Η αεροφωτογραφία εκτός από την εμπορική της σημασία (υπάρχει μεγάλη ζήτηση για την καταγραφή συνήθως επιχειρήσεων από ψηλά) έχει και μεγάλη καλλιτεχνική αξία. Από ψηλά ανακαλύπτει κανείς ενδιαφέροντα σχήματα και σχέδια που προκύπτουν από το παιχνίδι του φωτός στο φυσικό περιβάλλον και που δεν είναι ορατά από το έδαφος.

Για πολλούς αεροφωτογραφία σημαίνει φωτογράφιση της επιφάνειας της Γης από δορυφόρο, όμως αεροφωτογράφιση γίνεται και με διάφορους άλλους τρόπους. Οι συνηθέστεροι είναι με αεροπλάνο και ελικόπτερο, αν και υπάρχουν πολλοί που χρησιμοποιούν χαρταετούς, μπαλόνια με ήλιον ακόμα και μικρά ελικόπτερα με τηλεχειριστήριο, στα οποία συνδέουν φωτογραφικές μηχανές, που δίνουν τη δυνατότητα λήψης φωτογραφιών με τηλεχειριστήριο. Είναι προφανές ότι ο καλύτερος τρόπος αεροφωτογράφισης είναι με αεροπλάνο και ελικόπτερο, καθώς σε αυτή την περίπτωση η διαδικασία δεν επηρεάζεται από δυσμενείς καιρικές συνθήκες, όπως είναι ο αέρας ή η βροχή.

Αρκετοί φωτογραφίζουν από αεροπλάνα. Τα καλύτερα αεροπλάνα για φωτογράφιση είναι, κατά γενική ομολογία, τα Cessna χάρη στη χαμηλή ταχύτητα με την οποία μπορούν να πετούν και τα μεγάλα παράθυρά τους που ανοίγουν. Το Cessna 177RG Cardinal είναι το καλύτερο γιατί οι ρόδες του μαζεύουν όταν πετά και έτσι δεν εμποδίζουν τη φωτογράφιση. Τα αεροπλάνα όμως δεν μπορούν να πετάξουν με ασφάλεια με ταχύτητα μικρότερη των 80 μιλίων την ώρα και οι μεγαλύτερες ταχύτητες δυσκολεύουν την αεροφωτογράφιση.

Έχω πετάξει και φωτογραφίσει με ελικόπτερο πολλές φορές. Η πρώτη φορά ήταν στην Αμερική, στο Wisconsin Dells, το 1980, όπου τόλμησα την πρώτη μου βόλτα με ελικόπτερο και την πρώτη μου φωτογράφιση πετώντας πάνω από το φαράγγι της περιοχής. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας το 1984 και 1985 φωτογράφισα επίσης πολλές φορές από ελικόπτερο. Όμως η συστηματική μου ενασχόληση με τη φωτογράφιση τοπίων άρχισε πριν από δεκαπέντε χρόνια και έκτοτε φωτογράφισα πολλές φορές το Άγιο Όρος, το Πήλιο και άλλα καταπληκτικά μέρη της Ελλάδας, κυρίως στο Αιγαίο.

Ακούγονται πολλά για την ασφάλεια των ελικοπτέρων. Ωστόσο, τα σύγχρονα ελικόπτερα είναι αξιόπιστα και δεν κινδυνεύει κανείς όταν τα χρησιμοποιεί. Το ποσοστό ατυχήματος με ελικόπτερο είναι 1 προς 100.000 ώρες πτήσης και τα περισσότερα ατυχήματα σχετίζονται με τον καιρό, κάτι που δεν επηρεάζει τους φωτογράφους που σχεδόν πάντα επιδιώκουν να επικρατούν καλές καιρικές συνθήκες όταν πετούν για φωτογράφιση.

