Η Μερόη είναι μια τεράστια όσο και απομονωμένη αρχαιολογική θέση, 200 χλμ. ΒΑ του Χαρτούμ, της πρωτεύουσας του Σουδάν. Εκατό περίπου πυραμιδοειδή κτίσματα με οξυγώνιες κορυφές, μοιρασμένα σε τρείς ομάδες-νεκροπόλεις, παραμένουν μάρτυρας της ακμής στον έρημο αυτόν χώρο της τελευταίας πρωτεύουσας του Κους (Kush), ενός κραταιού αρχαίου βασιλείου που άκμασε γύρω από τη συμβολή του Γαλάζιου και του Λευκού Νείλου με τον παραπόταμο Atbara. Η παντελής απουσία επισκεπτών-τουριστών από το χώρο της Μερόης δείχνει την εξαίρεση της περιοχής από τον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη αλλά και συστήνει το πόσο ενδιαφέρουσα όσο και πρόσφορη είναι η θέση για συστηματική αρχαιολογική έρευνα!

Πρόκειται για μία μόνο από τις πολυάριθμες θέσεις που σχετίζονται με τον πολιτισμό του Κους, έναν πολιτισμό από τους αρχαιότερους του Νείλου και ταυτόχρονα μια σύγχρονη πρόκληση της αρχαιολογίας. Και αν με τη λέξη Νείλος έρχεται αναπόφευκτα στο μυαλό η Αίγυπτος, πρέπει να ειπωθεί ότι οι Κουσίτες, ή Νούβιοι όπως είναι γνωστοί, αναπτύχθηκαν παράλληλα με τους Αιγυπτίους, με τους οποίους και διατηρούσαν μια σχέση αγάπης-μίσους. Οι Κουσίτες, αποτελούσαν το μόνιμο εμπόδιο για την προέλαση των Αιγυπτίων προς τα νότια και ταυτόχρονα έναν ορατό κίνδυνο που ανάγκαζε τους διάσημους φαραώ να κατασκευάζουν συνοριακά φρούρια στους καταρράκτες του Νείλου για τη φύλαξη της περιοχής. Η κατάκτηση της Αιγύπτου από τους Υκσώς στις αρχές της Ύστερης Εποχής του Χαλκού φαίνεται ότι υποβοηθήθηκε και από τη σύμπραξη με τους κατακτητές διάφορων Κουσιτικών φυλών που δημιούργησαν πρόβλημα στα νότια, και η τελική αντιμετώπισή των φυλών αυτών υπήρξε ένα από τα πρώτα βήματα για την εκδίωξη των Ασιατών μοναρχών από την Αίγυπτο. Με την αποδυνάμωση της Αιγύπτου τον 8ο αι. π.Χ., οι Κουσίτες επεκτείνονται προς τα βόρεια και εγκαθιστούν την 25η φαραωνική δυναστεία, γνωστή και ως εκείνη των Μαύρων Φαραώ. Αν και η παρουσία τους στο αιγυπτιακό έδαφος αποδείχθηκε βραχύβια, φαίνεται ότι οι κουσιτικές δυναστείες συνέχισαν να αναπτύσσονται μέχρι και το 350 μ.Χ., με επικράτεια όμως μόνο την ευρύτερη περιοχή του σημερινού Σουδάν. Ο υλικός πολιτισμός τους επίσης, με εμφανή στην τέχνη αλλά και την ιδεολογία τα σημάδια της επαφής με τους Αιγυπτίους, χαρακτηρίζεται από μικροσκοπικές πυραμίδες-τάφους (δεν ξεπερνούν τα 30 μ. ύψος και στερούνται εσωτερικών διαδρόμων), κουσιτικές επιγραφές σε  ιερογλυφική γραφή, και ναούς όπου η αιγυπτιακή τεχνοτροπία συλλαμβάνεται με ντόπιους τρόπους, όπως ακριβώς και η λατρεία επικεντρώνεται σε τοπικές θεότητες αλλά και τον αιγυπτιακό θεό Άμμωνα! Η ιδιόμορφη αυτή πολιτισμική έκφραση είναι γνωστή από τα γνωστά κατάλοιπα, που αν και πολυάριθμα, είναι λίγα σε σχέση με το πλήθος των σουδανικών θέσεων που δεν έχουν ακόμη ερευνηθεί.

Ο πλούτος, η ιδιομορφία αλλά και οι προκλήσεις της αρχαιολογίας του Κους αποτελούν την αφορμή για την νέα έκθεση του Μουσείου του Λούβρου, που ξεκινά στα τέλη Μαρτίου. Η έκθεση επικεντρώνεται στην τελευταία δυναστεία των Κουσιτών, που έδρασε στη Μερόη, αλλά θίγει και θέματα όπως η αινιγματική γλώσσα του βασιλείου – παρά την αποκρυπτογράφηση του τοπικού αλφαβήτου, μόλις 50 λέξεις είναι γνωστές – καθώς και τη συμβολή του ίδιου του Μουσείου στην έρευνα. Η συμβολή αυτή φαίνεται από την πρόσφατη γαλλική δραστηριότητα στη θέση Al-Muweis, περίπου 200 χλμ. βόρεια του Χαρτούμ, όπου έχουν έρθει στο φως ναοί, ένα μεγάλο παλάτι και οικίες. Γνωστοποιείται επίσης ότι η αρχαιολογική αποστολή του Λούβρου είναι μια από τις 30 που εργάζονται στο Σουδάν, οι οποίες είναι και λίγες σχετικά με τις αναρίθμητες θέσεις, άλλες γνωστές αλλά ανεξερεύνητες και άλλες τελείως άγνωστες.

Για αρχή πάντως, το διεθνές κοινό θα έχει μια ευκαιρία να γνωρίσει τον πλούτο της Μερόης στην έκθεση του Λούβρου, που θα διαρκέσει από τις 26 Μαρτίου 2010 μέχρι τις 6 Σεπτεμβρίου 2010.

Πηγή: Expatica, 3/03/10

Ζ.Ξ.