Κάποτε ήταν το εργοστάσιο επεξεργασίας μεταξιού- «Σηρική Εταιρεία της Ελλάδος Αθανάσιος Δουρούτης & Σία»στα δυτικά της πλατείας Καραϊσκάκη, στην άκρη της Αθήνας του 19ου αιώνα. Σήμερα είναι η ολοκαίνουργια Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων που στεγάζεται στο πολυθρύλητο αρχιτεκτόνημα του Χανς Κρίστιαν Χάνσεν το οποίο από τη δεκαετία του 1850 που άρχισε να λειτουργεί ως Μεταξουργείο έδωσε και το όνομά του στην περιοχή. Σχεδιασμένο για εμπορικό κέντρο το κτίριο δεν χρησιμοποιήθηκε μόνο ως εργοστάσιο αλλά ως νοσοκομείο και φρουραρχείο, ενώ εγκαταλείφθηκε ξανά και ξανά κατά τη διάρκεια της σχεδόν 170χρονης ιστορίας του. Ιστορίας πονεμένης όσο και η περιοχή που το περιβάλλει. Γεμάτη οίκους ανοχής, με έντονα κοινωνιολογικά και οικονομικά προβλήματα των μεταναστών που την κατακλύζουν, η περιοχή του Μεταξουργείου μόλις τελευταία χρόνια έχει αρχίσει να διαφοροποιεί το προφίλ της με την πολύτιμη συμβολή μικρών θεάτρων, διάσπαρτων γκαλερί και εστιατορίων που ξεπηδούν όλο και περισσότερα σε αυτήν. Το παλιό εργοστάσιο επεξεργασίας μεταξιού ανακαινισμένο και ειδικά διαμορφωμένο από το αρχιτεκτονικό γραφείο Studio 75 (που είχε αναλάβει μεταξύ άλλων την αποκατάσταση του Εθνικού Θεάτρου) θα αποτελέσει τη νέα Δημοτική Πινακοθήκη της Αθήνας.

