Το Νιόκαστρο, όπως είναι γνωστό, οικοδομήθηκε από τους Οθωμανούς αμέσως μετά την καταναυμάχηση του στόλου τους στα ανοιχτά της Ναυπάκτου το 1571 (εικ. 1).

Το φρούριο αποτελείται από την ακρόπολη στο υψηλότερο τμήμα του και από έναν εκτεταμένο περίβολο στη δυτική του πλευρά με δύο ισχυρούς παράκτιους προμαχώνες που έλεγχαν την είσοδο στον κόλπο του Ναβαρίνου (εικ. 2).

Στον μεγάλο περίβολο υπάρχουν ερείπια του τουρκικού οικισμού και τζαμί που αργότερα μετατράπηκε σε εκκλησία. Κατά την Επανάσταση στο Νιόκαστρο, όπως άλλωστε και στο Παλιό Ναβαρίνο, έγιναν σοβαρές και αιματηρές μάχες μέχρι την οριστική επικράτηση των Τουρκοαιγυπτίων. Μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου (τον Οκτώβριο του 1827), το Νιόκαστρο, όπως και όλα τα φρούρια της Πελοποννήσου, περιήλθε στον Γάλλο στρατηγό Joseph Maison και στη συνέχεια στο νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος. Από το 1834 και μέχρι το 1940 η ακρόπολη του φρουρίου χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή βαρυποινιτών (εικ. 3α-β, 4, 5).

Τα έργα που πραγματοποιήθηκαν στο Νιόκαστρο της Πύλου την περίοδο από τον Μάιο του 1982 έως τον Μάιο του 1987 είχαν σκοπό την εγκατάσταση του Ελληνικού Κέντρου Υποβρύχιας Αρχαιολογίας Πύλου (ΕΛΚΥΑΠ).

Η ακρόπολη του φρουρίου με τους στεγασμένους χώρους που διέθετε θα αποτελούσε το κεντρικό και κύριο μέρος της εγκατάστασης του Κέντρου. Το διώροφο κτήριο των Στρατώνων του Maison, στον μεγάλο περίβολο του φρουρίου, κοντά στη βόρεια πύλη του, σύμφωνα με το πρόγραμμα, θα χρησιμοποιούνταν ως χώρος έκθεσης ολόκληρης της συλλογής René Puaux (σημ. 1) στο ισόγειο και ως βιβλιοθήκη-αναγνωστήριο και ξενώνας στον όροφο, για τη φιλοξενία συνεργατών του Κέντρου, επιστημόνων της υποβρύχιας αρχαιολογίας.

Όταν άρχισαν τα έργα, η εικόνα της ακρόπολης ήταν αυτή των φυλακών (σημ. 2), δηλαδή με τις καμάρες επάνω στις οποίες στηρίζονταν τα περιπόλια φραγμένες, αφού είχαν μετατραπεί σε κελιά, ενώ ο εξαγωνικός αύλειος χώρος είχε διαχωριστεί ακτινωτά με πανύψηλες μάντρες σε πέντε τμήματα-ακτίνες, όπου αυλίζονταν οι κρατούμενοι (εικ. 6).

Οι μαντρότοιχοι αυτοί κατεδαφίστηκαν, αλλά προκειμένου να μη χαθεί το στοιχείο αυτό από την οικοδομική ιστορία του Νιόκαστρου, σημειώθηκε διακριτικά το ίχνος τους στο έδαφος με πλάκες διαφορετικού χρώματος, υπομνηματίζοντας έτσι την περίοδο κατά την οποία το φρούριο είχε μετατραπεί σε φυλακή. Όλο το χρήσιμο υλικό της κατεδάφισης κρατήθηκε και χρησιμοποιήθηκε κατάλληλα επεξεργασμένο στις λιθοστρώσεις των περιπολίων και στον περιφερικό δρόμο του αύλειου χώρου. Στα κελιά των δύο πλευρών του εξαγώνου της αυλής, εκατέρωθεν της εισόδου στην ακρόπολη, αφαιρέθηκαν οι τοίχοι της φραγής τους, με διττό σκοπό, αφενός να αποκατασταθεί η αρχική μορφή της κατασκευής της ακρόπολης του 1572 και αφετέρου να δημιουργηθεί χώρος για μόνιμη έκθεση αντιπροσωπευτικών τύπων οξυπύθμενων εμπορικών αμφορέων (εικ. 7).

