«Το παλιό πιστόλι του πατέρα που δεν γνώρισα και μού άφησε κληρονομιά μαζί με το όνομά του έγινε η αφετηρία της συλλεκτικής μου προσπάθειας, όταν ήμουν 17 ετών. Μού έδινε δύναμη, θάρρος κι ελπίδα, στις δύσκολες ώρες της ζωής μου». Με αυτά τα λόγια, ο Φώτης Ραπακούσης περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ πώς οδηγήθηκε στην απόφαση να στήσει το Λαογραφικό Μουσείο στο Νησί της λίμνης των Ιωαννίνων, όπου πολύτιμα κειμήλια, έργα τέχνης και ανεκτίμητης ιστορικής αξίας αντικείμενα «ζωντανεύουν» την προεπαναστατική περίοδο και τα χρόνια του Αλή Πασά στην περιοχή.

Ο Γιαννιώτης συλλέκτης, ύστερα από πολύχρονη και πολύμοχθη αναζήτηση, κατάφερε να συγκεντρώσει σημαντικά στοιχεία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, τα οποία όχι μόνο δεν κρύβει, αλλά έχει τη χαρά, όπως λέει, να «μοιράζεται» τη συλλογή του και να την παρουσιάζει με μεγάλη υπερηφάνεια.

Στο Μουσείο, εκτός από τη συλλογή «όπλων του Αγώνα», τα οποία αποτελούν κειμήλια της Επανάστασης, εκτίθενται και αριστουργήματα των Ηπειρωτών ασημουργών, οι οποίοι κατάφεραν με την τέχνη τους να μετατρέψουν ορισμένα όπλα σε «κοσμήματα».

Τα όπλα, εκτός από τα περίτεχνα σκαλίσματα, φέρουν και παραστάσεις από το φυτικό και ζωικό βασίλειο. Στην προθήκη με τα έξι καριοφίλια, διαβάζουμε ότι τα δύο είναι σουλιώτικα και τα τέσσερα λάφυρα από τον στρατό του Ιμπραήμ. Δίπλα στα καριοφίλια παρουσιάζονται ηπειρώτικα πιστόλια και μαχαίρια με ασημένιες λαβές, αλλά και πιστόλια με μηχανισμό πυριτόλιθου από το τέλος του 18ου αιώνα –«τρομπόνια» όπως χαρακτηριστικά τα αποκαλούσαν– τα οποία ήταν όπλα του Ναυτικού.

Ο επισκέπτης βρίσκεται μπροστά σε έναν πολιτισμό μιας ταραγμένης πολεμικής περιόδου, που φέρει τη «σφραγίδα» του πλούτου και της ευμάρειας, στο Φέουδο του Βεζύρη Αλή Πασά.

Δύο γιαταγάνια ασημένια, το ένα ηπειρώτικο και το άλλο τουρκικό, μοιάζουν περισσότερο με έργα τέχνης. Το πρώτο έχει θήκη διακοσμημένη με άνθη και λαβή με κοράλλια και η επιγραφή στη λάμα του δίνει πληροφορίες για τον κατασκευαστή του. Το δεύτερο έχει λαβή από ελεφαντοκόκαλο και λάμα από δαμασκηνό ατσάλι, φέρει θέματα διακόσμησης τζαμιά, μιναρέδες και τρόπαια, ενώ η θήκη του καταλήγει σε κεφαλή δράκου. Η επιγραφή στη θήκη αναφέρει: ΜΑΣΑΛΛΑ (Ελέω Θεού), 1201 Έτος Εγίρας (κατά το ισλαμικό ημερολόγιο, δηλαδή 1786).

Κοσμήματα με πολύτιμους λίθους, χρυσά και ασημένια νομίσματα, ασημένιες ζώνες, πόρπες με ημιπολύτιμους λίθους «αναδίδουν» το άρωμα εκείνης της εποχής. Μέσα σε ειδική βιτρίνα εκτίθεται η στολή της κυρα-Βασιλικής Κονταξή, της 27χρονης Γιαννιώτισσας, την οποία ο Αλή Πασάς παντρεύτηκε με χριστιανικό γάμο σε προχωρημένη ηλικία.

