Ένα τεράστιο μνημείο θαμμένο κάτω από τόνους χώματος που εναποτέθηκαν επάνω του επί δημαρχίας Σκυλίτση, το Κονώνειο Τείχος του Πειραιά, θα ξαναδεί το φως.

Οι εργασίες αποχωμάτωσης αποσκοπούν στον καθαρισμό και στην αποκάλυψη του τείχους κατά μήκος της Πειραϊκής Ακτής, ώστε το μνημείο να αποδοθεί και πάλι στο κοινό.

Η αποτύπωση ολόκληρου του τείχους, που είχε γίνει το 1966 από την αξέχαστη Ηώ Ζερβουδάκη, αποτελεί σήμερα τον οδηγό για την ανάδειξη του μνημείου.

Σύμφωνα με τη μελέτη που εγκρίθηκε πρόσφατα από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, προβλέπονται μικρές στερεώσεις, αναστηλώσεις και άλλες εργασίες σε ολόκληρο το τείχος.

Το Κονώνειο «αντιπροσωπεύει ένα από τα καλύτερα δείγματα της αρχαίας οχυρωματικής τέχνης στη Μεσόγειο», λέει στο «Έθνος» η έφορος Αρχαιοτήτων Πειραιά Στέλλα Χρυσουλάκη.

«Η αρχική του φάση που αποτελεί και την ιδρυτική πράξη του λιμένα και της πόλης του Πειραιά από τον Θεμιστοκλή (493-482 π.Χ.) είναι σήμερα ορατή σε λίγα τμήματα. Το σωζόμενο σε μήκος δυόμισι χιλιομέτρων τείχος χτίστηκε από τον Κόνωνα το 394 π.Χ. και περικλείει όλη την Πειραική Ακτή. Όπως όλα τα ιστάμενα μνημεία της Αττικής, το τείχος μπορεί να αφηγηθεί πολλές και ενίοτε δραματικές περιπέτειες, αλλά και τις πολύχρονες προσπάθειες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας για τη διάσωσή του. Στην παρούσα φάση η ΚΣΤ’ ΕΠΚΑ με την αρωγή της Περιφερειακής Ενότητας Πειραιώς συνεχίζει το έργο της ανάδειξής του, ευχόμενη να αποτελέσει προορισμό των επισκεπτών της χώρας αλλά και προσφιλή περίπατο των κατοίκων του Πειραιά».

Η διευθύντρια αρχαιοτήτων Νικολέττα Διβάρη-Βαλάκου σημείωσε πως οι εργασίες γίνονται στο πλαίσιο προγραμματικής σύμβασης που είχε υπογράψει το υπουργείο Πολιτισμού πριν από ενάμιση χρόνο με τον τότε νομάρχη Πειραιά Γ. Μίχα.

«Στόχος οι παρεμβάσεις σε τμήματα του Κονώνειου Τείχους ώστε να είναι δυνατή η επίσκεψη του κοινού», τόνισε στο «Εθνος». «Επίσης, πρέπει να υπάρξουν επεμβάσεις σε κομμάτια που βρίσκονται στη θάλασσα και ακουμπούν σε βράχια. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα θα ολοκληρωθεί σε έναν χρόνο όπως προβλέπει η σύμβαση και θα ακολουθήσουν και άλλα προγράμματα από την Αρχαιολογική Υπηρεσία».