Στα κελιά των τεσσάρων άλλων πλευρών, των οποίων η φραγή διατηρήθηκε (εικ. 8α-γ), αλλά και στους εσωτερικούς χώρους των προμαχώνων, δημιουργήθηκαν εργαστήρια συντήρησης αγγείων και έφυδρου ξύλου (σημ. 3) (εικ. 9), γραφεία, χώροι υγιεινής, αλλά και αποθήκες προσωρινής χρήσης, ενώ η μεγάλη αίθουσα-πυριτιδαποθήκη του φρουρίου διαμορφώθηκε σε αίθουσα διαλέξεων (εικ. 10α-β, 11).

Μέγιστο πρόβλημα ήταν η στεγάνωση των χώρων της ακρόπολης, διότι τα έργα της συντήρησης που είχαν γίνει, στο διάστημα που το φρούριο λειτούργησε ως φυλακή, ήταν η κάλυψη των επιφανειών των περιπολίων και των πέντε προμαχώνων με τσιμέντο και πίσσα, μέθοδος που δεν εξασφάλιζε την απαιτούμενη στεγανότητα στους υποκείμενους χώρους. Προχωρήσαμε λοιπόν στην αφαίρεση των αλλεπάλληλων στρώσεων τσιμέντου και πίσσας, με στόχο την αποκάλυψη της αρχικής μορφής των λιθόστρωτων επιφανειών, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να διαπιστωθούν εκτεταμένα κενά στην αρχική επίστρωση (εικ. 12). Η κάλυψη των κενών αυτών στις επιφάνειες των περιπολίων (εικ. 13α-β, 14α-γ) πραγματοποιήθηκε με τοποθέτηση νέων κυβολίθων σχηματισμένων από τους αργούς λίθους των κατεδαφισθέντων μαντρότοιχων των ακτίνων. Το ίδιο έγινε και στη ρομβοειδή κεκλιμένη προς τα πλευρικά αυλάκια απορροής επιφάνεια και των πέντε προμαχώνων (εικ. 15α-β), όπου επισημάνθηκαν σοβαρές φθορές από την εγκατάλειψη και τις ρίζες της αυτοφυούς βλάστησης. Με τις εργασίες αποκαταστάθηκε η ομοιογένεια της εικόνας των λιθόστρωτων στα περιπόλια.

Τέτοιοι νέοι κυβόλιθοι χρησιμοποιήθηκαν επίσης για την αποκατάσταση του περιφερικού εσωτερικού δρόμου της ακρόπολης, καθώς και για τη συμπλήρωση και την αποκατάσταση της αναβάθρας στη βορειοδυτική πλευρά της ακρόπολης.

Αφαιρέθηκαν επίσης τα μπάζα με τα οποία είχαν φραχτεί για την ασφάλεια των φυλακών δέκα κανονιοθυρίδες των προμαχώνων της ακρόπολης, όπως και η εσωτερική νότια κλίμακα που οδηγούσε από τον αύλειο χώρο στα περιπόλια (εικ. 16, 17α-β).

Είναι αυτονόητο ότι τα δίκτυα για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, όπως και οι σωληνώσεις ύδρευσης, παντού στο φρούριο είναι αθέατες, είτε υπόγειες είτε ενσωματωμένες σε αρμούς της τοιχοδομίας και της πλακόστρωσης.

Για την αποκατάσταση της αρχικής εικόνας της ακρόπολης του φρουρίου αφαιρέθηκαν τρεις ευτελείς κατασκευές-σκοπιές της χωροφυλακής και των στρατευμάτων κατοχής: μία δηλαδή σκοπιά δίπλα στην πύλη της ακρόπολης εξωτερικά, ένα πολυβολείο στο περιπόλιο επάνω από την κύρια (ανατολική) πύλη του φρουρίου και ένα φυλάκιο στον προμαχώνα V της ακρόπολης (εικ. 18α-γ).

