Μια περιδιάβαση στο χώρο της δυτικής Θεσσαλίας και ειδικότερα στον νομό Τρικάλων, με αναφορές στα ιερά και τη λατρεία των θεών, επιχειρεί ο επίτιμος Διευθυντής της ΛΔ’ Εφορείας, αρχαιολόγος Λεωνίδας Χατζηαγγελάκης, μέσα από σχετική μελέτη.

Στόχος της μελέτης αυτής είναι η συγκέντρωση και καταγραφή όσο το δυνατόν περισσότερων πληροφοριών για τα ιερά και τη λατρεία των θεών, ώστε με όσα στοιχεία συγκεντρωθούν, όπως ο ίδιος ο κ. Χατζηαγγελάκης εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, σιγά και σταθερά να δημιουργηθεί μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τη θρησκευτική λατρεία κατά την αρχαιότητα στην περιοχή αυτή.

Οι πληροφορίες και τα στοιχεία για τη λατρεία προέρχονται κυρίως από επιγραφές, αλλά και από αναθηματικές στήλες, τα νομίσματα, την αρχαία γραμματεία και τις ανασκαφικές έρευνες. Σε μικρότερο δε βαθμό, από αγάλματα που βρέθηκαν ή αποκαλύπτονται, από θραύσματα τέτοιων ή από βάσεις αναθημάτων.

Εστιαιώτις

Η ονομασία Εστιαιώτις ή Ισταιώτις είναι προθεσσαλική και περιελάμβανε κάποτε όλη τη βόρεια Θεσσαλία, την περιοχή ανάμεσα στην Πίνδο, την Άνω Μακεδονία και τον Όλυμπο – Όσσα. Ακόμα παλιότερα η περιοχή ονομαζόταν Δωρίς και κατοικούνταν από Δωριείς και Περραιβούς.

Κατά τους ιστορικούς χρόνους, το όνομα περιορίστηκε στην τετράδα της «Εστιαιώτιδας», που αποκόπηκε από την Περραιβία. Η Εστιαιώτις συνόρευε βόρεια με τη Μακεδονία, ανατολικά με την Περραιβία και νοτιοανατολικά με την Πελασγιώτιδα. Νότια επικοινωνούσε με τη Θεσσαλιώτιδα και δυτικά με την Αθαμανία.

Ως πιο σημαντικές πόλεις περιελάμβανε την αρχαία Τρίκκη, την Πέλιννα, τους Γόμφους, τη Μητρόπολη.

Πέλιννα

Η αρχαία Πέλιννα ή Πελινναίον, που απλωνόταν ανάμεσα στην Τρίκκη και στη Φαρκαδόνα, στην αριστερή όχθη του Πηνειού ποταμού, πόλη της τετράδας Εστιαιώτιδας, βρίσκεται στη διαδρομή από τη Λάρισα προς τα Τρίκαλα. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, την πόλη ίδρυσε ο Πέλιννος, γιος του Οιχαλιέα, από την πόλη του Ευρύτου Οιχαλία.

Τα αρχαία λείψανα φανερώνουν μια μεγάλη πόλη με ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, κυρίως κατά τη διάρκεια της μακεδονικής παρουσίας στην Θεσσαλία (354-197 π.Χ.). Δημόσια κτίρια της πόλης φαίνεται πως αναπτύσσονταν και σε μια περιοχή νότια-νοτιοδυτικά της ακρόπολης, όπου η ήρεμη πλαγιά πιθανότατα να κρύβει το κοίλο ενός θεάτρου.

Στο εσωτερικό τμήμα, στη δυτική επέκταση της αρχαίας πόλης, νεότερες ανασκαφικές δραστηριότητες αποκαλύπτουν αρχιτεκτονικά λείψανα ενός κτηρίου μεγάλου μεγέθους πλέον των 30Χ30 μ. περίπου, πιθανότατα δημόσιου χαρακτήρα. Στον χώρο αυτό εντοπίστηκαν ορισμένα ειδώλια από τον κύκλο του Διονύσου, καθώς και ένα αναθηματικό ανάγλυφο που έχει σχέση με τον κύκλο του Ασκληπιού.

