Τη δική του, εσωτερική, «αρχαιολογία» εκθέτει το Αρχαιολογικό Μουσείο της συµπρωτεύουσας καταδεικνύοντας ότι τα «ευρήµατα» δεν εντοπίζονται µόνο µε αρχαιολογικές ανασκαφές στην ελληνική γη. Στα συρτάρια των αρµοδίων υπηρεσιών βρίσκονται πολύτιµα έγγραφα Ιστορίας, όπως αυτά που αποδεικνύουν τις περιπέτειες του Λόρδου Ελγιν µε το πλοίο «Μέντωρ».
«Ανέφερα εγγράφως…» τιτλοφορείται η έκθεση µε θησαυρούς του Ιστορικού Αρχείου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας που παρουσιάζεται στους χώρους του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης αναδεικνύοντας μέσα από έγγραφα, κείµενα εσωτερικής αλληλογραφίας, σχέδια, λιγοστές φωτογραφίες και αντικείµενα την πλούσια «εσωτερική» ιστορία της αρχαιολογίας και µουσειολογίας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι σήµερα.
Στις δέκα συνολικά ενότητες της έκθεσης παρουσιάζονται κείµενα και στοιχεία κατ’ αρχάς από τη θεσµοθέτηση και ίδρυση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Οι Έλληνες αντέδρασαν από την πρώτη ώρα της σύστασης του νέου κράτους στην απογύµνωση της χώρας από την προγονική τους κληρονοµιά. Ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας απαγόρευσε την έξοδο των αρχαιοτήτων από τη χώρα και ίδρυσε το πρώτο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αίγινα.
Επί βασιλείας Όθωνα ιδρύθηκε η πρώτη Αρχαιολογική Υπηρεσία και διορίστηκε το προσωπικό της. Επίσης έγιναν τα πρώτα νοµοθετικά βήµατα ώστε να καθοριστεί η κυριότητα των αρχαιοτήτων από το κράτος. Το 1899 µε τον Νόµο 2646 η κυριότητα των αρχαιοτήτων πέρασε εξ ολοκλήρου στο Ελληνικό Δηµόσιο. Ο τελευταίος νόµος-«σταθµός» για τις αρχαιότητες ήταν ο Νόµος 5351/1932 µε τίτλο «περί αρχαιοτήτων». Ακολούθησε η έκδοση βασιλικού διατάγµατος «περί Αρχαιολογικής Επιτροπής και περί κανονισµού της υπηρεσίας αυτής». Η Επιτροπή αυτή ήταν και η πρώτη µορφή του σηµερινού Αρχαιολογικού Συµβουλίου.
Η έκθεση µας θυµίζει την πρώτη σύµβαση Ελλάδας-Γερµανίας για την ανασκαφή στην Αλτη της Αρχαίας Ολυµπίας (13 Απριλίου 1874): Οι επίσηµες διαπραγµατεύσεις για τη σύµβαση µεταξύ της αυτοκρατορικής κυβέρνησης της Γερµανίας και του Βασιλείου της Ελλάδος για την από κοινού διεξαγωγή ανασκαφής στην αρχαία Αλτη της Ολυµπίας άρχισαν στις 18 Μαΐου του 1873 και ολοκληρώθηκαν µε την υπογραφή της σύµβασης στις 13 Απριλίου του 1874. Με την ολοκλήρωση των ανασκαφών η γερµανική κυβέρνηση ζήτησε από την ελληνική πλευρά, σύµφωνα µε τους όρους της σύµβασης, την παραχώρηση των διπλών και πολλαπλών αντικειµένων. Στις 18 Μαΐου του 1887 εγκαινιάστηκε το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ολυµπίας. Η ανέγερσή του πραγµατοποιήθηκε µε δωρεά του εθνικού ευεργέτη Ανδρέα Συγγρού.

