Ο ανθρωπολόγος Thomas Wynn και ο ψυχολόγος Frederick L. Coolidge, οι οποίοι διδάσκουν στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, μάς δίνουν μια διαφορετική εικόνα για τους ανθρώπους των σπηλαίων από αυτήν που έχουμε ίσως στο νου μας, στο βιβλίο τους “How to Think Like a Neandertal” (Πώς να σκέπτεστε σαν ένας Νεάντερταλ), μια φιλόδοξη ανασύνθεση της ζωής των Νεάντερταλ. Χρησιμοποιώντας τις επιστημονικές τους γνώσεις, προχωρούν πέρα από τα αρχαιολογικά ευρήματα και εξερευνούν όχι μόνο το πώς ζούσαν οι Νεάντερταλ αλλά και το πώς σκέπτονταν. Βεβαίως, αναγκαστικά πρόκειται για απλές υποθέσεις: Οι Νεάντερταλ έζησαν (στην Ευρώπη) πριν από 200.000-30.000 χρόνια και δεν άφησαν ίχνη πίσω τους, ούτε υπό μορφή γραπτών μαρτυριών ούτε οποιασδήποτε μορφής αναπαραστατικής τέχνης.

Οι Νεάντερταλ, όπως ισχυρίζονται οι δύο συγγραφείς, είχαν ενσυναίσθηση, κατείχαν μία τουλάχιστον γλώσσα, ήταν κοινωνικοί, πολύ συνδεδεμένοι με την οικογένειά τους, ήταν ικανοί –αν και όχι αρκετά επιδέξιοι- να προσχεδιάσουν κάτι, και επιδείκνυαν εντυπωσιακές δεξιότητες σε θέματα μηχανικής.

Είχαν όμως και τα μειονεκτήματά τους, όπως ήταν η ξενοφοβία, αφού παρέμεναν σε μια περιορισμένης έκτασης περιοχή από την οποία σπανίως απομακρύνονταν. Δεν αγαπούσαν την καινοτομία. Δεν θα δίσταζαν να φάνε ο ένας τον άλλον, εάν πεινούσαν πολύ. Το ίδιο όμως έχει αποδειχθεί και για τους «εξελιγμένους» ανθρώπους.

Ως απόδειξη της μηχανικής γνώσης των Νεάντερταλ, οι συγγραφείς αναφέρουν την εφεύρεση της αιχμής του δόρατος. Οι πρώτοι Νεάντερταλ πελεκούσαν απλά μια πέτρα με τη βοήθεια μια μεγαλύτερης πέτρα για να φτιάξουν μια μυτερή άκρη, αντιγράφοντας κάτι που συχνά έβλεπαν στη φύση. Αυτή η τεχνική πελεκήματος, ή αλλιώς λάξευσης, είναι απλή.

«Χιμπαντζήδες και ουρακοτάγκοι έχουν εκπαιδευθεί να το κάνουν», όπως λένε οι συγγραφείς. Οι Νεάντερταλ όμως τελειοποίησαν τη μέθοδο λάξευσης για να δημιουργήσουν τις λεπίδες της τεχνικής Λεβαλουά, με τις οποίες μπορούσαν να τραυματήσουν, να σκοτώσουν και να τεμαχίσουν ένα ζώο του μεγέθους ενός μαμούθ.

Αφότου βρήκαν τρόπο να φτιάχνουν τις αιχμές αυτές, έπρεπε να βρουν και πώς θα τις προσάρμοζαν σε ένα ξύλινο κοντάρι. «Υπήρχαν ανελέητοι νόμοι της φυσικής τους οποίους έπρεπε να υπερβούν». Προσπαθήστε να προσαρμόσετε μια πέτρα σε ένα ραβδί, αρκετά καλά ώστε να μην ξεκολλήσει όταν θα μαχαιρώσετε ένα μαμούθ. Πάρα πολύ δύσκολο…

Η λύση Νεάντερταλ, η οποία συμπεριλάμβανε βιτούμιον καθώς και το περίτεχνο δέσιμο των δύο αντικειμένων μεταξύ τους (τα σχοινιά δεν σώζονται φυσικά), αποδεικνύει το υψηλό επίπεδο της ευρηματικότητάς τους. «Όπως και να το έκαναν αυτό, οι Νεάντερταλ έλυσαν ένα σημαντικό πρόβλημα της μηχανικής, αυξάνοντας την αποτελεσματικότητα του πρωτόγονου όπλου τους» γράφουν οι δύο επιστήμονες.

