Η ανάγκη επέκτασης ενός μουσείου προκύπτει είτε ως επιτακτική ανάγκη έκθεσης των ευρημάτων που συσσωρεύονται στις αποθήκες του είτε ως ανάγκη προσαρμογής του στις νέες μουσειολογικές και μουσειογραφικές αντιλήψεις που αναπτύσσονται και εξελίσσονται διαρκώς και οι οποίες προκύπτουν από το ρόλο που αυτό διαδραματίζει στη σύγχρονη κοινωνία (σημ. 1).

Οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές των τελευταίων δεκαετιών και η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας, συνεπάγονται αλλαγές στις απαιτήσεις τόσο των επισκεπτών ενός μουσείου όσο και των επιμελητών του. Παράλληλα, το έργο τέχνης μέσα από τις σύγχρονες μουσειογραφικές αντιλήψεις γίνεται πιο «οικείο» στον επισκέπτη, ο οποίος πολλές φορές «διαπλέκεται» με αυτό μέσω της ιστορίας, αλλά και μέσω της άμεσης επαφής με τον καλλιτέχνη-δημιουργό. Το μουσείο λοιπόν διατηρεί το ρόλο του συμβόλου και εφευρίσκει τρόπους διατήρησης και ενίσχυσης του κύρους του.

Είναι φανερό ότι η αναγκαιότητα της μουσειακής επίσκεψης δεν υποχώρησε μπροστά στην απειλή των ευπρόσιτων ευκολιών της νέας τεχνολογίας. Αντίθετα, η δημιουργία νέων μουσείων αυξάνεται με μια «ασυνήθιστη επιτάχυνση» (σημ. 2). Στις περισσότερες των περιπτώσεων οι καταναλωτικοί μηχανισμοί και η χρήση των νέων τεχνολογιών που υιοθετεί ένα μουσείο προκειμένου να προσελκύσει το κοινό του, απαιτούν αντίστοιχους νέους χώρους.

Κατά το σχεδιασμό ενός μουσείου προβλέπονται κατά κανόνα όλες εκείνες οι υποδομές που απαιτούνται για τη λειτουργία του σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Οι απαιτήσεις όμως αυτές αλλάζουν διαχρονικά, παράλληλα με τις ιδεολογικές και τεχνολογικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με το ρόλο του μουσείου. Αποτέλεσμα, η αναγκαιότητα επέκτασής του.

Στη φάση της κατασκευής του αρχικού κτιρίου ενός μουσείου, υπάρχει η πιθανότητα να έχει προβλεφθεί από τους αρχιτέκτονες του μουσείου η δυνατότητα μελλοντικής επέκτασής του. Και τούτο όχι μόνον τα τελευταία χρόνια, όπως συμβαίνει με το σχεδιασμό του αρχαιολογικού μουσείου στα Χανιά (σημ. 3), αλλά ήδη από τον 19ο αιώνα, όπως συνέβη με το Μουσείο του Λούβρου, του οποίου ο σχεδιασμος αποτέλεσε πρότυπο μουσειακής αρχιτεκτονικής χάρη στη δουλειά του J.N.L. Durand, καθηγητή και θεωρητικού της αρχιτεκτονικής. Ο Durand πρότεινε στους φοιτητές του την ιδανική κάτοψη ενός μουσειακού κτιρίου (εικ. 2), η οποία είχε πολλές ομοιότητες με το Λούβρο – μία τεράστια πλατεία με μακρείς περιμετρικούς διαδρόμους, οι οποίοι δίνουν πρόσβαση σε σχετικά μικρά δωμάτια.

Οι τέσσερεις αυλές που δημιουργήθηκαν από το σταυρό μέσα στην πλατεία διατηρήθηκαν ασκεπείς. Το σχέδιο αυτό είχε υπερβολικά μεγάλη επίδραση στον κόσμο της αρχιτεκτονικής εξαιτίας της συμμετρίας του –ένα τυπικό χαρακτηριστικό της διαρρύθμισης των περισσότερων σχεδίων κτιρίων για τις Καλές Τέχνες του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα–, αλλά και εξαιτίας της συνεκτικότητάς του. Η μεγάλη πλατεία θα μπορούσε να διαιρεθεί σε δύο ή σε τέσσερα μέρη, ανάλογα με τη διαθέσιμη χρηματοδότηση, εφόσον διατηρεί ανοιχτή την ευχέρεια για την κατασκευή συμπληρωματικών κτισμάτων αργότερα.

Στην αντίθετη περίπτωση η αναγκαιότητα επέκτασης ενός μουσείου, η οποία προέκυψε στην πορεία του χρόνου, πραγματοποιείται είτε σε επαφή με το υπάρχον κτίριο, είτε σε νέα έκταση που γειτνιάζει με το υφιστάμενο μουσείο, είτε ως καθ’ ύψος προσθήκη στο υφιστάμενο κτίριο (εικ. 3).

Η επιλογή της μορφής επέκτασης εξαρτάται από τη μορφή και το χαρακτήρα του υφιστάμενου κτιρίου, από τις διαθέσιμες γειτονικές εκτάσεις αλλά και από τις αντιλήψεις που επικρατούν στις συγκεκριμένες κοινωνικοοικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες στην εποχή της επέκτασης, οι οποίες επηρεάζουν καθοριστικά το βαθμό επέμβασης στο υπάρχον κτίριο και, κατά συνέπεια, το βαθμό αλλοίωσης της αρχικής μορφής του υπάρχοντος κτιρίου.

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου

Η περίοδος από το 1909 έως το 1978

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου (εικ. 1, 4) ιδρύθηκε το 1909 μετά από δωρεά του Αιγυπτιώτη ομογενούς Αλ. Αθανασάκη, σε σχέδια του αρχιτέκτονα της Αρχαιολογικής Εταιρείας Α. Αγγελίδη (εικ. 5), με την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Ιωάννη Σκούταρη.