Ένας από τους κινδύνους, δεδομένου ότι η φωτογράφιση γίνεται με ανοιχτή πόρτα, είναι να φύγει κάτι από την τσέπη του φωτογράφου εξαιτίας του αέρα και να πέσει στον πίσω έλικα, που βρίσκεται στην αριστερή πλευρά του ελικοπτέρου όπου συνήθως κάθεται ο φωτογράφος. Προσοχή επίσης απαιτείται ώστε να μην κατευθυνθεί κανείς προς το πίσω μέρος του ελικοπτέρου όταν αυτό είναι σε λειτουργία, γιατί ο πίσω έλικας όταν γυρίζει δεν φαίνεται λόγω της μεγάλης ταχύτητας και αυτό τον καθιστά ιδιαίτερα επικίνδυνο. Επομένως, αν τηρηθούν κάποιοι βασικοί κανόνες ασφαλείας, όπως το ότι δεν κατεβαίνουμε από το ελικόπτερο όταν αυτό λειτουργεί ή ότι ο φωτογράφος δεν πρέπει να έχει τίποτα στις αριστερές τσέπες του κ.λπ., τότε οι πτήσεις με ελικόπτερο είναι ασφαλείς.

Έχω πετάξει για φωτογράφιση με διαφορετικά ελικόπτερα από τα οποία τα Robinson R22 και R44, κατά την άποψή μου, είναι η καλύτερη επιλογή. Το Robinson R22 είναι διθέσιο και το Robinson R44 τετραθέσιο. Το Robinson R22 είναι λίγο πιο οικονομικό αλλά έχει πολύ μικρούς χώρους και μπορεί να πετάξει μόνο με 200 κιλά βάρος συνολικά (πιλότος, επιβάτης και εξοπλισμός), επομένως η καλύτερη επιλογή είναι το τετραθέσιο Robinson R44. Είναι πιο σταθερό όταν πετά και τα δύο επιπλέον καθίσματα συχνά φαίνονται χρήσιμα για την τοποθέτηση του φωτογραφικού εξοπλισμού.

Τα μεγαλύτερα εξαθέσια ελικόπτερα που διατίθενται στην Ελλάδα από εταιρείες ενοικίασης ελικοπτέρων διαθέτουν, στην αριστερή πλευρά τους συνήθως, μία μεγάλη συρόμενη πόρτα με ένα παράθυρο που όμως δεν ανοίγει. Αν κάποιος προσπαθήσει να φωτογραφίσει μέσα από το πλαστικό τζάμι του παραθύρου, θα διαπιστώσει ότι μόλις το 10% των φωτογραφιών μπορεί να αξιοποιηθεί, καθώς οι περισσότερες είναι πολύ κακές εξαιτίας της γυαλάδας ή των αντανακλάσεων.

Τα συγκεκριμένα ελικόπτερα διαθέτουν δύο μηχανές και είναι πιο ασφαλή. Πετούν με μεγαλύτερες ταχύτητες, συνήθως γύρω στα 80 μίλια την ώρα, ωστόσο όταν χρησιμοποιώ τα συγκεκριμένα ελικόπτερα, δίνω οδηγίες στον πιλότο να πετά με ταχύτητα περίπου 40 μιλίων την ώρα και ανοίγω τη συρόμενη πόρτα στη διάρκεια της φωτογράφισης. Η πόρτα, όταν είναι ορθάνοιχτη, ασφαλίζει με έναν μηχανισμό που διαθέτει στο πάνω μέρος της έτσι ώστε να μην κλείσει κατά λάθος. Με την πόρτα ανοικτή ο φωτογράφος μπορεί να φωτογραφίζει χωρίς πρόβλημα, ακόμα και προς τα πίσω, ελέγχοντας το πότε θα βγάλει τη φωτογραφία που επιθυμεί και αξιοποιώντας πλήρως το φως. Πολλοί πιστεύουν πως στη διάρκεια μιας φωτογράφισης με ελικόπτερο, αυτό σταματά στο σημείο που επιλέγει ο φωτογράφος για να βγάλει την φωτογραφία. Αυτό δεν γίνεται, όχι γιατί δεν είναι εφικτό, αλλά γιατί με το αυξημένο κόστος πτήσης ενός ελικοπτέρου, θα ήταν πολύ ακριβό. Το ελικόπτερο συνήθως κάνει έναν κύκλο γύρω από τον στόχο και ο φωτογράφος απλώς επιλέγει την οπτική γωνία ή καλύτερα τις οπτικές γωνίες που προτιμά. Ας σημειωθεί ότι όσες φορές και να επισκεφτεί κανείς μια τοποθεσία, οι φωτογραφίες που θα βγάλει θα είναι εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους είτε γιατί το φως θα είναι διαφορετικό, είτε γιατί, και αυτό είναι το πιο σημαντικό, σε διαφορετικό ύψος το θέμα μπορεί να αποδοθεί εντελώς διαφορετικά.