Το έργο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας κατά τον 19ο αιώνα και η καταγραφή των αρχαιοτήτων
Στο ιστορικό αρχείο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας παρουσιάζεται µεταξύ των άλλων η δραστηριότητα τριών προσώπων, όπως του… «απόστολου», προσωνύµιο του Παναγιώτη Σταµατάκη, εφόρου Αρχαιοτήτων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και εκπροσώπου της Αρχαιολογικής Εταιρείας, του οποίου ο βίος ήταν µια διαρκής µετακίνηση για να περισυλλέξει αρχαιότητες, να σχηµατίσει τοπικές συλλογές, να ανασκάψει γνωστές αρχαιολογικές θέσεις, όπως τη Θήβα, την Τανάγρα, τις Μυκήνες και τη Δήλο.
Αναφορά γίνεται και στον αυτεπάγγελτο φύλακα αρχαιοτήτων της Κέας Κωνσταντίνο Μάνθο, κάτοικο του νησιού ο οποίος ασχολήθηκε συστηµατικά µε την περισυλλογή και την καταγραφή των αρχαίων µνηµείων και αντικειµένων της περιοχής, κα θώς και τον γερµανό αρχαιολόγο Gustav Ηirschfeld που διηύθυνε από το 1875 έως το 1877 τις πρώτες ανασκαφές της Ολυµπίας που αποκάλυψαν το σηµαντικότερο τµήµα του Ιερού.
Οι αναφορές στο Ιστορικό Αρχείο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας για την Ενάλια Αρχαιολογία στον ελλαδικό χώρο αφορούν κυρίως στο καράβι «Μέντωρ» που µετέφερε για λογαριασµό του λόρδου Ελγιν τα Γλυπτά του Παρθενώνα από την Ελλάδα στη Μεγάλη Βρετανία και βυθίστηκε µια νύχτα του 1802 στον Αυλέµονα, στα ανατολικά παράλια των Κυθήρων. Μέσα από τα τηλεγραφήµατα και τα έγγραφα που φυλάσσονται στο Αρχείο, διακρίνεται η αγωνία του Λόρδου Ελγιν να περισυλλεγούν τα κιβώτια από τον βυθό της θάλασσας. Τελικά τα κιβώτια ανελκύσθηκαν και πήραν ξανά τον δρόµο για την Αγγλία.

Οι συµιακοί σφουγγαράδες
Η επιχείρηση ανέλκυσης αρχαίων αντικειµένων από τον βυθό των Αντικυθήρων από συµιακούς σφουγγαράδες το 1900 είναι καταγεγραµµένη στο Αρχείο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Επρόκειτο για την πρώτη οργανωµένη επιχείρηση ανέλκυσης αντικειµένων από τα ελληνικά ύδατα στην οποία συµµετείχε ενεργά το υπουργείο Εκκλησιαστικών και Δηµόσιας Παιδείας, προσφέροντας χρήµατα και τεχνολογική υποστήριξη. Οι πρώτες αρχαιολογικές συλλογές και τα πρώτα µουσεία του ελληνικού κράτους δηµιουργήθηκαν και ιδρύθηκαν κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα. Ο γενικός έφορος Αρχαιοτήτων Κυριάκος Πιττάκης περιγράφει µε γλαφυρό τρόπο τη διαδικασία µεταφοράς της βασιλικής συλλογής του Οθωνα και της Αµαλίας το 1863 από τα ανάκτορα στο υπουργείο Παιδείας. Για τη συγκρότηση του πρώτου Νοµισµατικού Μουσείου καταγράφονται πολλές περιπτώσεις απόκτησης αρχαίων νοµισµάτων που προέρχονταν από ανασκαφές των ξένων σχολών ή από δωρεές επιφανών ιδιωτών. Η οικοδόµηση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου αποτέλεσε σηµαντικό σταθµό και διήρκεσε 23 χρόνια, από το 1866 έως το 1889. Τα έγγραφα της περιόδου αυτής περιλαµβάνουν βασιλικά διατάγµατα µε τα οποία καθορίζεται η τοποθέτηση των διαφόρων συλλογών στο νέο µουσείο ενώ διασώζονται βασιλικά διατάγµατα σχετικά µε την ίδρυση της Εθνικής Πινακοθήκης το 1897 και τον διορισµό του πρώτου επιµελητή της, Γεωργίου Ιακωβίδη. Τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα οι αρχαιολογικές συλλογές στις µικρές ελληνικές πόλεις στεγάζονταν σε σχολεία, εκκλησίες, σταθµούς της χωροφυλακής και της αγροφυλακής, δηµαρχεία και δηµοτικές αγορές. Αλλοτε, πάλι, το ελληνικό κράτος κατέφευγε στην εκµίσθωση οικιών ή καταστηµάτων από ιδιώτες.

Στην Αθήνα το 1905
Το πρώτο διεθνές αρχαιολογικό συνέδριο πραγµατοποιήθηκε στην Αθήνα, όπως πιστοποιούν ντοκουµέντα του Ιστορικού Αρχείου: Το 1901, συγκλήθηκε µε Βασιλικό Διάταγµα το πρώτο Διεθνές Συνέδριο Αρχαιολογίας. Η πρώτη του συνεδρίαση έγινε στην Αθήνα το 1905. Η συνεδρίαση διοργανώθηκε µε ιδιαίτερη επιτυχία από την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία, την Αρχαιολογική Εταιρεία της Αθήνας και το Πανεπιστήµιο Αθηνών, µε τη συµµετοχή των ξένων Αρχαιολογικών Σχολών στην Ελλάδα. Οι προσκλήσεις στάλθηκαν στις κυβερνήσεις των διαφόρων κρατών µέσω του υπουργείου Εξωτερικών, ενώ όλες οι χώρες που συµµετείχαν έστειλαν κυβερνητικούς εκπροσώπους, δίνοντάς του διπλωµατικές διαστάσεις. Το Συνέδριο παρακολούθησαν 459 σύνεδροι και 406 εταίροι από 19 χώρες, αντιπροσωπεύοντας πανεπιστήµια, µουσεία, επιστηµονικούς συλλόγους και κυβερνητικούς οργανισµούς.