Η πόλη έκοψε δικά της νομίσματα, αργυρά και χάλκινα. Σε αυτά απεικονίζονται είτε ιππείς είτε πολεμιστές ή η θεά Αθηνά-Νίκη και σε ορισμένα από αυτά η Σίβυλλα Μαντώ, κόρη του Μάντη Τειρεσία, που στο χέρι κρατά ένα καλάθι από όπου βγαίνουν οι χρησμοί της.

Στην πόλη λατρευόταν ο Ζευς Καταιβάτης, όπως μαρτυρά αναθηματική επιγραφή του 3ου και 2ου αι. π.Χ. Από τον αρχαιολογικό χώρο της Πέλιννας προέρχεται ένα σύνολο αντικειμένων που παρέδωσε ο Γεώργιος Τζιάνης. Πρόκειται για δυο μαρμάρινα συνανήκοντα τμήματα Εκαταίου (4561, 4561α), τρία συνανήκοντα τμήματα αποσπασματικά σωζόμενου μαρμάρινου κιονίσκου (4562, 4562α, 5462β), ένα μαρμάρινο αντικείμενο τριγωνικής διατομής, πιθανόν τμήμα Εκαταίου (4563), ένα μαρμάρινο αντικείμενο κυκλικής διατομής με τετράγωνη βάση και τόρμο στο πάνω μέρος (4564).

Σύγχρονη περιφέρεια Πρίνου Τρικάλων

Από την περιφέρεια του Πρίνου Τρικάλων προήλθε ένα ενδιαφέρον αναθηματικό σύνολο αφιερωμένο στον Ποσειδώνα. Πρόκειται για ένα ακέραιο, μαρμάρινο δελφίνι και θραύσματα πέντε άλλων μικρότερων δελφινιών. Το ακέραιο φέρει την επιγραφή [Ποτ]ειδουνι και χρονολογείται στο α’ μισό του 4ου αι. π.Χ.

Το δελφίνι αποτέλεσε συχνά το σύμβολο του θαλάσσιου κόσμου και γι’ αυτόν τον λόγο συνοδεύει συχνά τον Ποσειδώνα. Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Χατζηαγγελάκη, όσο και αν το δελφίνι αποτελεί ταιριαστό ανάθημα στον κύριο της θάλασσας, η εύρεση του αναθήματος μάλλον προκαλεί προβληματισμό, καθώς απευθύνεται στη θαλάσσια υπόσταση του Ποσειδώνα σε μια περιοχή που λατρεύεται κυρίως ως θεός της γης και δημιουργός της θεσσαλικής πεδιάδας. Η σχέση του θεού με το υγρό στοιχείο στη Θεσσαλία περιορίζεται στις κρήνες (Λάρισα, Ποσειδών Κραναίος) και στα ποτάμια (Κουάριος στο Κιέριον).

Είναι αξιοσημείωτο, άλλωστε, ότι ο Ποσειδώνας διατηρεί στη Θεσσαλία τη χθόνια φύση του ακόμη και όταν έχει καθιερωθεί στον υπόλοιπο αρχαίο κόσμο ως θεός της θάλασσας.

Αρχαίοι Γόμφοι

Οι αρχαίοι Γόμφοι, σύμφωνα με τον αρχαιολόγο, βρίσκονται ανάμεσα στο σημερινό Μουζάκι και τους σύγχρονους Γόμφους (Ραψίστα). Επί Φιλίππου Β’ η πόλη είχε ονομαστεί Φίλιπποι ή Φιλιππόπολις, όμως μετά το 330 π.Χ. εμφανίζεται ξανά με το όνομα Γόμφοι.

Η πόλη ήταν ιδρυμένη σε αμφιθεατρικό χώρο που δημιουργούν χαμηλοί λόφοι, στα όρια των Νομών Καρδίτσας και Τρικάλων. Οι Γόμφοι, λόγω της θέσης τους, έλεγχαν τις δυο διαβάσεις που οδηγούσαν από την πεδιάδα προς την αρχαία Αμβρακία (Άρτα) και την Αθαμανία.