Το Robinson R44 μπορεί να πετά χωρίς πόρτες. Σε αυτή την περίπτωση οι πόρτες είτε αποθηκεύονται στο πίσω κάθισμα είτε παραμένουν στο ελικοδρόμιο. Είναι προτιμότερο να αφαιρέσει κανείς τις αριστερές πόρτες, απ’ όπου θα φωτογραφίζει, και να αφήσει τις δεξιές κλειστές γιατί ο πολύς αέρας που θα μπαίνει στο ελικόπτερο και από τις δύο πλευρές θα είναι πολύ κουραστικός. Η οπτική γωνία που προσφέρεται για φωτογράφιση είναι μικρότερη από αυτή των μεγαλύτερων ελικοπτέρων. Τη φωτογράφιση εμποδίζουν κυρίως οι βάσεις προσγείωσης του ελικοπτέρου. Αυτό το πρόβλημα το αντιμετωπίζει κάποιος που, όπως εγώ, προτιμά να φωτογραφίζει από πιο χαμηλό υψόμετρο με πολύ ευρυγώνιο φακό (16-35 mm).

Το εύρος στις τιμές ενοικίασης είναι μεγάλο. Ξεκινά από τα 700 ευρώ για τα Robinson R44 και φθάνει στα 2.000 ευρώ για τα μεγαλύτερα δικινητήρια ελικόπτερα, για κάθε ώρα πτήσης.

Σημαντικό ρόλο παίζει, επίσης, ο πιλότος του ελικοπτέρου. Αν είναι έμπειρος στην αεροφωτογράφιση, τότε μπορεί να διευκολύνει το φωτογράφο να έχει καλύτερο αποτέλεσμα.

Όταν φωτογραφίζω με ελικόπτερο, ο εξοπλισμός μου αποτελείται από δύο ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές. Οι Canon 5D καλύπτουν πλήρως τις απαιτήσεις μου γιατί έχουν αισθητήρα ο οποίος έχει το ίδιο μέγεθος με το αρνητικό μιας αναλογικής μηχανής (full frame). Ο λόγος για τον οποίο χρειάζονται δύο μηχανές είναι γιατί σε κάθε μία τοποθετείται διαφορετικός φακός. Στην πρώτη χρησιμοποιώ φακό 16-35 mm και στη δεύτερη 70-200 mm η 70-300 mm (εξαρτάται από το ύψος και το θέμα της φωτογράφισης).

Όταν φωτογράφιζα παλαιότερα με τις μηχανές Canon 20D και Canon 40D, είχα μαζί μου πολλές κάρτες μνήμης (είναι προφανές ότι δεν προλαβαίνει κανείς να αδειάσει τις γεμάτες κάρτες μνήμης). Αυτό μου έδινε τη δυνατότητα να φωτογραφίζω για περισσότερες από δύο ώρες, με τον ρυθμό που φωτογραφίζω σε παρόμοιες περιπτώσεις. Όμως, όταν χρησιμοποίησα την Canon 5D, ανακάλυψα ότι οι κάρτες μνήμες που είχα ήταν πολύ αργές και αναγκάστηκα να αγοράσω καινούργιες, γρηγορότερες και μεγαλύτερης χωρητικότητας, ώστε να μπορώ να αποθηκεύω τα μεγαλύτερα αρχεία που δίνουν οι Canon 5D. Άλλωστε, όπως προανέφερα, το ελικόπτερο κάνει έναν κύκλο γύρω από τον στόχο κατά τη φωτογράφιση, έτσι συνήθως βγάζεις μία φωτογραφία του θέματος κάθε δύο τρία δευτερόλεπτα, άρα ο όγκος των φωτογραφιών είναι πολύ μεγάλος.

