2ου αι. μ.Χ., ο οποίος διατηρούσε στενούς δεσμούς με την αυτοκρατορική αυλή της Ρώμης. Διαμέσου του Διαδρόμου ΙΙΙ ο επισκέπτης προσεγγίζει τις αίθουσες 17 και 18 για να ενημερωθεί σχετικά με τη νομισματοκοπία των διαφόρων πόλεων της αρχαίας Αρκαδίας και των εμπορικών σχέσεων που αυτές είχαν αναπτύξει. Υλικό από παλαιότερες και νεότερες ανασκαφές από την επικράτεια της Τεγέας εκτίθεται στις αίθουσες 19 και 20, όπως τα ερυθρόμορφα αγγεία του 5ου και 4ου αι. π.Χ. από την πόλη και τα πήλινα γυναικεία ειδώλια αρχαϊκών, κλασικών και ελληνιστικών χρόνων από τον Άγιο Σώστη. Από τα γλυπτά διαφόρων περιόδων στις αίθουσες 21 και 22 αξίζει να επισημανθούν το τμήμα γυναικείου κορμού με χιτώνα ψηλά ζωσμένο, του β’ μισού του 4ου αι. π.Χ., το οποίο αποδίδεται στο άγαλμα της Υγείας που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Σκόπας για το φημισμένο ναό της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα (εικ. 6), και το εξαιρετικό γυναικείο πορτρέτο με την περίτεχνη κόμμωση του πρώιμου 2ου αι. μ.Χ. από το διάσημο ιερό της Δέσποινας στη Λυκόσουρα της νοτιοδυτικής Αρκαδίας (εικ. 7)».