Ο σκοπός της ίδρυσής του, που ήταν η διαφύλαξη και η έκθεση των γραπτών στηλών της Δημητριάδος και όχι η λειτουργία του ως «κανονικού» Αρχαιολογικού Μουσείου, καθόρισε και τη σχεδίαση του κτιρίου στο οποίο δεν προβλέπονταν βασικοί χώροι απαραίτητοι για τη λειτουργία ενός μουσείου, όπως αποθηκευτικοί χώροι, εργαστήρια συντήρησης αρχαιοτήτων και χώροι υγιεινής, ενσωματωμένοι στον κτιριακό όγκο.

Το 1914 ο Αλ. Αθανασάκης δώρισε προφορικά στην Αρχαιολογική Υπηρεσία το κτίριο του Μαιευτηρίου (σημ. 4) (εικ. 6), το οποίο βρισκόταν στο χώρο του Νοσοκομείου (σημ. 5) (εικ. 7), στη βόρεια πλευρά του κτιρίου του υπάρχοντος Μουσείου και και σε μικρή απόσταση από αυτό, προκειμένου αυτό να μετατραπεί σε μουσείο. Η πλούσια ιστορία της περιοχής και τα αρχαιολογικά ευρήματα τα οποία στοιβάζονταν ήδη από το 1899 στο υπόγειο του Γυμνασίου και στον περίβολο του Διδασκαλίου Βόλου, υπαγόρευσαν την αναγκαιότητα μετατροπής του κτιρίου σε «πλήρες Μουσείο», όπως αναφέρει ο Δ.Ρ. Θεοχάρης. Έτσι πολύ λίγα χρόνια μετά την ίδρυσή του, ήδη από το 1913, είχε διαπιστωθεί η ανεπάρκεια του υπάρχοντος κτιρίου τόσο σε εκθεσιακούς όσο και σε βοηθητικούς χώρους, άρα και η αναγκαιότητα επέκτασής του.

Το κτίριο του Mαιευτηρίου λειτούργησε ως Μουσείο από το 1914 έως το 1918, αλλά η ακαταλληλότητα του κτιρίου ως μουσειακού χώρου και οι επιτακτικές ανάγκες του Νοσοκομείου την περίοδο εκείνη δεν επέτρεψαν τη συνέχιση αυτής της χρήσης.

Το γεγονός ότι τα σημαντικότερα αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής είχαν ήδη μεταφερθεί στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αφύπνισε τον τοπικισμό του Αθανασάκη, ο οποίος το 1916 δήλωσε και γραπτώς ότι επιθυμεί να δωρίσει στην Αρχαιολογική Υπηρεσία το κτίριο του Μαιευτηρίου υπό τον όρο, προκειμένου να αυξήσει τη δωρεά του και να φανεί «…έτι μάλλον χρήσιμος εις την Αρχαιολογικήν Υπηρεσίαν του κράτους και επωφελής εις την επιστήμην της ιδιαιτέρας του πατρίδος…», την επιστροφή των χρυσών, αργυρών και χάλκινων ευρημάτων της Θεσσαλίας που είχαν μεταφερθεί στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (σημ. 6).

Το 1921 (σημ. 7) οι κληρονόμοι του Αθανασάκη, ο έφορος αρχαιοτήτων Α. Αρβανιτόπουλος, ο Δήμαρχος Παγασαίων Δημ. Σαράτσης και ο Προέδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Γ. Καρτάλης συμφώνησαν προφορικά να εξαγοράσει ο Δήμος Παγασών (μετέπειτα Δήμος Βόλου) όλα τα οικόπεδα στην εγγύτερη περιοχή και να τα αποδώσει στο Μουσείο, το Νοσοκομείο και το Μαιευτήριο. ΄Ετσι, το Μουσείο θα αποκτούσε έκταση στην οποία θα κτιζόταν άμεσα νέα πτέρυγα. Τελικά, στις 21 Ιουνίου 1921 ο Δήμος Παγασών αγόρασε το γήπεδο μπροστά από το Αθανασάκειο Μουσείο με τον όρο ότι αυτό θα χρησιμοποιηθεί ως κήπος του Μουσείου (εικ. 8α), χωρίς να μπορεί να χτιστεί οτιδήποτε μπορεί να καταστρέψει την πρόσοψή του (σημ. 8). Ο όρος αυτός, αν και περιόριζε τους σχεδιασμούς επέκτασης του Μουσείου την εποχή εκείνη, αποδείχτηκε ευεργετικός για την ανάδειξη του νεοκλασικού κτιρίου και τη διατήρηση της αρχικής του μορφής.

Παρά ταύτα το 1951, ο Δήμος Παγασών αποφάσισε να εγκαταστήσει στο οικόπεδο μπροστά από το Μουσείο νυκτερινό κέντρο, κάτι που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε μετά από έντονες αντιδράσεις εντός και εκτός του Δημοτικού Συμβουλίου (σημ. 9).

Όπως φαίνεται από έγγραφο που έστειλε προς τον Δήμαρχο Βόλου στις 21 Ιουνίου 1959 η τότε προϊσταμένη της Θ΄ Αρχαιολογικής Περιφέρειας Ε. Πρωτονοταρίου, ο Δήμος (πλέον) Βόλου δεν είχε αποδώσει μέχρι τότε το οικόπεδο στην Αρχαιολογική Υπηρεσία.

Ζητείται λοιπόν «το στοργικό ενδιαφέρον» του Δημάρχου ώστε να παραχωρηθεί το οικόπεδο «προκειμένου να δημιουργηθεί είς ενιαίος ανθόκηπος … και χώρος διά μικράν ανάπαυσιν και ψυχικήν περισυλλογήν» και να μη χτιστεί ο χώρος. Και τούτο για να μην προκληθεί αισθητική ζημιά στο κτίριο του Μουσείου, «πραγματικόν κόσμημα της πόλεως, αλλά και δι’ αυτό τούτο το κτήριόν του, το οποίον είναι εν εκ των πλέον μεγαλοπρεπών και καλαίσθητων επαρχιακών μουσείων, το μόνον δε εν Βόλω μνημειώδες οικοδόμημα, το οποίον διετήρησε το παλαιόν του “χρώμα” μετά την εκ των σεισμών καταστροφήν».

