Αίσθηση προκάλεσε στον αρχαιολογικό κόσμο η θέσπιση του «Μνημονίου Συναντήληψης και Συνεργασίας» μεταξύ των υπουργείων Πολιτισμού και Τουρισμού (ΥΠ.ΠΟ.Τ) και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων (το πάλαι ποτέ ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.).

Τί γίνεται όταν ένας νέος δρόμος συμπίπτει με άλλον, ο οποίος φτιάχτηκε 3.000 χρόνια πριν; Ή όταν στα θεμέλια του υπό κατασκευήν δημόσιου κτιρίου αποκαλύπτονται τα κατάλοιπα ενός κτιρίου παρόμοιου χαρακτήρα αλλά της ρωμαϊκής εποχής; Πόλεμος! Μεταξύ εκπροσώπων της αναδόχου εταιρείας που έχει επενδύσει στην κατασκευή του σύγχρονου έργου και της αρχαιολογικής υπηρεσίας που έχει ως αποστολή να σώσει και να αναδείξει αναντικατάστατα δείγματα της διαχρονικής πορείας του ανθρώπου στο χώρο. Οι τοπικοί φορείς, με βάση και τα συμφέροντά τους διαλέγουν στρατόπεδα (το σήμερα ή το χθες; το μέλλον ή το πάντοτε;) και βοηθούν τον ευνοούμενό τους με αδιαφανείς κάποτε διαδικασίες, ενώ η θιγμένη πλευρά προσπαθεί επίσης να επωφεληθεί, εκμεταλλευόμενη την αδιαφάνεια των διαδικασιών και τη βραδύτητα της γραφειοκρατίας. Στο συμβιβασμό των δύο πλευρών – του χτες και του σήμερα για χάρη του πάντοτε – αποσκοπεί τυπικά το νεοσυσταθέν μνημόνιο που υπογράφηκε από τα δύο υπουργεία και φιλοδοξεί να ορίσει για εργολάβους και αρχαιολόγους στο χώρο ένα πλαίσιο δράσης που χαρακτηρίζεται από εμφανείς σκοπούς, διαφάνεια διαδικασιών και χρονικές προθεσμίες. Έναν επαγγελματισμό δηλαδή επιβεβλημένο από την οικονομική κρίση που δεν αφήνει ουσιαστικά περιθώρια για χάσιμο χρόνου και χρήματος. Σύμφωνα όμως με ανακοίνωση του Συλλόγου Εκτάκτων Αρχαιολόγων (Σ.ΕΚ.Α.), το μνημόνιο εκφράζει «προσπάθεια να «μετρηθεί» και να «ζυγιστεί» το αρχαιολογικό έργο με όρους τεχνοκρατικούς, να μπει σε καλούπια, προκειμένου να μπορούν οι μεγαλοεργολάβοι να προγραμματίζουν τις εργασίες τους με αριθμούς» ενώ «Ο ερευνητής και ερμηνευτής του παρελθόντος μέσα από τα υλικά κατάλοιπα που κληρονομήσαμε, μετατρέπεται σε απλό γραφειοκράτη και διεκπεραιωτή του σύγχρονου τεχνικού έργου». Τι λέει όμως το μνημόνιο; Και κατά πόσο είναι λογική η αντίδραση των αρχαιολόγων;

Γεγονός είναι ότι οι ορισμοί του μνημονίου είναι κατά πολύ ασαφείς και αντικρουόμενοι. Σε πολλές περιπτώσεις υποδηλώνουν άγνοια της αρχαιολογικής διαδικασίας και άλλοτε επιτρέπουν παράκαμψη της αρχαιολογικής έρευνας και των νόμων προστασίας αρχαιοτήτων από εκπροσώπους κατασκευαστικών φορέων. Χαρακτηριστικές είναι οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 2 όπου ορίζεται ότι «σε περίπτωση που το τεχνικό έργο διέρχεται από περιοχή όπου δεν υπάρχουν ορατές αρχαιολογικές ενδείξεις» και «δεν απαιτείται εκσκαφική εργασία», δεν διενεργείται δοκιμαστική έρευνα, παρακάμπτοντας όπως φαίνεται τις ισχύουσες διατάξεις περί αρχαιολογικών ζωνών. Αν, δε, βρεθούν αρχαία, η εκσκαφή – αυτή που δεν απαιτείται – διακόπτεται και γίνεται εισήγηση για έναρξη αρχαιολογικής έρευνας. Το παραπάνω προεξοφλεί ότι διενεργούνται εργασίες που δεν απαιτούνται και δεν έχουν προβλεφθεί στο οργανόγραμμα, ότι εργάτες και εργοδηγός είναι αρχαιολάτρες-αρχαιογνώστες ενώ ο εργολάβος έχει διαθέσεις μαικήνα της τέχνης!