Στον προμαχώνα V μάλιστα, ήταν τόσο έντονος ο τραυματισμός του λιθόστρωτου δαπέδου από τη θεμελίωση του φυλακίου της Χωροφυλακής, ώστε οι υποκείμενοι δύο μεγάλοι και εν επαφή θόλοι (αρχαιολογικές αποθήκες σήμερα), παρουσίαζαν εξαιρετικά αυξημένη υγρασία και γι’ αυτόν το λόγο υποχρεωθήκαμε όχι μόνο να κατεδαφίσουμε το ίδιο το φυλάκιο, αλλά, αφαιρώντας την αρχική επίχωση, να φτάσουμε μέχρι την εξωτερική επιφάνεια των θόλων. Με το έργο αυτό αποκαλύφθηκε το αρχικό σύστημα στεγάνωσης, μια δίριχτη κατασκευή καλυμμένη από παχύ στρώμα του παραδοσιακού μείγματος, γνωστού ως κουρασάνι. Η εικόνα αυτή της στέγασης των θόλων, εξαιτίας της μοναδικότητάς της, κρίθηκε σκόπιμο να διατηρηθεί για εκπαιδευτικούς σκοπούς (εικ. 19).

Στα έργα επισκευής, στερέωσης και συντήρησης εντάχθηκαν και οι δύο μεγάλες, ίσως αρχικές, δίφυλλες θύρες της ακρόπολης. Η εξωτερική στην ανατολική πύλη, την κύρια είσοδο στο φρούριο που διατηρεί τη μεταλλική της επένδυση, και η εσωτερική στην είσοδο από τον μεγάλο περίβολο στην ακρόπολη. Το έργο συντήρησης και αποκατάστασης και των δύο θυρών πραγματοποιήθηκε υπό την επίβλεψη του χημικού-μηχανικού του ΥΠΠΟ Κώστα Ασημενού (εικ. 20).

Ανάλογα σοβαρό πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπιστεί ήταν η αφαίρεση της αυτοφυούς βλάστησης τόσο στις επιφάνειες των περιπολίων και των προμαχώνων, όσο και στα κεκλιμένα (εξωτερικά) και τα κατακόρυφα (εσωτερικά) τείχη της ακρόπολης (εικ. 21α-γ).

Παράλληλα με τα έργα στην ακρόπολη πραγματοποιήθηκαν στον εκτεταμένο περίβολο του φρουρίου και έργα ριζικού καθαρισμού του από τις επιχώσεις και την αυτοφυή βλάστηση που κάλυπταν τους δρόμους του τουρκικού οικισμού, καθώς και τις κύριες λιθόστρωτες διαδρομές, που συνέδεαν την ακρόπολη με τους δύο παραθαλάσσιους προμαχώνες Santa Barbara και Santa Maria, στους οποίους επίσης έγιναν έργα καθαρισμού, στερέωσης και συντήρησης. Καθαρίστηκε ακόμη και αποκαταστάθηκε η μορφή της κεντρικής κρήνης, που βρίσκεται στη διαδρομή από τους στρατώνες του Maison προς την ακρόπολη, έργο που συνοδεύτηκε με διαμόρφωση του χώρου.

Στο ερειπωμένο κτήριο των Στρατώνων του Maison πραγματοποιήθηκαν σημαντικά έργα προκειμένου να ολοκληρωθεί το ευρύτερο πρόγραμμα λειτουργίας του ΕΛΚΥΑΠ.

Το επίμηκες αυτό κτήριο, διαστάσεων 47×16 μ., με δίριχτη στέγη, είχε δύο εισόδους στη δυτική πλευρά του ισογείου, ενώ ο όροφος ήταν προσιτός από δύο εξωτερικές λίθινες κλίμακες με κτιστή κουπαστή στις δύο άκρες της ανατολικής μακριάς πλευράς. Το βόρειο ήμισυ του κτηρίου διατηρούσε μόνον τους εξωτερικούς τοίχους (εικ. 22, 23α-β, 24α-β, 25α-β), ενώ το νότιο, σε κατάσταση εγκατάλειψης, χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη αρχαίων.