Ο Δήμος Βόλου αποφάσισε να ανταλλάξει την έκταση μπροστά από το Μουσείο Βόλου με ακίνητο του Δημοσίου με στοιχεία ΒΚ7. ΄Ετσι, το Υπουργείο Οικονομικών, όπως φαίνεται από έγγραφο της 16 Φεβρουαρίου 1961, απευθύνθηκε στον Οικονομικό ΄Εφορο Β΄ Βόλου προκειμένου αυτός να ζητήσει τη γνώμη της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας για την ανταλλαγή των ιδιοκτησιών, κάτι που έγινε την 1η Μαρτίου 1961. Ο Δημήτρης Θεοχάρης (εικ. 8β) θεωρεί επείγουσα την ανάγκη ανταλλαγής.

Δεν είναι αντικείμενο αυτής της μελέτης η καταγραφή των ενεργειών και η διαδικασία ανταλλαγής των ιδιοκτησιών, ούτε πώς τελικά αυτή πραγματοποιήθηκε. Η ουσία είναι ότι η έκταση μπροστά από το Μουσείο Βόλου παραχωρήθηκε από τον Δήμο Βόλου στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και σήμερα αποτελεί τον κήπο του Μουσείου (εικ. 8γ).

Από το 1960 έως το 1964, μετά από άοκνες προσπάθειες του τότε Εφόρου Αρχαιοτήτων Δημήτρη Ρ. Θεοχάρη, πραγματοποιούνται οι περισσότερες υπηρεσιακές ενέργειες και εκπονούνται τα πρώτα σχέδια για την επέκταση του Μουσείου Βόλου, ενός από τα ελάχιστα –λόγω της ολιγωρίας των ιθυνόντων για τη διάσωση της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς– δημόσια κτίρια που διασώθηκαν μετά τους σεισμούς του 1955-56.

Στις 21 Ιουνίου 1960, ο Δημήτρης Θεοχάρης σε έγγραφό του προς την Τεχνική Υπηρεσία της Δ/νσης Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας –στο πλαίσιο έκθεσης που αφορά τα προβλήματα ανασυγκρότησης και επανέκθεσης του Μουσείου Βόλου– αναφέρει ότι «εδημιουργήθη ήδη από των προ τού τελευταίου πολέμου ετών ασφυκτική συσσώρευσις εις το Μουσείον, το οποίον αρχήθεν εστερείτο αποθηκών. Μετά τον πόλεμον η κατάστασις δεν εβελτιώθη αισθητώς και η επανέκθεσις των αρχαίων υπήρξε βραδυτάτη. Οπωσδήποτε, καίτοι υποτυπωδώς ωργανωμένον, το Μουσείον ελειτούργει εν μέρει, μέχρι των σεισμών της περιόδου 1954-57, οπότε έκλεισεν οριστικώς τας πύλας του, επειδή το κτήριον κατέστη ετοιμόρροπον. Ηκολούθησεν η αντισεισμική επισκευή και ανοικοδόμησις, η οποία έχει κατά μέγιστον μέρος περατωθή».

Στο ίδιο έγγραφο αναφέρεται η αναγκαιότητα μελλοντικής επέκτασης του Μουσείου, αφού μετά την ανέγερση αντισεισμικής αποθήκης (εικ. 9α) κατά μήκος της ΒΑ πλευράς του οικοπέδου, όπως φαίνεται και στο τοπογραφικό διάγραμμα του 1958 (εικ. 9β) «τα υπάρχοντα κτίρια είναι επαρκή και δύνανται να ανταποκριθούν εις τας αμέσους ανάγκας επανεκθέσεως του υλικού, εφόσον βεβαίως γίνουν αι απαραίτητοι συμπληρώσεις». Mεταξύ των «συμπληρώσεων» είναι και η ανέγερση εργαστηρίου του Μουσείου στο χώρο ανάμεσα στο παλαιό κτίριο και τις νεόδμητες αποθήκες, κάτι που αναιρεί εν μέρει την εκτίμηση επάρκειας των χώρων του Μουσείου (σημ. 10).

Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ πως πριν από την ανέγερση της αντισεισμικής αποθήκης «η μεταξύ Μουσείου και αποθήκης εσωτερική αυλή ήτο άλλοτε πλήρης αθλίων προσκτισμάτων (μαγειρίου, δήθεν φυλακείου, ανθυγιεινού αποχωρητηρίου και ξυλοπήκτων υποστέγων), άτινα πάντα κετεδαφίσθησαν διά την διευκόλυνσιν», αναφορά που πιστοποιεί τη στενότητα χώρου από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του Μουσείου Βόλου.

Στις 31 Ιανουαρίου 1961, ο Δημήτρης Θεοχάρης απευθυνόμενος προς τον Υπουργό Προεδρίας της Κυβερνήσεως και στην Υπηρεσία Αρχαιοτήτων-Αναστηλώσεως, αναφέρει μεταξύ άλλων: «Κατά την συντελεσθείσαν κατά μέγα μέρος αντισεισμικήν επισκευήν του κτηρίου του Μουσείου Βόλου, επρυτάνευσεν η αρχή της επανορθώσεως των ζημιών και της διατηρήσεως της παλαιάς μορφής του κτηρίου. Η αρχή αύτη, ενώ, καθ’ όσον αφορά εις την εξωτερικήν όψιν του κτηρίου, υπήρξεν η μόνη ορθή και ευεργετική, εις το εσωτερικόν του Μουσείου … απετέλεσεν οπισθοδρόμησιν. Τούτο είναι εν μέρει φυσικόν, επειδή κτήριον του 1909 δεν ήτο δυνατόν να πληροί σήμερον τας προϋποθέσεις ευρύθμου λειτουργίας συγχρόνου Μουσείου … Αναγκαιοτάτη άρα και επείγουσα είναι η επέκτασις του κτιρίου του Μουσείου Βόλου, διά της προσθήκης τριών τουλάχιστον νέων αιθουσών … Χώρος προς επέκτασιν υπάρχει επαρκής μεταξύ των προεξεχουσών πτερύγων του κτηρίου, όπου νυν υπαίθριος αυλή, προς το βόρειον μέρος και προ των αποθηκών. Η νέα πτέρυξ του κτιρίου ευκταίον θα ήτο να περιλαμβάνει υπόγειους χώρους, διά την εγκατάστασιν καταφυγίου, εργαστηρίων κλπ.».

