«Δυστυχώς, έχουμε μια πατρίδα που έχει εγκαταλείψει το Διδυμότειχο, κι ας είναι μια ζώσα βυζαντινή πόλη». «Και να θυμάστε πως η Θράκη χρειάζεται το δικό της βυζαντινό μουσείο».
Οι δύο αυτές φράσεις της προϊσταμένης της 15ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, Δέσποινας Μακροπούλου, ακούστηκαν και ως κραυγή διαμαρτυρίας για τον τρόπο που οι αρχές της πρωτεύουσας βλέπουν διαχρονικά τους ακρίτες των ευαίσθητων αυτών περιοχών που ζουν στην παραμεθόριο με τον ελληνικό στρατό.
Η Δ. Μακροπούλου ήρθε από την Αλεξανδρούπολη (έδρα της Εφορείας της) στην Αθήνα, για να υποστηρίξει στο Συμβούλιο Μουσείων το μουσειολογικό πρόγραμμα του Βυζαντινού Μουσείου Διδυμοτείχου που προσπαθεί να δημιουργηθεί από το 1994. Το κτίριο κατάφερε πέρυσι να αποπερατωθεί. Βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, σε ένα οικόπεδο που παραχώρησε ο Δήμος Διδυμοτείχου (5.500 τ.μ.). Είναι ένα μικρό κτίριο 2.470 τ.μ. με ισόγειο, υπόγειο και όροφο, όπου αναπτύσσονται, εκτός από τον εκθεσιακό χώρο (400 τ.μ.), αποθήκες, εργαστήρια, αναψυκτήριο, αίθουσα πολιτιστικών εκδηλώσεων και περιοδικών εκθέσεων.
Τα εκθέματα που θα παρουσιαστούν δεν είναι πολλά. Υπάρχουν 430 ευρήματα από τις ανασκαφές των 25 τελευταίων χρόνων στην περιοχή Διδυμοτείχου και Δυτικής Θράκης: αρχιτεκτονικά γλυπτά, επιγραφές, σπαράγματα τοιχογραφιών, έργα αγγειοπλαστικής, μικροτεχνία και νομίσματα. Σχολιάζοντας την έλλειψη αρχαιολογικού υλικού η αρχαιολόγος Αγγελική Κοτταρίδου είπε: «Πηγαίναμε και σκάβαμε μετά μανίας την κλασική αρχαιότητα για να βρούμε την ταυτότητά μας. Έτσι, έμειναν πολλές περιοχές όπως αυτή ανεξερεύνητες».
Στο Μουσείο Διδυμοτείχου προβλέπεται να αναδειχθεί κυρίως με πολυμέσα ο ρόλος της Θράκης από τη ρωμαϊκή περίοδο που αποτελούσε το βόρειο προτείχισμα της αυτοκρατορίας και την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης που ήταν το ανάχωμα για την πορεία προς τη Βασιλεύουσα.
Η ιστορία του Διδυμοτείχου θα παρουσιαστεί σε μια παράλληλη αφήγηση ξεκινώντας από τον 2ο αι. μ.Χ. όταν ιδρύθηκε στον λόφο της Αγίας Πέτρας η Πλωτινόπολη από τον αυτοκράτορα Τραϊανό. Οι επισκέπτες θα μάθουν πως το Διδυμότειχο ήταν μία από τις σημαντικότερες πόλεις του Βυζαντίου και αποτέλεσε σε διάφορες περιόδους διοικητική και στρατιωτική βάση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Εγινε πρωτεύουσα του Βυζαντίου τρεις φορές και εκεί διάλεξε να στεφθεί αυτοκράτορας ο Ιωάννης Καντακουζηνός διαδεχόμενος τον Ανδρόνικο Γ ‘.

Πηγή: Ελευθεροτυπία, Ν. Κοντράρου-Ρασσιά, 30/7/10