Οι εθνικές και πολυεθνικές συλλογές

«Παρ΄ ότι η Δημοτική Πινακοθήκη στεγαζόταν στο γοητευτικό κτίριο της Κουμουνδούρου που σχεδίασε ο Παναγιώτης Κάλκος- ο ίδιος που σχεδίασε και το παλαιό δημαρχείο της πλατείας Κοτζιά-, αποφασίσαμε να αλλάξουμε στέγη για να λυθούν κάποια σοβαρά προβλήματα» εξηγεί η διευθύντρια Πινακοθήκης και Μουσείων του Δήμου Αθηναίων κυρία Νέλλη Κυριαζή. «Ήταν ασυγχώρητο κατά τη γνώμη μου και κατά την άποψη πολλών φιλότεχνων, ιδίως ξένων, η Πινακοθήκη να μην έχει τη δυνατότητα να φιλοξενεί ταυτοχρόνως μόνιμη συλλογή και παράλληλες περιοδικές εκθέσεις. Γίνονταν εκ περιτροπής, λόγω έλλειψης χώρου, με αποτέλεσμα οι επισκέπτες μιας περιοδικής έκθεσης να αναρωτιούνται γιατί δεν έχουμε μόνιμη συλλογή» τονίζει η ίδια. Επίσης, η κυρία Κυριαζή βρίσκει ιδιαίτερα ενδιαφέροντες του πρώην βιομηχανικούς χώρους που μεταμορφώνονται σε χώρους πολιτισμού. «Ειδικά όταν φιλοξενούν εκθέσεις σύγχρονης τέχνης θεωρώ ότι ταιριάζει ιδιαίτερα το περιεχόμενο με το περιέχον». Γύρω στα τέλη Ιουλίου η νέα Δημοτική Πινακοθήκη θα ανοίξει τις πύλες της στο κοινό. Με συνολική έκταση 1.500 τ.μ. τα δύο κτίρια της νέας Πινακοθήκης θα φιλοξενούν αντιστοίχως περιοδικές εκθέσεις και μόνιμη συλλογή, ενώ η αρχή θα γίνει κατ΄ εξαίρεση με αντιπροσωπευτική παρουσίαση τής εν λόγω συλλογής και στα δύο κτίρια. Η πρώτη μεγάλη έκθεση της νέας Δημοτικής Πινακοθήκης, ωστόσο, δεν θα είναι άλλη από την παγκόσμια «πρεμιέρα» της συλλογής του επιχειρηματία και συλλέκτη κ. Γιώργου Οικονόμου, σε δύο… δόσεις, τον Οκτώβριο του 2010 και τον Ιανουάριο του 2011. Η συλλογή άρχισε να συγκροτείται το 1923 από τους εκάστοτε δημάρχους και τους φωτεινούς διευθυντές της Δημοτικής Πινακοθήκης όπως αναφέρει η κυρία Κυριαζή. Σχετική μνεία κάνει στον πρώτο διευθυντή Σταύρο Παπαπαναγιώτου αλλά και στον Σπύρο Παπαλουκά που διορίστηκε στη συγκεκριμένη θέση από τη δεκαετία του ΄40 ως τον θάνατό του το 1957. «Η συλλογή περιλαμβάνει ισχνή εκπροσώπηση του 19ου αιώνα με ονόματα όπως αυτά του Σπύρου Προσαλέντη, Διονύσιου Τσόκου και άλλων, αλλά το μεγάλο βάρος δίνεται στις επίμαχες δεκαετίες του ΄30 και του ΄40, ενώ συμπεριλαμβάνει τις, ως τις μέρες μας, σύγχρονες εκφάνσεις και αναζητήσεις καλλιτεχνών» σημειώνει η κυρία Κυριαζή. Στα ηχηρά ονόματα της συλλογής περιλαμβάνονται αυτά των Γεωργίου Ιακωβίδη, Άγγελου Γιαλλινά, Βικέντιου Μποκατσιάμπη, Νίκου Λύτρα, Γεωργίου Μπουζιάνη, Αγήνορα Αστεριάδη, Γιάννη Μόραλη και άλλων. «Προπομποί» της γενιάς του ΄30, όπως ο Γεράσιμος Στέρης, ως και καλλιτέχνες του σήμερα, όπως η Όπυ Ζούνη, που πρόσφατα έφυγε από τη ζωή, ο Χρόνης Μπότσογλου και ο Μάκης Θεοφυλακτόπουλος έχουν παρουσία σε μια συλλογή 3.000 έργων. Σημαντική θέση στην εν λόγω συλλογή διαθέτει μια πολύ καλή σειρά χαρακτικών έργων «δασκάλων» όπως οι Άγγελος Θεοδωρόπουλος, Ευθύμης Παπαδημητρίου, Γιάννης Κεφαλληνός, Βάσω Κατράκη, Τάσος (Αλεβίζος)ως τους σημερινούς καθηγητές της ΑΣΚΤ Μιχάλη Αρφαρά και Βίκυ Τσαλαματά. «Μετά την αντιπροσωπευτική παρουσίαση της συλλογής και των νέων αποκτημάτων της Δημοτικής Πινακοθήκης θα ακολουθήσουν παρουσιάσεις έργων της ίδιας συλλογής με συγκεκριμένο κόνσεπτ, όπως, λόγου χάριν, “Η αφαίρεση στη συλλογή της Πινακοθήκης” κ.ά., για να υπάρξει παρουσίαση όλων των έργων και να μη μένει στατικά η μόνιμη συλλογή στον χώρο όπως θα ήταν σε ένα μουσείο» καταλήγει η κυρία Κυριαζή.
Στη νέα Δημοτική Πινακοθήκη θα βρουν θέση τετρακόσια πενήντα έργα της συλλογής Οικονόμου, σε δύο φάσεις. Η πρώτη από τις 21 Οκτωβρίου 2010 ως τις 6 Ιανουαρίου 2011 θα περιλαμβάνει, χρονικά, έργα από τον 15ο αιώνα έως έργα του γερμανικού κινήματος της Νέας Αντικειμενικότητας του 1923 παράλληλα με μια συλλογή σχεδίων (Αντρέα Παλλάντιο, Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ, Μαξ Πεχστάιν, Έριχ Χέκελ, Αλμπέρτο Τζιακομέτι, Αλεξάντερ Αρσιπένκο, Αμεντέους Μοντιλιάνι, Πιερ Ματίς, Πιερ Μπουάρ, Πικάσο, Τζιμ Ντάιν, Λούσιαν Φρόιντ, Σάι Τουόμπλι). Η δεύτερη από τις 21 Ιανουαρίου 2011 ως τις 31 Μαρτίου 2011 αρχίζει με έργα του σουρεαλιστικού κινήματος και καταλήγει στην τελευταία έκφανση μοντερνικότητας, στους Νεοάγριους, των δεκαετιών 1970 και 1980, ενώ παράλληλα θα παρουσιαστεί συλλογή χαρακτικών από πολλά και διαφορετικά κινήματα.