Παράλληλα, αναθέτει τη σύνταξη προμελέτης (εικ. 10α-β) στον Βολιώτη αρχιτέκτονα Θεόδωρο Ραφανίδη, προμελέτη την οποία υποβάλλει στην Δ/νση Αναστήλωσης του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβερνήσεως, στις 24 Ιανουαρίου 1962 «ως απλή ιδέα, άνευ αξιώσεων, και ίνα διευκολυνθεί η Υπηρεσία εις την εκτίμησιν του προβλήματος».

Η προμελέτη περιλαμβάνει εκθεσιακούς χώρους, εργαστήρια και βοηθητικούς χώρους, ενώ αξιοσημείωτη είναι και η «δυνατότης δημιουργίας υπογείου καταφυγίου», κατάλοιπο της μεταπολεμικής νοοτροπίας.

Στο έγγραφο αυτό επαναλαμβάνεται η πάγια μέχρι τότε θέση για το χώρο κατασκευής της επέκτασης: «η επέκτασις δεν ήτο δυνατόν να συντελεσθή εις άλλην θέσιν, άνευ βλάβης της όψεως του κτιρίου, ειμή μόνον εις τον κενόν χώρον της βορείου αυλής».

Σε εντυπωσιακά μικρό χρονικό διάστημα, στις 5 Μαρτίου 1962, η Διεύθυνση Αναστηλώσεως, μετά από απόφαση του Αρχαιολογικού Συμβουλίου στις 6.2.1962, αναθέτει τη μελέτη επέκτασης του Μουσείου Βόλου στον Θ. Ραφανίδη, βασισμένη στα προσχέδια που υποβλήθηκαν και σε συνεννόηση με τον Δ.Ρ. Θεοχάρη.

Ο Θ. Ραφανίδης τον Απρίλιο του 1962 συντάσσει νέα προσχέδια με εναλλακτικές προτάσεις (εικ. 11α-β), τα οποία και στέλνει στη Διεύθυνση Αναστηλώσεως. Θα πρέπει να επισημανθεί εδώ η αυστηρή νεοκλασικίζουσα μορφή της βόρειας πλευράς της επέκτασης, που προσομοιάζει με τη μορφή των ήδη κτισμένων αποθηκών.

Με νέα απόφασή του το Αρχαιολογικό Συμβούλιο στις 11 Μαΐου του ίδιου χρόνου αναθέτει την εποπτεία της μελέτης στον αρχιτέκτονα της Διευθύνσεως Αναστηλώσεως, Μιχάλη Κουρουνιώτη.

Τον ίδιο μήνα ο Μ. Κουρουνιώτης επισκέπτεται τον Βόλο για μια σειρά έργων που αφορούν το Υπουργείο και συντάσσει έκθεση στην οποία αναφέρεται και η επέκταση του Μουσείου Βόλου, ενώ συντάσσει και μια σειρά σχεδίων με ημερομηνία 9 Μαΐου 1962 στα οποία προτείνονται έξι εναλλακτικές λύσεις για την κάτοψη της επέκτασης στη βόρεια πλευρά του κτιρίου (εικ. 12, 13, 14). Παράλληλα, έχοντας υπ’ όψιν τις χρονοβόρες διαδικασίες ως την αποπεράτωση του έργου, προτείνει και σχεδιάζει πρόχειρα WC που απουσίαζαν από το Μουσείο.

Ο Θ. Ραφανίδης με βάση την προκρινόμενη λύση 2 του Μιχ. Κουρουνιώτη (εικ. 12), ξανασχεδιάζει εναλλακτικές λύσεις τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο του 1962. Στα σχέδια του Ιουλίου (εικ. 15, 16) προτείνονται επιμέρους διαφοροποιήσεις στις κατόψεις και τη βόρεια όψη. Στη λύση αυτή, «η κεντρική νέα αίθουσα τοποθετείται μεταξύ των σκελών του προς ΒΑ σχηματιζομένου υπό των αιθουσών του Μουσείου (Π). Αύτη, συγκοινωνεί διά των δύο θυρών μετά των αιθουσών του Μουσείου επιτυγχανομένης συνεχούς κινήσεως των επισκεπτών» (σημ. 11). Στα σχέδια του Σεπτεμβρίου (εικ. 17, 18) –προφανώς επειδή οι νέοι χώροι κρίνονται ανεπαρκείς– προστίθεται και όροφος γραφείων σε τμήμα του δώματος με συνέπεια το ύψος της επέκτασης να υπερβαίνει το ύψος του υπάρχοντος νεοκλασικού κτιρίου. Η βόρεια όψη μεταβάλλεται αισθητά και πλησιάζει περισσότερο προς το κίνημα του μοντερνισμού.

Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι ο Χρ. Καρούζος δεν έτρεφε τις καλύτερες των εντυπώσεων για το Μουσείο Βόλου. Σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Βόλου «Λαϊκή Φωνή» τον Απρίλιο του 1926 (δημοσιεύεται από τον Β. Πετράκο 1995, σ. 16) σχολιάζει με πολύ αρνητικό τρόπο το Μουσείο του Βόλου γιατί, όπως επισημαίνει, κτίστηκε σε πολύ απομακρυσμένο και άρα ακατάλληλο σημείο της πόλης (εικ. 20) και σε περιβάλλον απωθητικό, δίπλα σε ασβεστοκάμινο και Νοσοκομείο, όχι μόνο για τους περαστικούς από την πόλη ξένους, αλλά και για τους ίδιους τους επιστήμονες.Το φθινόπωρο του 1962, «κατόπιν δοθεισών οδηγιών υπό του Επιθεωρητού Αρχαιοτήτων Δ/ντου του Εθν. Μουσείου κ. Χρ. Καρούζου», ο Θ. Ραφανίδης εκπονεί νέα σειρά σχεδίων –τα οποία δεν έχουν βρεθεί– και τα στέλνει στη Διεύθυνση Αρχαιοτήτων στις 20 Νοεμβρίου 1962. Όπως προκύπτει από διορθωτικό σχέδιο που συνέταξε ο Μ. Κουρουνιώτης λίγες μέρες αργότερα, στις 4 Δεκεμβρίου1962 (εικ. 19) τίθεται για πρώτη επί της ουσίας φορά, το ζήτημα της αλλοίωσης της νότιας κύριας πρόσοψης του Μουσείου προκειμένου αυτό να επεκταθεί.

Επιπλέον, σχολιάζει αρνητικά την «κρύα κλασικιστική του μορφή που δεν προσθέτει σήμερα εκεί που είναι τίποτε στον εξωραϊσμό της πόλης», γι’ αυτό και δεν είχε κανένα ενδοιασμό στην αλλοίωση της νότιας κύριας όψης του νεοκλασικού κτιρίου λόγω της επέκτασης.

Για τον «εσωτερικό ξεπεσμό» του Μουσείου προσθέτει ότι εκτός από δύο αίθουσες που είναι κάπως τακτοποιημένες, «οι άλλες πέντε παρουσιάζουν απαίσιο θέαμα βρωμερής αποθήκης, όπου λίγα κομμάτια είναι στημένα στους τοίχους, ένα πλήθος άλλα είναι ριγμένα χάμω το ένα πάνω στο άλλο, ένας σωρός αγγεία αξιόλογα είναι τοποθετημένα επάνω σε ξύλινα ράφια και όλα αυτά διανθίζονται με παχύτατες σκόνες και σοβάδες γκρεμισμένους απ’ τους τοίχους» (Καρούζος 1995 (1926), σ. 21). Ένα ακόμη ενδιαφέρον σημείο του άρθρου είναι ότι για το κατάντημα του Μουσείου Βόλου ο Χ. Καρούζος ρίχνει την ευθύνη και στην τοπική κοινωνία. Θεωρεί δηλαδή ότι δεν είναι δυνατό οι κάτοικοι της πόλης να τα περιμένουν όλα από το Υπουργείο, αλλά ότι θα πρέπει να αντιμετωπίσουν το Μουσείο ως αναπόσπαστο μέρος της πνευματικής ζωής της πόλης και να παλέψουν να το αναβαθμίσουν (σημ. 12).

Το 1963, έχει οριστικοποιηθεί η μορφή της επέκτασης στο επίπεδο της κάτοψης στη βόρεια πλευρά του κτιρίου, με βάση τη λύση 2 του Μιχ. Κουρουνιώτη στα σχέδια της 9ης Μαΐου 1962 (εικ. 12) και τα σχέδια του Θ. Ραφανίδη του Ιουλίου του 1962 (εικ. 15, 16).

Οι αρχιτέκτονες ασχολούνται πλέον με το μέγεθος και τη μορφή των νέων πτερύγων διαστάσεων 7×13 μ. στη νότια πλευρά του κτιρίου, εκατέρωθεν της κυρίας εισόδου.

Έτσι ο Θ. Ραφανίδης τον Φεβρουάριο του 1963 σχεδιάζει νέα προσχέδια σε επίπεδο κάτοψης επέκτασης στη βόρεια (εικ. 21) αλλά και τη νότια πλευρά του κτιρίου (εικ. 22), συμμορφούμενος με τις υποδείξεις του Χρ. Καρούζου. Στις κατόψεις φαίνεται να διατηρείται ο αριθμός των ανοιγμάτων προς Νότο.

Ο Μιχ. Κουρουνιώτης στην έκθεσή του της 30ής Απριλίου 1963 συμφωνεί σε γενικές γραμμές με τη μορφή των νέων πτερύγων και εκπονεί νέα σχέδια (εικ. 23, 24) αναφέροντας ότι: «Αι δύο νέαι πτέρυγες διαμορφούνται … σύμφωνα με τον ρυθμόν του αρχικού κτιρίου. Μόνον τα παράθυρα διαφέρουν των υφισταμένων … χωρίς αυτό να βλάπτη την εξωτερικήν όψιν του κτηρίου εις το οποίον προσδίδει μάλλον επιβλητικήν εμφάνισιν».

Το Αρχαιολογικό Συμβούλιο, με απόφασή του στις 26 Νοεμβρίου 1963, αναθέτει στον Θ. Ραφανίδη τη σύνταξη πλήρους μελέτης με βάση τα υποβληθέντα προσχέδια, με δύο βασικές διαφοροποιήσεις: Τη μείωση του μήκους των πτερύγων κατά 2 μέτρα (αντί 13 σε 11) και την προσαρμογή των παραθύρων με τα υπάρχοντα παράθυρα του κεντρικού κτιρίου.

Μέχρι τον Ιούνιο του 1964, ο Θ. Ραφανίδης εκπονεί την οριστική μελέτη «Επέκτασις του Μουσείου εις τμήματα της προόψεως» (εικ. 25, 26, 27, 28), για την υλοποίηση της οποίας συντάσσεται στις 25 Ιουλίου 1964 τεχνική έκθεση και διακήρυξη μειοδοτικού διαγωνισμού (εικ. 29). Ο διαγωνισμός αυτός δεν πραγματοποιήθηκε, αφού στις 28 Αυγούστου 1964 η Διεύθυνση Αναστήλωσης απορεί γιατί δεν εστάλη η πλήρης μελέτη παρά μόνον αυτή των δύο πτερύγων στη νότια πρόσοψη και ζητά τη συμπλήρωση της μελέτης επέκτασης.