Σύμφωνα με την εγκεκριμένη από το ΚΑΣ μελέτη, στο κτήριο αποκαταστάθηκε η στέγη, το ξύλινο πάτωμα του ορόφου καθώς και το δάπεδο του ισογείου. Μετά την ολοκλήρωση των έργων στερέωσης και ανακαίνισης των στρατώνων του Maison, καθώς και της οργάνωσης εκεί της ιστορικο-αρχαιολογικής βιβλιοθήκης του ΕΛΚΥΑΠ, η απήχηση στην τοπική κοινωνία ήταν τόσο θετική, ώστε ο γνωστός Πύλιος εκδότης και λόγιος Νότης Καραβίας δώρισε στο Κέντρο την πλούσια προσωπική του βιβλιοθήκη.

Για την κάλυψη των πολλαπλών αναγκών σε ξυλοκατασκευές και σιδηροκατασκευές τόσο στην ακρόπολη όσο και στο κτήριο των στρατώνων του Maison (πατώματα, πόρτες, παράθυρα, κιγκλιδώματα, ντουλάπια, κρεβάτια, τραπέζια, βιβλιοθήκες, πάγκοι) δημιουργήθηκαν δύο εργαστήρια στον μεγάλο περίβολο, σε ημικατεστραμμένες οικοδομικές κατασκευές του τουρκικού οικισμού, που ανακατασκευάστηκαν για αυτόν το σκοπό (εικ. 26, 27α-β, 28α-δ).

Η πρόοδος των έργων στο φρούριο της Πύλου ήταν γοργή και είχε άμεσα αποτελέσματα. Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι οι πρώτες μετρήσεις αποτύπωσης για την εκπόνηση των απαραίτητων μελετών της επέμβασης ξεκίνησαν την 1η Μαΐου του 1982 και δύο χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1984, διεξήχθη με επιτυχία, με τη συμμετοχή των υπαλλήλων της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων, αρχαιολόγων Αγλαΐας Αρχοντίδου και Κατερίνας Δελαπόρτα, στη μεγάλη αίθουσα διαλέξεων, στην ακρόπολη, το 3ο Διεθνές Συνέδριο Υποβρύχιας Αρχαιολογίας του Συμβουλίου της Ευρώπης (σημ. 4) (εικ. 29).

Η γένεση του Ελληνικού Κέντρου Υποβρύχιας Αρχαιολογίας Πύλου

Προτού ξεκινήσω την παρουσίαση του ιστορικού του ΕΛΚΥΑΠ, θα έπρεπε να απαντηθεί ένα διττό, αυτονόητο ίσως, ερώτημα: γιατί Κέντρο Υποβρύχιας Αρχαιολογίας και γιατί στην Πύλο;

Το γιατί στην Πύλο είναι εύκολο να απαντηθεί, αφού εκεί με οδήγησε η επαφή μου με τα μνημεία της Μεσσηνίας και η συνακόλουθη γνωριμία, αγάπη και εξοικείωση με τον τόπο που –θα μπορούσα να πω–, ξεκίνησαν το 1958 με τη συμμετοχή μου για εφτά ετήσιες ερευνητικές περιόδους στην ανασκαφή του ανακτόρου του Νέστορος στη Χώρα Τριφυλίας, υπό τη διεύθυνση του Καρόλου Μπλέγκεν.

Ακολούθησαν η οργάνωση του Αντωνοπούλειου Μουσείου Πύλου με τη μουσειακή παρουσίαση των ανασκαφικών ευρημάτων του Σπυρίδωνος Μαρινάτου από τους Μυκηναϊκούς Θολωτούς Τάφους στην Κουκουνάρα, των ελληνιστικών ευρημάτων της ανασκαφής του Νίκου Γιαλούρη στην περιοχή της Γιάλοβας, καθώς και των ευρημάτων από τον ελληνιστικό τύμβο που ανέσκαψα στη θέση Τσοπάνη Ράχη Τριφυλίας. Η εργασία στο μουσείο ολοκληρώθηκε με την έκθεση της Συλλογής René Puaux, για την οποία έκανε τη χορηγία του Μουσείου ο Μεσσήνιος ομογενής Χρίστος Αντωνόπουλος (εικ. 30).