Η καλύτερη ώρα της ημέρας για αεροφωτογράφιση είναι νωρίς το πρωί ή νωρίς το απόγευμα, δηλαδή την πρώτη ή την τελευταία ώρα της ημέρας. Την περίοδο από Νοέμβριο μέχρι Απρίλιο όλες οι ώρες της ημέρας είναι κατάλληλες γιατί ο ήλιος έχει πολύ χαμηλή τροχιά και έτσι το τοπίο φωτίζεται συνεχώς από το πλάι και οι φωτογραφίες βγαίνουν πολύ καλές. Εννοείται ότι επιλέγουμε να φωτογραφίσουμε τις ημέρες με διαύγεια. Συνήθως οι μέρες αμέσως μετά από βροχή είναι οι καλύτερες.

Όταν φωτογραφίζει κανείς κόντρα στο φως, τότε είναι πιθανό να χάσει όλη την πληροφορία στα φωτεινά μέρη της φωτογραφίας και ιδιαίτερα στον ουρανό, ο οποίος βγαίνει άσπρος. Προτείνεται να ρυθμίζεται το φωτόμετρο της μηχανής για να βγάζει υποφωτισμένες φωτογραφίες κατά 1/3 ή 1/2 f-stop, ούτως ώστε να διατηρούνται όλες οι πληροφορίες της φωτογραφίας και να μπορεί αυτή να διορθωθεί αργότερα στο Photoshop.

Άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η ταχύτητα του κλείστρου που ρυθμίζει κανείς στη μηχανή. Κατά την άποψή μου, είναι απαραίτητη η ρύθμιση στα 500 γιατί το ύψος δεν είναι πάντα σταθερό και όταν πετάς πάνω από λόφους, τότε το τοπίο είναι πλησιέστερα στο ελικόπτερο και προκύπτουν κουνημένες φωτογραφίες. Μεγαλύτερη ταχύτητα ίσως χρειαστεί όταν κανείς φωτογραφίζει με τον 70-200 mm ή τον 70-300 mm.

Ένα σημαντικό θέμα επίσης είναι η ευθυγράμμιση του ορίζοντα. Είναι πολύ εύκολο όταν φωτογραφίζεις σε ένα ελικόπτερο, που τριγυρίζει το θέμα σου, να βγάλεις φωτογραφίες χωρίς να προσέξεις τη γραμμή του ορίζοντα, και τότε το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα ακαλαίσθητο.

Όταν φωτογραφίζει κανείς με ευρυγώνιους φακούς, είναι πολύ εύκολο να συμπεριλάβει στη φωτογραφία τους έλικες και τα σίδερα της βάσης του ελικοπτέρου. Αυτό όμως διορθώνεται στην επεξεργασία της φωτογραφίας. Πολλές φορές, όταν δεν υπάρχει εναλλακτική, επιλέγω να βγάλω φωτογραφίες που γνωρίζω εκ των προτέρων ότι θα χρειαστούν επεξεργασία.

Οι φωτογραφικές λήψεις από ψηλά έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο εμπορικά όσο και καλλιτεχνικά. Με λίγη επιπλέον προσοχή και καλές τεχνικές γνώσεις οποιοσδήποτε μπορεί να αποκτήσει ενδιαφέρουσες αεροφωτογραφίες.

 

Δρ Αριστείδης Χ. Κοντογεώργης

Επίκ. Καθηγητής, Τμήματος Φωτογραφίας και Οπτικοακουστικών Τεχνών, Σχολής Γραφικών Τεχνών και Καλλιτεχνικών Σπουδών, ΤΕΙ Αθήνας, Πρόεδρος Διεθνούς Ομοσπονδίας Φωτογραφικών Φεστιβάλ (IPFF), τ. Πρόεδρος Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας (ΕΦΕ)