Τον Νοέμβριο του 1964 ο Θ. Ραφανίδης συμπληρώνει τη μελέτη για τη βόρεια πλευρά του κτιρίου (εικ. 30, 31, 32, 33), στην οποία επανέρχεται το αυστηρό ύφος της όψης.

Τον Ιανουάριο του 1965 συντάσσεται νέα τεχνική έκθεση και νέα διακήρυξη μειοδοτικού διαγωνισμού με τίτλο «Επέκτασις του Μουσείου εις τμήματα της προόψεως και νέα αίθουσα εκθεμάτων». Ένα μήνα μετά, στις 10 Φεβρουαρίου 1965, υποβάλλεται στο Υπουργείο «πλήρης τελική μελέτη επεκτάσεως του Μουσείου Βόλου, ήτοι της τε νέας αιθούσης και των δύο προβαλλομένων πτερύγων» και υποβάλλεται αίτημα για τη δημοπράτηση του έργου σε σύντομο χρονικό διάστημα. Ούτε όμως αυτός ο διαγωνισμός πραγματοποιείται.

Τα δύο επόμενα χρόνια το έργο παραμένει στάσιμο, ενώ προκαλεί εντύπωση η απουσία εγγράφων πιέσεων προς το Υπουργείο από την πλευρά του Δημήτρη Θεοχάρη. Μόνο στις 7 Απριλίου 1967, υποβάλλεται αίτημα αμοιβής του Θ. Ραφανίδη για τη μελέτη που εκπόνησε.

Λίγες μέρες αργότερα κηρύσσεται η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967. Στη διάρκεια της επταετίας 1967-1974 δεν υπάρχει καμία πρόοδος στο έργο.

Και φθάνουμε στα 1975, χρονιά που ο τότε έφορος αρχαιοτήτων Γιώργος Χουρμουζιάδης προχώρησε στην οργάνωση μιας πρωτοποριακής νέας έκθεσης αρχαιοτήτων σε δύο αίθουσες του Μουσείου. Την ίδια χρονιά, μια σειρά σχεδίων που υπογράφονται από τους Γ. Σολομωνίδη και Δ. Τριανταφυλλίδη (εικ. 34, 35, 36) προτείνουν μια νέα λύση στην επέκταση τόσο στη νότια όσο και στη βόρεια πλευρά του κτιρίου, διατηρώντας τη «συνεχή» κίνηση των επισκεπτών. Η νέα βόρεια όψη είναι σαφώς νεοκλασική και τα ανοίγματά της μιμούνται τα ανοίγματα του υπάρχοντος κτιρίου – όπως συμβαίνει και στην επέκταση της νότιας πλευράς. Δεν έχει βρεθεί όμως η σχετική αλληλογραφία με το Υπουργείο για την προώθηση της πρότασης αυτής.

Ο θάνατος του Θ. Ραφανίδη το 1978 βάζει τη δική του ταφόπλακα στην υλοποίηση της επέκτασης του Μουσείου Βόλου.

Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ πως σε όλες τις παραπάνω προτάσεις –τόσο στο υπόγειο των επεκτάσεων όσο και στον ημιώροφο που προτείνεται σε κάποιες από αυτές– προβλέπονται χώροι υγιεινής, γραφεία, εργαστήρια και αποθήκες, που καλύπτουν τις βασικές ανάγκες ενός Αρχαιολογικού Μουσείου.

Σχολιασμός

Συνοψίζοντας τις μέχρι το 1978 αρχιτεκτονικές προτάσεις επέκτασης του Μουσείου Βόλου διαπιστώνουμε ότι, μέχρι το 1962, όλες θεωρούσαν δεδομένη τη διατήρηση της μορφής της κύριας νότιας όψης του νεοκλασικού κτιρίου, το οποίο χαρακτήριζαν ως κόσμημα. Το 1963 και το 1964, οι προτάσεις επέκτασης περιελάμβαναν προσθήκες και στην κύρια νότια όψη του, αλλοιώνοντας σημαντικά τη μορφή και την αρμονία του όγκου του κτιρίου.

Στην τελευταία πρόταση του 1962, η όψη της επέκτασης στην πίσω βόρεια πλευρά του κτιρίου αντικατοπτρίζει την αρχιτεκτονική τάση της εποχής που κατασκευάζεται, της εποχής του μοντερνισμού. Στην πρόταση του 1964 επανέρχεται η αυστηρή νεοκλασικίζουσα όψη. Θα πρέπει να προσθέσουμε εδώ πως την περίοδο εκείνη δεν θα μπορούσε καν να συζητηθεί η κατεδάφιση των νεόδμητων ακόμη αντισεισμικών αποθηκών στη βόρεια πλευρά του οικοπέδου του Μουσείου, προκειμένου ο οποιοσδήποτε σχεδιασμός επέκτασης στην πλευρά αυτή να είναι πιο ολοκληρωμένος αρχιτεκτονικά και σε μεγαλύτερη έκταση.

Οι προτάσεις επέκτασης του 1963 και 1964 στην μπροστινή νότια πλευρά του κτιρίου αλλοιώνουν, ιδιαίτερα στο επίπεδο των ανοιγμάτων, την αρχική μορφή των όψεων του κτιρίου. Μιμούμενες το νεοκλασικό στυλ του κτιρίου αλλά κτισμένες πάνω από μισό αιώνα μετά την ανέγερσή του το 1909, χωρίς εμφανείς και σκόπιμες διαφοροποιήσεις στα υλικά, τα χρώματα και τα οποιαδήποτε διακοσμητικά στοιχεία δημιουργούν την ψευδαίσθηση ότι το κτίριο είχε εξαρχής αυτή τη μορφή, παραποιώντας βάναυσα την ιστορία του. Οι προσθήκες αυτές της νότιας πλευράς αλλοιώνουν σημαντικά και την ανατολική προς την οδό Αθανασάκη αλλά και τη δυτική όψη του κτιρίου.