Μεγάλης αξίας εκθέματα είναι, επίσης, μία χρυσοκέντητη ζώνη, σελάχι, με θήκες για μικρά μαχαίρια, μπαρουτιέρες από ξύλο και κόκαλο, περίτεχνες παλάσκες, που ήταν οι θήκες για τα βόλια, καθώς και μαχαίρια με λαβές από ελεφαντοκόκαλο, ασήμι και δέρμα. Σπάνιο εύρημα είναι ένας περσικός σισανές, όπλο στο οποίο αναγράφεται η ημερομηνία 1192 Έτος Εγίρας (δηλαδή 1777), φτιαγμένο από σκαλιστό έβενο, ενώ το κοντάκι του είναι διακοσμημένο με χρυσό και ελεφαντόδοντο.

Σε περίοπτη θέση, μέσα σε ειδική προθήκη, παρουσιάζεται το περίφημο τσιμπούκι που ο Αλή Πασάς εμφανίζεται να κρατά σε όλα τα έργα καλλιτεχνών της εποχής, που τον απεικονίζουν. Ο κορμός του αποτελείται από δύο τμήματα ξύλου αγριοτριανταφυλλιάς, δαντελωτά σκαλισμένα. Στο κέντρο του είναι τοποθετημένο ένα κεχριμπάρι, το οποίο συνδέει τα δύο κομμάτια, με βιδωτό ασημένιο δέσιμο. Από ασήμι έχει φιλοτεχνηθεί και το επιστόμιο, που διακοσμείται με κεχριμπάρι και ελεφαντόδοντο. Η άκρη του είναι πήλινη, βιδωτή. Πρόκειται για ένα σπάνιο έκθεμα, που φτιάχτηκε τα τέλη του 18ου με αρχές 19ου αιώνα. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, την πίπα του χρησιμοποιούσε μόνο σε επίσημες ακροάσεις και εκδηλώσεις. Δύο γιουσουφάκια, ειδικά εκπαιδευμένα από το ανδρικό χαρέμι, τα λεγόμενα «τσιμπούκ-ογλάν», φρόντιζαν πάντα να γεμίζουν το τσιμπούκι με φρέσκο καπνό. Στον ίδιο χώρο βρίσκεται το σημείο όπου διαπέρασε το πάτωμα η σφαίρα που τραυμάτισε τον ισχυρό άνδρα και γράφτηκε το τέλος της ζωής του, με τον αποκεφαλισμό του.

Σε μία άλλη αίθουσα του Λαογραφικού Μουσείου εκτίθενται πίνακες με προσωπογραφίες και άλλες παραστάσεις από γεγονότα της επαναστατικής περιόδου καθώς και κεραμικά αντικείμενα από την Απουλία, την Κιουτάχεια και το Τσανάκαλε του 19ου αιώνα. Ξεχωρίζουν οι λιθογραφίες του Luis Dupres και οι χαλκογραφίες των Charles Langois και C. Hullmandel.

Στον περιβάλλοντα χώρο του μουσειακού συγκροτήματος ορθώνεται, από τον 15ο αιώνα, η Μονή του Αγίου Παντελεήμονα, η οποία είχε καεί το 1822, αλλά αναστηλώθηκε. Τα κελιά της Μονής είχε μετατρέψει σε μικρό σεράι ο Αλή Πάσας. Εκεί είναι ο χώρος όπου κατέφυγε μαζί με τους έμπιστους φρουρούς του και την κυρά Βασιλική, όταν –κατ’ εντολή του Σουλτάνου– τον πολιόρκησαν και τον δολοφόνησαν οι Τούρκοι στρατιώτες. Στον χώρο εντυπωσιάζει ένας υπεραιωνόβιος πλάτανος, ενώ στο ανάγλυφο του εδάφους υπάρχουν σπηλιές όπου κατέφευγαν οι Νησιώτες για να σωθούν από τους βομβαρδισμούς, το 1940.