Παρ’ όλα αυτά, απεχθάνονταν να βγαίνουν από τη ρουτίνα τους. Ακόμη και αφότου είχαν έρθει σε επαφή με τα πολύ πιο εξελιγμένα δόρατα του σύγχρονου Χόμο σάπιενς 40.000-30.000 χρόνια πριν, απέτυχαν να αφομοιώσουν και να υιοθετήσουν την πιο εκλεπτυσμένη τεχνολογία. Συνέβαλαν έτσι οι ίδιοι στον σταδιακό αφανισμό τους.

Όσο για την πνευματική ζωή των Νεάντερταλ τα στοιχεία είναι ανεπαρκή. Οι αρχαιολογικές μαρτυρίες δεν περιλαμβάνουν συμβολικά αντικείμενα που να συγκρίνονται με εκείνα συγκαιρινών τους ανθρώπων. Πίστευαν στον Θεό; Στη μεταθανάτια ζωή; Οι πρώτοι Νεάντερταλ βρέθηκαν σε τάφους, λένε εκείνοι που τους ανακάλυψαν, γεγονός που οδήγησε στην αντίληψη ότι οι Νεάντερταλ είχαν συναισθηματικές και θρησκευτικές ομοιότητες με τους ανθρώπους.

Μεταγενέστερα στοιχεία δεν επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ταφών. Αντιθέτως, η προχειρότητα με την οποία μεταχειρίζονταν τους νεκρούς υποδηλώνει πως δεν πίστευαν σε κάποια ανώτερη δύναμη ή στη μετά θάνατον ζωή. Τα σώματα των νεκρών τα φρόντιζαν υποτυπωδώς. Αυτό, όπως πιστεύουν οι συγγραφείς, δείχνει είτε έναν τρόπο να αντιμετωπίσουν τη θλίψη τους ή μια ανάγκη να διαχωρίσουν τους νεκρούς από τους ζωντανούς, σημειώνοντας ότι και οι άνθρωποι συνήθως διαχωρίζουν το νεκρό σώμα από το ζωντανό, είτε από το φόβο των πνευμάτων είτε από επιθυμία να στείλουν τον νεκρό σε μια μεταθανάτια ζωή.

«Ίσως οι Νεάντερταλ να πίστευαν πως ένα μέρος του κάθε ατόμου συνεχίζει να υπάρχει μετά το θάνατό του». Το γεγονός όμως ότι συχνά έριχναν τα οστά των νεκρών έξω από τα όρια μέσα στα οποία ζούσαν έχει μια πολύ πιο πεζή εξήγηση: απλώς δεν ήθελαν να έχουν ένα σώμα υπό σήψη μέσα στην περιοχή διαβίωσής τους.

Οι δύο συγγραφείς θέτουν ερωτήματα που δεν μπορεί παρά να παραμείνουν αναπάντητα, όπως: «Έλεγαν ανέκδοτα οι Νεάντερταλ; Τι ονειρεύονταν; Έπασχαν από διανοητικές ασθένειες;».

Πάντως, οι Νεάντερταλ και οι Χόμο Σάπιενς μοιράστηκαν το χώρο της Δυτικής Ευρώπης επί χιλιάδες χρόνια, παρόλου που μάλλον δεν συναντήθηκαν ποτέ. Τα δύο είδη διαχωρίστηκαν από τον κοινό τους πρόγονο 600.000 χρόνια πριν. Ανθρώπινο DNA δεν έχει βρεθεί στα γονίδια των Νεάντερταλ.

Οι επιστήμονες του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ, που ανασύνθεσαν το γονιδίωμα των Νεάντερταλ ανακοίνωσαν τον Μάιο του 2010 ότι 1-4% του γονιδιώματος των μη Αφρικανών ανθρώπων προέρχεται από τους Νεάντερταλ…