Η πρόθεση επέκτασης τόσο στην πίσω βόρεια όσο και στη νότια κύρια πλευρά του κτιρίου υφίσταται τουλάχιστον έως τον Φεβρουάριο του 1975, όπως φαίνεται από τα υπογεγραμμένα από τον Γ. Σολομωνίδη σχέδια.

Όμως ευτυχώς, όπως εκτιμάται εκ των υστέρων, η επέκταση στην κύρια νότια πλευρά του νεοκλασικού κτιρίου ουδέποτε υλοποιήθηκε.

Ίσως όμως οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της εποχής και οι αντιλήψεις της περιόδου αυτής σε σχέση με το σεβασμό και τη διατήρηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, μας οδηγήσουν σε μια πιο επιεική κριτική τόσο της αλλαγής της άποψης του Δ.Ρ. Θεοχάρη (ο οποίος το 1962 ήταν υπέρ της διατήρησης ως έχει της νότιας όψης) όσο και των προτάσεων Ραφανίδη των ετών 1963-1964. Πρότασεις, που έγιναν αποδεκτές με οριακές παρατηρήσεις από τον αρχιτέκτονα του γραφείου μελετών του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων Μιχ. Κουρουνιώτη αλλά και από το Αρχαιολογικό Συμβούλιο του τότε Υπουργείου Προεδρίας της Κυβερνήσεως.

Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι ήδη από το 1957, το υπόμνημα των μηχανικών του Βόλου το οποίο ζήτησε ο τότε Δήμαρχος Θ. Κλαψόπουλος για την ανοικοδόμηση του Βόλου μετά τους σεισμούς του 1955-56, δεν θίγει καθόλου το ζήτημα της προστασίας και αποκατάστασης των λίγων μετά το σεισμό σωζόμενων ιστορικών κτιρίων της πόλης, τα οποία μερικά χρόνια αργότερα επρόκειτο να υποκύψουν στις πιέσεις της αυξημένης εκμετάλλευσης της αστικής γης (σημ. 13). Πρόκειται για μια εποχή όπου η προστασία και η αποκατάσταση του ιστορικού κτιριακού αποθέματος είναι ελάχιστα εμπεδωμένη.

Η περίοδος από το 1978 έως το 2004

Όπως αναφέρει η Βίλμα Χαστάογλου (σημ. 14), στον Νομό Μαγνησίας οι χαρακτηρισμοί νεοτέρων μνημείων και ιστορικών τόπων ξεκινούν στη δεκαετία του 1960, ενώ στην πόλη του Βόλου μόλις στη δεκαετία του 1980, μετά την ίδρυση της 5ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων το 1979. Η πρώτη κήρυξη νεότερου μνημείου έγινε το 1982, ενώ το Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου χαρακτηρίστηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο στις 24 Ιουνίου Ι987.

Από την ημερομηνία αυτή, απαγορεύεται η οποιαδήποτε παρέμβαση στο νεοκλασικό κτίριο του Μουσείου όπως και στον περιβάλλοντα χώρο του, χωρίς ειδική άδεια του Υπουργείου Πολιτισμού.

Η μελέτη Ραφανίδη δεν θεωρείται πλέον ενδεδειγμένη, αφού η αντίληψη που επικρατεί πλέον για την προστασία των διατηρητέων κτιρίων έχει ριζικά διαφοροποιηθεί και ξεκινά μια νέα σελίδα στην ιστορία της επέκτασης του Μουσείου Βόλου.

Στο τοπογραφικό διάγραμμα της περιοχής του Μουσείου το 1981 (εικ. 37α), διαπιστώνεται η ύπαρξη πολλών μικρών πρόχειρων κτισμάτων τόσο στη βόρεια αυλή όσο και στον μπροστινό προαύλιο χώρο του Μουσείου. Αυτό αποδεικνύει για μια ακόμη φορά την επιτακτική αναγκαιότητα εξεύρεσης βοηθητικών χώρων, αφού η επέκταση του Μουσείου δεν έχει ακόμη συντελεστεί.

Από το 1993, η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια αυτοδιοίκηση της περιοχής ευαισθητοποιούνται και έτσι εξασφαλίζονται τα πρώτα κονδύλια για τη μερική χρηματοδότηση της επέκτασης του Μουσείου από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Μαγνησίας, τον Δήμο Ν. Ιωνίας και τον Δήμο Βόλου, ο οποίος αναλαμβάνει και την τεχνική υποστήριξη του έργου.

Η αρχιτεκτονική μελέτη που συντάχθηκε από την αρχιτέκτονα της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου Βόλου Τ. Βιλώρα με την επίβλεψη του αρχιτέκτονα και τότε αντιδημάρχου Κώστα Αδαμάκη, προτείνει την επέκταση του Μουσείου στη βόρεια αυλή του νεοκλασικού κτιρίου και στη θέση των παλιών αποθηκών. Δεν προτείνεται καμιά επέμβαση στη νότια πρόσοψη και τον περιβάλλοντα χώρο του Μουσείου (εικ. 37β).

Η προμελέτη ξεκινά το 1994 σε συνεργασία με την ΙΓ΄ ΕΠΚΑ και τη Διεύθυνση Μελετών Μουσείων και η πρώτη έγκρισή της γίνεται από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων το 1996. Τον Μάιο του 1998 εγκρίνεται η οριστική μελέτη και υπογράφεται προγραμματική σύμβαση μεταξύ του Δήμου Βόλου και του ΥΠΠΟ, με χρονικό ορίζοντα την αποπεράτωση του έργου σε διάστημα 18 μηνών.

Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου εγκρίνεται από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο και η μελέτη εφαρμογής του έργου (εικ. 38), η οποία υφίσταται μερικές τροποποιήσεις κυρίως στο επίπεδο του υπογείου, μέχρι τον Ιούλιο του 2002.