Η υπηρεσιακή ωστόσο ενασχόλησή μου με τη Μεσσηνία συμπληρώνεται και με μια σειρά άλλων αρχαιολογικών εργασιών:

– την εποπτεία των υποβρύχιων αρχαιολογικών ερευνών του Αμερικανού ωκεανολόγου Edwin Link το 1962 και του Jacques Yves Cousteau το 1975, στον Κόλπο του Ναβαρίνου,

– τη συντήρηση και ανάδειξη του πύργου Μπούρτζι στο Φρούριο της Μεθώνης, καθώς και τη στερέωση και αποκατάσταση της μεσαιωνικής γέφυρας που συνδέει τον πύργο με τη νότια πύλη του φρουρίου,

– την εξ υπαρχής οργάνωση (1968-9) και έκθεση των αρχαίων του Μπενάκειου Μουσείου της Καλαμάτας με ευρήματα από διάφορες τοποθεσίες της Μεσσηνίας (σημ. 5),

– την επαφή μου με τη Μεσσηνία τη σημάδεψε ακόμα σε δύσκολες ώρες το 1986 και η ενασχόλησή μου σε θέματα αρμοδιότητας του Υπουργείου Πολιτισμού, στην Καλαμάτα, την τραυματισμένη από το σεισμό πόλη, με πολυπληθές συνεργείο τεχνιτών από το εργοτάξιο του Φρουρίου της Πύλου, καθώς και με

– την αντίθεσή μου, το 1975-76, στην επαπειλούμενη καταστροφή του φυσικού κάλλους και του ιστορικο-αρχαιολογικού πλούτου του Ναβαρίνου, με την άστοχη απόφαση μετατροπής της περιοχής σε βιομηχανική ζώνη με τις εγκαταστάσεις και τη λειτουργία των ναυπηγείων Καραγιώργη, ένα πρόγραμμα που, όπως είναι γνωστό, τελικά ματαιώθηκε.

Δεν ήταν λοιπόν μόνον ότι η Πύλος που λόγω της γεωγραφικής της θέσης, εξ αντικειμένου, προσφερόταν για ένα τέτοιο εγχείρημα. Ούτε η πολύχρονη συναναστροφή μου με τους Μεσσήνιους και η εξοικείωσή μου με τον τόπο. Ήταν και η τεράστια ηθική υποχρέωση που ένιωθα για το τι έπρεπε να κάνω, στο βαθμό που μου αναλογούσε, και ακόμα περισσότερο, απέναντι στους Πύλιους που θεωρώντας ότι με τη ματαίωση της προοπτικής των ναυπηγείων έσβηναν και οι ελπίδες απασχόλησης για τους ίδιους και για τα παιδιά τους, και οι οποίοι μας υποδέχτηκαν στην Πύλο με μαύρες σημαίες όταν υπηρεσιακά συνόδευσα εκεί τον Υπουργό Πολιτισμού Κωνσταντίνο Τρυπάνη για την εξεύρεση λύσης.

Μετά λοιπόν την ίδρυση του Ινστιτούτου Εναλίων Αρχαιολογικών Ερευνών το 1973 και της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων το 1976, ωρίμασε στο νου μου ένα σχέδιο προγράμματος για τη δημιουργία ενός Ελληνικού Κέντρου Υποβρύχιων Αρχαιολογικών Ερευνών στην Πύλο, εντελώς εξειδικευμένου, σε αντιστάθμισμα του τουρκικού κέντρου που βρίσκεται στην Αλικαρνασσό, του γνωστού Κέντρου στο Μουσείο της Υποβρύχιας Αρχαιολογίας του Bodrum.

Το ΕΛΚΥΑΠ θα ήταν αποκλειστικά ερευνητικός μελετητικός φορέας, με τις δυνατότητες που θα του παρείχε το, ιδιωτικού δικαίου, θεσμικό καθεστώς του, που θα επέτρεπε απρόσκοπτα τη συνεργασία και με ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού. Το Κέντρο θα μπορούσε να επιχορηγείται από ιδρύματα ελληνικά και ξένα, για να οργανώνει σε συνεργασία και πάντα υπό την εποπτεία του κρατικού φορέα, της Εφορείας Εναλίων Αρχαιοτήτων, υποβρύχιες έρευνες σε μεγάλα, άνω των 100 μ., βάθη.