Οι ανασκαφικές έρευνες μέσα στην αρχαία πόλη αποκάλυψαν τμήμα του πολεοδομικού ιστού της πόλης, όπως τμήματα μεγάλων δημόσιων κτιρίων, διαστάσεων 13,50Χ8,50 μ. το πρώτο και 12,50Χ12,50 μ. το δεύτερο, που πιθανόν ανήκε στην Αγορά της πόλης, καθώς και λείψανα κτιρίου με βαθμιδωτή κρηπίδα και τμήμα δρόμου. Οι αρχιτεκτονικές αυτές κατασκευές χρονολογούνται στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Σε χώρο του ενός κτιρίου βρέθηκε –όπως αναφέρει ο κ. Χατζηαγγελάκης– ρωμαϊκή μαρμάρινη λάρνακα «νεοαττικού» τύπου, η οποία στην κύρια πλευρά φέρει ανάγλυφη παράσταση «αρπαγής Κόρης» από τον Πλούτωνα, ενώ στην άλλη υπάρχει αετός, από τα φτερά του οποίου εκφύονται φυτικοί πλοχμοί που στις γωνιές καταλήγουν σε κεφαλές βοών.

Στους αρχαίους Γόμφους λατρευόταν ο Δίας «Ακραίος» με τον προσδιορισμό «Παλάμνιος». Σε εκκλησία κοντά στο Μουζάκι εντοπίστηκε ένας απλός ορθογώνιος βωμός του Διός Παλαμνίου, του Θεού τιμωρού όσων είχαν διαπράξει φόνο. Τον βωμό είχε εντοπίσει στις αρχές του 20ού αι. ο Άγγλος περιηγητής Leake, ο οποίος παρατήρησε ότι στην εκκλησία υπήρχαν πολλά αρχιτεκτονικά μέλη, τα οποία θεώρησε ότι προέρχονταν από κάποιο ναό του θεού. Σύμφωνα με τον Τίτο Λίβιο επάνω στον δρόμο που οδηγούσε από τους Γόμφους στην Αργιθέα υπήρχε ιερό του Διός Ακραίου. Ο ναός του «Διός Ακραίου» τοποθετείται, από ορισμένους μελετητές, κοντά στο χωριό Βατσουνιά, ενώ σε μικρό θραύσμα που βρέθηκε στο διπλανό οικισμό Τριγώνα αναφέρεται λατρεία του Δία.

Η λατρεία του Διός στους Γόμφους υποδηλώνεται και στα νομίσματα της πόλης. Στον εμπροσθότυπο αργυρής δραχμής (περίπου 340 π.Χ.) εικονίζεται κεφαλή της Ήρας ή Nύμφης και στον οπισθότυπο απεικονίζεται ο Ζευς Ακραίος ή Παλάμνιος καθισμένος σε βράχο. Με το δεξί χέρι κρατάει το σκήπτρο και με το αριστερό ακουμπά στο βράχο. Στο βάθος διακρίνεται ο κεραυνός. Σε άλλη απόδοση νομισμάτων ο βράχος αντικαταστάθηκε από τον θρόνο και το σκήπτρο από τον κεραυνό, σε χάλκινη και αργυρή κοπή των αρχών του 3ου αι. π.Χ.

Η λατρεία του θεού Διόνυσου, με την προσωνυμία Κάρπιος, πιστοποιείται σε επιγραφή που βρέθηκε στο χωριό Γόμφοι (Ραψίστα). Ο Γ. Ζιάκας τοποθετεί ιερό του Διόνυσου Κάρπιου στη θέση Αγία Τριάδα, ανάμεσα στα χωριά Γόμφοι (Ραψίστα) και Λυγαριά, στη θέση Σταυρός, όπου διαπίστωσε την ύπαρξη σπονδύλων και άλλων αρχιτεκτονικών μέλών. Σε αναθηματική στήλη που παραδίδεται ότι βρέθηκε στην περιοχή των αρχαίων Γόμφων και σήμερα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Καρδίτσας απεικονίζεται ο θεός Απόλλωνας ως κιθαρωδός.

Η μελέτη των ανασκαφικών δεδομένων αναμένεται να συνδέσει τα αρχαιολογικά κατάλοιπα με τις ιστορικές και επιγραφικές μαρτυρίες. Ειδική αναφορά γίνεται ακόμη στην Αρχαία Τρίκκη και το λεγόμενο Ασκληπιείο της Τρίκκης.