Το έργο δημοπρατείται και στις 21 Σεπτεμβρίου 1998 υπογράφεται το συμφωνητικό κατασκευής της νέας προσθήκης μεταξύ του Δήμου Βόλου και του εργολάβου, με χρόνο αποπεράτωσης 18 μήνες, ενώ προτείνεται η ένταξή του στο 3ο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης.

Από την ημερομηνία αυτή αρχίζει ένας οργασμός δουλειάς. Οι αντισεισμικές αποθήκες κατεδαφίζονται, οι αρχαιότητες μεταφέρονται σε containers στην αυλή του Μουσείου και ξεκινά η θεμελίωση της νέας πτέρυγας.

Στο χώρο της θεμελίωσης εντοπίζονται αρχαιότητες της βυζαντινής περιόδου με αποτέλεσμα την ανατροπή τόσο του χρονοδιαγράμματος όσο και της αρχιτεκτονικής μελέτης στο επίπεδο του υπογείου. Οι αλλαγές στη μελέτη αφορούσαν κυρίως τους αποθηκευτικούς χώρους, οι οποίοι μειώνονταν δραματικά.

Οι ανασκαφές και ο προβληματισμός σχετικά με τη διατήρηση ή μη των αρχαιοτήτων συνεχίζονται ως τον Αύγουστο του 2001, οπότε αποφασίζεται από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο η διατήρηση μόνο της αίθουσας του θερμού βυζαντινού λουτρού στο υπόγειο της νέας πτέρυγας και η δημιουργία επισκέψιμου αρχαιολογικού χώρου. Η διάλυση των υπόλοιπων αρχαιοτήτων ολοκληρώνεται τον Μάρτιο του 2002.

Η απρόσμενη αυτή εξέλιξη που ανέτρεψε τα χρονικά δεδομένα, οδήγησε στην ένταξη του έργου της επέκτασης στο πρόγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων «Ελλάδα 2004» και στην υπογραφή στις 19 Απριλίου 2002 νέας προγραμματικής σύμβασης μεταξύ ΥΠΠΟ και Δήμου Βόλου. Παράλληλα, η τροποποιημένη αρχιτεκτονική μελέτη εφαρμογής εγκρίθηκε τον Ιούλιο του 2002 (εικ. 39, 40, 41, 42), ενώ η επανέναρξη των εργασιών ξεκίνησε τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου. Το έργο εγκαινιάστηκε στις 3 Αυγούστου 2004.

Σχολιασμός

Η σύνδεση του νεοκλασικού διατηρητέου κτιρίου με το τριώροφο κτίριο της νέας πτέρυγας επιτυγχάνεται μέσω ενός μονώροφου κτιρίου-συνδετικού λαιμού στο ισόγειο και το υπόγειο (εικ. 43α). Στον συνδετικό αυτό λαιμό, μέσω του οποίου αναπτύσσεται διάλογος με το διατηρητέο κτίριο, φιλοξενούνται στο επίπεδο του ισογείου οι νέοι εκθεσιακοί χώροι (εικ. 39), ενώ στο επίπεδο του υπογείου ο επισκέψιμος αρχαιολογικός χώρος του θερμού βυζαντινού λουτρού (caldarium) και μεγάλο μέρος των αποθηκευτικών χώρων (εικ. 40α). Στο κέντρο του, υπάρχει αίθριο για το φωτισμό και αερισμό των αιθουσών, οι οποίες θα μπορούν να «εισβάλουν» στον υπαίθριο αυτό χώρο. Παράλληλα, οι εκθεσιακοί χώροι του ισογείου και του υπογείου «ενοποιούνται» με τη δημιουργία οπής στην πλάκα οροφής του υπογείου (σημ. 15).

Το τριώροφο κτίριο, στο οποίο δημιουργούνται χώροι απαραίτητοι για τη λειτουργία του Μουσείου (εργαστήρια, αίθουσα εκδηλώσεων και χώρος υποδοχής στον πρώτο όροφο (εικ. 40β) και γραφεία στον δεύτερο όροφο (εικ. 40γ), λειτουργεί ως «ανάχωμα» μεταξύ του νεοκλασικού κτιρίου και της πενταώροφης νέας πτέρυγας του Νοσοκομείου Βόλου, η οποία κτίστηκε σε συνέχεια της πτέρυγας του 1959. Μεταξύ της νέας πτέρυγας του Νοσοκομείου και της νέας πτέρυγας του Μουσείου, δεν υπάρχει μορφολογική συνάφεια, παρόλο που τα κτίρια σχεδόν εφάπτονται και αποτελούν τμήμα ενός ενιαίου συγκροτήματος δημόσιων χώρων μέσα στον αστικό ιστό της πόλης του Βόλου.

Στις όψεις της νέας πτέρυγας του Μουσείου Βόλου (εικ. 43β) δεν χρησιμοποιούνται «ελαφρά» υλικά όπως το γυαλί ή το μέταλλο αλλά συμβατικά υλικά – οπλισμένο σκυρόδεμα και σοβάς.

Η αρχιτεκτονική μορφή των όψεων, παρόλο που σέβεται τη μορφή του διατηρητέου κτιρίου και είναι διακριτή η διαφοροποίησή της νέας με την παλιά πτέρυγα του Μουσείου, δεν μπορεί να πει κανείς ότι δίνει το στίγμα μιας σύγχρονης αρχιτεκτονικής, δεν φέρει τη σφραγίδα της εποχής μας.

Ο ορθογώνιος όγκος του κτιρίου, η στέγη και κυρίως η μορφή των ανοιγμάτων παραπέμπουν σε μια αφαιρετική απόδοση της νεοκλασικής μορφής. Ίσως το πιο ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό στοιχείο της νέας πτέρυγας είναι ο τοίχος κάθετα στη ράμπα του υπογείου στην ανατολική όψη, μέσω των ανοιγμάτων του οποίου είναι ορατό τμήμα του κτιρίου-«λαιμού» στο βάθος (εικ. 43α).

 

Θάλεια Μακρή-Σκοτινιώτη

Αρχιτέκτων και Τοπογράφος Μηχανικός