Εδώ θα ήθελα να υπενθυμίσω και να τονίσω ότι το σύνολο των πρωτότυπων χάλκινων αγαλμάτων που σώθηκαν ως τις μέρες μας προέρχονται, εκτός από ελάχιστα, από τη θάλασσα, και μάλιστα από μεγάλα βάθη, τυχαία πάντοτε αλιεύματα η ακριβής θέση εύρεσης των οποίων κατά κανόνα δεν είναι γνωστή (σημ. 6).

Έτσι, και δεδομένου του μεγάλου αριθμού των εντοπισμένων ναυαγίων (της τάξεως των χιλίων) που, εκτός από ελάχιστα, δεν έχουν ερευνηθεί, λόγω αντικειμενικών κυρίως συνθηκών, ως ΄Εφορος των Εναλίων Αρχαιοτήτων υπέβαλα υπηρεσιακά (το 1977) στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού πρόγραμμα εγκατάστασης του ΕΛΚΥΑΠ στο φρούριο Νιόκαστρο. Η πρότασή μου αυτή εξαιτίας της σοβαρότητας του θέματος και του υψηλού κόστους που θα απαιτούσε η υλοποίησή της υποβλήθηκε με θετική εισήγηση από τον Υπουργό Πολιτισμού Κωνσταντίνο Τρυπάνη στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος και το ενέκρινε. Το 1981 η προοπτική της εγκατάστασης του Κέντρου Υποβρύχιας Αρχαιολογίας στο Νιόκαστρο υιοθετήθηκε από την Υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη και το έργο χρηματοδοτήθηκε από το Υπουργείο Συντονισμού μέσω της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Για την απρόσκοπτη πραγματοποίηση του προγράμματος, εισηγήθηκα τότε και εγκρίθηκε από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, η υπαγωγή του Νιόκαστρου στη δικαιοδοσία και τις αρμοδιότητες της Εφορείας Εναλίων και έτσι το 1982 ξεκίνησαν τα έργα στο φρούριο της Πύλου, που εκ των πραγμάτων θα είχαν διττό χαρακτήρα γιατί οι ανάγκες εγκατάστασης και λειτουργίας του Κέντρου σήμαιναν ταυτόχρονα και αποκατάσταση των αλλοιωμένων από το χρόνο, την έλλειψη συντήρησης και τις μεταγενέστερες επεμβάσεις χώρων του μνημείου.

Εργάστηκαν λοιπόν στο Νιόκαστρο οι αρχιτέκτονες Θάνος Παπαθανασόπουλος, που αφιλοκερδώς συμμετείχε στις μελέτες και τον προγραμματισμό των έργων, και η Γεωργία Καζαντζίδου, ο τοπογράφος μηχανικός Γιάννης Μπαξεβανάκης, η πολιτικός μηχανικός Νίκη Μιλτιάδου, ο αρχαιολόγος Ηλίας Σπονδύλης και οι υπεύθυνοι εργοταξίου, αρχιτεχνίτες Νίκος Βουλγαράκης και Βαγγέλης Γκίκιζας, καθώς και ο λιθοξόος Κώστας Μακαντάσης και ακόμα 80 εργατοτεχνίτες από την Πύλο και από την Αθήνα.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να επισημάνω ότι το Ελληνικό Κέντρο Υποβρύχιας Αρχαιολογίας Πύλου, παρά τους κόπους και το υψηλό κόστος που δαπανήθηκε στα έργα της πενταετίας 1982-87, δεν εγκαταστάθηκε ποτέ στο φρούριο και δεν εκπλήρωσε το σκοπό για τον οποίο ιδρύθηκε, ίσως γιατί οι αρμόδιοι δεν κατάλαβαν ότι όλα αυτά δεν έγιναν για να λειτουργήσουν… ως χώροι εκθέσεων, αμφορέων και αρχαιολογικών αποθηκών.

 

Γιώργος Α. Παπαθανασόπουλος

Επίτιμος Έφορος Αρχαιοτήτων