Έθαβαν τα αγάλµατα, έβαζαν σε θυρίδες τα νοµίσµατα
Πριν από τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο, ήδη από το 1937 -σύµφωνα µε έγγραφα των αρχαιολογικών υπηρεσιών- είχε αρχίσει αλληλογραφία µεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και της Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων σχετικά µε την προστασία των αρχαιοτήτων από τον επερχόµενο πόλεµο! Η ελληνική κυβέρνηση ζητούσε από τους διευθυντές των αρχαιολογικών µουσείων να συντάξουν καταλόγους και να ταξινοµήσουν τα αρχαία σε κατηγορίες µε βάση τη σπουδαιότητά τους. Θεωρούσαν δε αναγκαία την κατασκευή καταφυγίων σε µεγάλο βάθος.
Η Διεύθυνση Αρχαιολογίας στις 2 Νοεµβρίου 1940 εξέδωσε γενικές τεχνικές οδηγίες για την προστασία των αρχαίων των Μουσείων από εναέριους κινδύνους.
Η κατάχωση των αγαλµάτων και άλλων λίθινων αντικειµένων προτεινόταν ως ο καταλληλότερος τρόπος εξασφάλισής τους ενώ ως τόποι κατάχωσης ορίζονταν τα δάπεδα των Μουσείων, οι αυλές τους, οι αυλές άλλων δηµόσιων ιδρυµάτων ή και τα υπόγειά τους. Η διαδικασία κατάχωσης ίσχυσε και για τα µεγάλα πήλινα αντικείµενα. Για άλλες κατηγορίες κινητών αρχαίων, όπως τα χρυσά, προτεινόταν η κατάθεσή τους στα θησαυροφυλάκια των κατά τόπους τραπεζών. Παρά τα σοβαρότατα προβλήµατα που αντιµετώπισε η Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η απόκρυψη αποδείχτηκε συνολικά ευεργετική για τα αρχαία!

Από το τζαµί στα… 12 στρέµµατα
«Ουδαµού του Μουσείου υπάρχει χώρος επαρκής και ασφαλής για την τοποθέτησιν των ευρηµάτων από τις ανασκαφές της Ολύνθου. Άλλα τούτων απετέθησαν εις το δάπεδον του γυναικωνίτου, άλλα εις το δάπεδον του προνάου, άλλα συνεσωρεύθησαν έξωθεν και παρά τους τοίχους των αποθηκών και τα πλείστα σχεδόν πάντα άλλα ετέθησαν εντός ετοιµορρόπου αποθήκης…». Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασµα επιστολής της 27ης Ιουνίου 1934 από τον έφορο Ν. Κοτζιά σχετικά µε τη µεταφορά των ευρηµάτων από την αρχαία Ολυνθο – στην ειδική ενότητα της έκθεσης «Ανέφερα εγγράφως…» για το τότε αρχαιολογικό µουσείο της Θεσσαλονίκης.
Το µουσείο στεγαζόταν στο Γενί Τζαµί (τζαµί των ντονµέδων, δηλαδή των εξισλαµισθέντων Εβραίων της πόλης, που χτίστηκε το 1902 από τον ιταλό αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Πολέζι και µετά την ανταλλαγή των πληθυσµών στέγασε πρόσφυγες) από την ίδρυσή του το 1925 ώς το 1962.
Η ανέγερση νέου µουσείου είχε προταθεί ήδη από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μακεδονίας από το 1930 σε σύσκεψη υπό την προεδρία του τότε υπουργού Παιδείας και Θρησκευµάτων Γεωργίου Παπανδρέου. Οι προσπάθειες τελικά τελεσφόρησαν το 1949 µε την αγορά οικοπέδου 12 στρεµµάτων απέναντι από το κτίριο της ΧΑΝΘ και το 1956 ανατέθηκε η εκπόνηση σχεδίου για το µουσείο που άρχισε τελικά να χτίζεται το 1961 και εγκαινιάστηκε στις 27 Οκτωβρίου του 1962 – επέτειο των 50 χρόνων από την απελευθέρωση της πόλης.

Πηγή: Τα Νέα, Βίκυ Χαρισοπούλου, 2/7/2010