Λιγότερο φαιδροί αλλά το ίδιο ασαφείς και καταστροφικοί για την αρχαιολογία κρίνονται άλλοι ορισμοί του μνημονίου όπου προβλέπεται η διατήρηση της μαραθώνιας γραφειοκρατίας για τον προγραμματισμό των αρχαιολογικών εργασιών (εμπλέκονται το λιγότερο πέντε φορείς του ΥΠ.ΠΟ.Τ. πριν την έγκριση από επιτροπή) και η εξολοκλήρου ανάληψη των εξόδων από τον πάτρωνα (Κύριο) του έργου. Η ευθύνη της αρχαιολογικής διαδικασίας παραμένει στον μόνιμο αρχαιολόγο, χωρίς ο έκτακτος – που συνήθως έχει την ουσιαστική εποπτεία του έργου – να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για τη διαπραγμάτευση του τρόπου εργασιών ή τη δημοσίευση των ευρημάτων. Όπως πάντοτε, έτσι και τώρα, ο πάτρωνας (Κύριος) του έργου συνεχίζει να επιβαρύνεται με όλα τα έξοδα της ανασκαφής, μελέτης και αποκατάστασης τυχόν ευρημάτων (παρ. 1.2, 1.4, 1.5, 2.1, 3.7, 4.1), κόστος δυσβάσταχτο για τον προϋπολογισμό του αλλά και απειλητικό και για το μέλλον της ανασκαφής καθώς εκείνη εξαρτάται από το οικονομικό μέλλον του έργου εν γένει. Προβλέπεται μάλιστα κατάχωση των ευρημάτων αν για οποιαδήποτε περίπτωση το έργο πρέπει να σταματήσει (παρ. 8.3). Αναφορές για θέση καίριων ζητημάτων «υπό συζήτησιν», όπως ορίζεται για την εύρεση χώρου αποκατάστασης ευρημάτων στην παρ. 7.1, φαίνεται επίσης να επιτρέπουν κωλυσιεργία, αντιβαίνοντας τόσο στο νόημα της αρχαιολογίας, στους σκοπούς του μνημονίου και στις ανάγκες που θέτει η διεθνής οικονομική συγκυρία.

Από την άλλη πλευρά, άλλα τμήματά του μνημονίου έχουν κάποια λογική βάση αν και είναι ανεπαρκώς τεκμηριωμένα. Η ανεπάρκεια αυτή είναι που δίνει τροφή στο συνδικαλιστικό όργανο των εκτάκτων αρχαιολόγων . Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο περιορισμός της μελέτης υλικού στα πλαίσια του έργου στους έξι μήνες (παρ. 7.2), που φέρεται ταυτόχρονα ως προσπάθεια των τεχνοκρατών να επιβληθούν στους επιστήμονες και ως δείγμα άγνοιας του αρχαιολογικού έργου. Όντως, ένα εξάμηνο είναι λίγο για τη μελέτη εκτεταμένων αρχαιολογικών καταλοίπων αλλά και τη γραφειοκρατία που εμπλέκεται με την προστασία τους. Καθώς όμως ο χρόνος της ανασκαφικής διαδικασίας τίθεται συνεχώς υπό διαπραγμάτευση και δεν έχει ουσιαστικά χρονικό όριο, ο αρχαιολόγος μπορεί να δηλώσει την έναρξη του εξαμήνου όποτε κρίνει σωστό ενώ και ο «Κύριος» του έργου μπορεί να προγραμματίσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις με μεγαλύτερη συνέπεια. Παρόμοιο θέμα τίθεται με τον προσδιορισμό του αρχαιολογικού προσωπικού, «εντεταλμένων αντιπροσώπων» ομιχλώδους ταυτότητας στο 2.2 του μνημονίου, οι οποίοι όμως ορίζονται ως ειδικοί (αρχαιολόγος υπηρεσίας) στο 3.5. Η ουσιαστική αυτή παράλειψη της σύμπτυξης των δύο παραγράφων σε μία, θέτουν το θέμα της αρχαιολογικής εμπειρίας και δίνουν την ευκαιρία για επαγγελματικές διεκδικήσεις που λίγη σχέση έχουν με το ίδιο το μνημόνιο. Η πρόταση για επιλογή προσωπικού μέσω ΑΣΕΠ, που γίνεται στην ανακοίνωση, ευτελίζει την αποστολή του ΣΕΚΑ ως συνδικαλιστικού οργάνου των μη μόνιμων αρχαιολόγων καθώς, με βάση τις μέχρι τώρα λειτουργίες του αρχαιολογικού έργου, η αρχαιολογική εμπειρία δεν είναι πάντα τεκμηριώσιμη με τα δεδομένα του ΑΣΕΠ. Υπάρχουν αρχαιολόγοι που έχουν εργαστεί στο εξωτερικό, εθελοντικά, ως εκπαιδευόμενοι, ως άμισθα μέλη χρηματοδοτούμενων ιδιωτικά πανεπιστημιακών αποστολών ενώ άλλοι διαθέτουν μεταπτυχιακά και διδακτορικά μαζί με ουσιαστική εμπειρία. Ταυτόχρονα η μονοπώληση των θέσεων εργασίας από άτομα επαγγελματικά στάσιμα, με πολύχρονη αλλά μονόπλευρη εμπειρία, δεν βοηθάει σε τίποτα τη σωστή αρχαιολογική διαδικασία.

Σε γενικές γραμμές, και παρά το στόχο του, το μνημόνιο φαίνεται να διχάζει αντί να ενώνει. Με καλές προθέσεις, φαίνεται να χρειάζεται αρκετή επανεξέταση προκειμένου να λειτουργήσει. Και υπάρχουν περιθώρια. Όσο το αρχαιολογικό έργο είναι έργο του οποίου οι λειτουργοί αξίζουν αμοιβή και εργασιακό σεβασμό, τόσο ο προγραμματισμός του με αριθμούς δεν θα πρέπει να τους είναι τόσο αδιάφορος και περιφρονητέος. Αρκεί να συμπορεύεται με το πραγματικό ενδιαφέρον για τον πολιτισμό και τον άνθρωπο.

Ζέτα Ξεκαλάκη