Ο ΧΑΝΣ ΚΡΙΣΤΙΑΝ ΧΑΝΣΕΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Χάρη στον δανό αρχιτέκτονα Χανς Κρίστιαν Χάνσεν (1803-1883),όπως και στον νεότερο αδελφό του Θεόφιλο, η Αθήνα απέκτησε ορισμένα από τα ωραιότερα κτίριά της- τα οποία ήταν ταυτόχρονα και εξαιρετικά κτίρια σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Έργο του Χριστιανού είναι το Πανεπιστήμιο,το οποίο θεωρείται ένα από τα άριστα και τα ωραιότερα κτίρια της Ευρώπης κατά τον 19ο αιώνα.Τα σχέδια του Μεταξουργείου ο Χάνσεν τα σχεδίασε στις αρχές της δεκαετίας του 1830.

Ήρθε στην Αθήνα την εποχή του Όθωνα, όταν η κατοπινή πόλη δεν ήταν παρά μια πολίχνη με φτωχό οικιστικό περιβάλλον, αλλά με τον Βράχο της Ακρόπολης και τα μνημεία του να της δίνουν τη μεγαλοπρέπεια του ρομαντικού συμβόλου. Άλλωστε ο Χάνσεν ήταν από τους αναστηλωτές του Ναού της Απτέρου Νίκης, που είχε κατεδαφιστεί κατά την πολιορκία της Ακρόπολης από τους Τούρκους. Το υλικό υπήρχε όμως εκεί και η αναστήλωση έγινε πραγματικότητα. Ο Θεόφιλος, κατά δέκα χρόνια νεότερος του Χανς Κρίστιαν, σχεδίασε την Ακαδημία, το Αστεροσκοπείο,το Μέγαρο Δημητρίου, κατοπινό ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρεταννία».Εκεί όπου διακρίθηκε όμως ήταν στη Βιέννη. Ήταν ο αρχιτέκτονας με τη μεγαλύτερη επιρροή στην αρχιτεκτονική της πόλης.

Οι περιπέτειες ενός κτιρίου
Το πρώην εργοστάσιο σχεδιάστηκε το 1833 από τον δανό αρχιτέκτονα Χανς Κρίστιαν Χάνσεν, αποτελώντας ένα από τα παλαιότερα νεοκλασικά της Αθήνας. «Το κτίριο αρχικά κατασκευάστηκε το 1834-1835 για να γίνει εμπορικό κέντρο στα πρότυπα των ευρωπαϊκών της εποχής» αναφέρει ο κ. Στέφανος Πάντος του αρχιτεκτονικού γραφείου που ανέλαβε την ανάπλαση του κτιρίου. Το σχέδιο, όμως, παραμελήθηκε και το κτίριο έμεινε εγκαταλειμμένο από το 1835 ως το 1852 σύμφωνα με τα λεγόμενα του ιδίου. Όταν το 1852 το κτίριο αγοράστηκε από αυστριακή εταιρεία μετατράπηκε στο πρώτο ατμοκίνητο εργοστάσιο μεταξιού αλλά δεν λειτούργησε ποτέ λόγω πτώχευσης. Το 1854 το κτίριο λειτούργησε ως «Νοσοκομείο Χολεριώντων» ενώ την ίδια χρονιά ιδρύθηκε η Σηρική Εταιρεία της Ελλάδας για να λειτουργήσει ως Μεταξουργείο από το 1855 ως το 1875, αποτελώντας από τις μεγαλύτερες μονάδες των Βαλκανίων και τη μεγαλύτερη της Ελλάδας. Όταν, όμως, άρχισε η εισαγωγή μεταξιού από την Κίνα η λειτουργία του διακόπηκε το 1875, παρά τις προσπάθειες του Α. Δουρούτη να επαναλειτουργήσει. Η διάνοιξη των δρόμων Γερμανικού και Γιατράκου από το 1892 ως το 1904 προξένησε κατεδάφιση τμήματος του κτιρίου με όψη την οδό Μυλλέρου και του βορειοανατολικού τμήματος. Το ίδιο χρονικό διάστημα οι χώροι του κτιρίου σταδιακά διαμορφώθηκαν σε καταστήματα στο ισόγειο και κατοικίες στον όροφο, ενώ ως το 1960 κατασκευάστηκαν τα κτίσματα και του βορειοανατολικού τμήματος του οικοπέδου. Το 1944 το κτίριο χρησιμοποιήθηκε ως Φρουραρχείο του ΕΛΑΣ, ενώ ύστερα από πυρκαϊά το 1960 εγκαταλείφθηκαν σταδιακά ως το 1993 οι κατοικίες και τα καταστήματα. Και ήταν ο εγγονός του ιδιοκτήτη, ονομαζόμενος επίσης Δουρούτης, ο οποίος αποφάσισε να το δωρίσει στον Δήμο Αθηναίων το 1993.

Πηγή: Το Βήμα, Κ. Λυμπεροπούλου, 13/6/10