Τα τρία τελευταία 24ωρα η ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού σε συνεργασία με αρχαιολόγους, αρχαιοφύλακες και την Πυροσβεστική αγωνίστηκε να μην επαναληφθεί στους αρχαιολογικούς χώρους και στα μουσεία της Ανατολικής Αττικής η τραγωδία της Αρχαίας Ολυμπίας, που είχε τεράστιες επιπτώσεις στην εικόνα της χώρας μας διεθνώς.
Την Κυριακή το βράδυ κινδύνευσε το Μουσείο του Μαραθώνα, όπως και το καινούργιο στέγαστρο, που έγινε το 2004 στον περίβολό του για να στεγάσει και να αναδείξει τους μυκηναϊκούς τάφους της περιοχής Βρανά.
Παρ’ όλο που από την άνοιξη είχε μεριμνήσει η έφορος Αρχαιοτήτων της περιοχής (Β΄ ΕΠΚΑ) Γιάννα Δρακωτού να καθαρίσει χιλιάδες στρέμματα γύρω από το μουσείο και έσπευσε και την τελευταία στιγμή να φτιάξει αντιπυρικές ζώνες, η φωτιά έφτασε σχεδόν σε επαφή με το μουσείο. Σώθηκε, όπως μας είπε η ίδια, από τις συντονισμένες ενέργειες και τη μεγάλη κινητοποίηση της Πυροσβεστικής έπειτα από προτροπή και συνεχή επικοινωνία που είχε με το κέντρο επιχειρήσεων ο υπουργός Πολιτισμού Αντώνης Σαμαράς ώς τις 12.30 τα μεσάνυχτα.
Την ώρα, όμως, που απομακρυνόταν ο κίνδυνος από τις αρχαιότητες του Μαραθώνα, «έτρεχε» η φωτιά στο Γραμματικό και αναζωπυρώνονταν πολλές εστίες στην περιοχή του Ραμνούντα. Το πρωί οι φλόγες είχαν φτάσει 800 μέτρα από τον αρχαιολογικό χώρο. Αμέσως έσπευσε επιτόπου ο γενικός γραμματέας του ΥΠΠΟ Θοδωρής Δραβίλλας με την προϊσταμένη της Β΄ ΕΠΚΑ. Είχαν ήδη συγκεντρωθεί υπάλληλοι της αρχαιολογικής, υπηρεσίες, εθελοντές, πρόσκοποι και δυνάμεις από τη γειτονική βάση του Ναυτικού, στρατός και με συνεχείς ρίψεις νερού από 2-3 ελικόπτερα κατάφεραν να αναχαιτήσουν την πορεία της. Ο άνεμος ώς το μεσημέρι ωθούσε τις φλόγες προς την αρχαιολογική αποθήκη, στην οποία φυλάσσονται όλα τα πολύτιμα ευρήματα του Ραμνούντα.
Ο Ραμνούς βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο της Αττικής δίπλα από τον Ευβοϊκό κόλπο. Είναι μια τεράστια περιοχή δίχως νερό και εσωτερικούς δρόμους, με εξαίρεση έναν μικρό, που οδηγεί από την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου στην αρχαιολογική αποθήκη. Επειδή δεν μπορούσαν να περάσουν υδροφόρες, υπήρξε μεγάλη κινητοποίηση επίγειων δυνάμεων.
Θυμίζουμε ότι στον Ραμνούντα βρίσκεται το περίφημο ιερό της Νέμεσης, που θεωρείται πολύ σημαντικό. Είναι αφιερωμένο σε μια θεά που μοιάζει με την Αρτεμη και ενδεχομένως να αντιπροσώπευε κάποια τοπική μορφή της. Ο μύθος αναφέρει ότι ο Δίας μεταμορφώθηκε σε κύκνο για να την κάνει δική του και σε εκείνη έδωσε τη μορφή χήνας. Από την ένωσή τους η Νέμεση γέννησε ένα αβγό που δόθηκε στη Λήδα. Μετά την εκκόλαψη του αβγού γεννήθηκαν η Ωραία Ελένη και οι Διόσκουροι. Το ιερό της Νέμεσης ιδρύθηκε στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. και άκμασε στον 4ο και τον 5ο αι. π.Χ. Το λατρευτικό άγαλμα ήταν έργο του Φειδία.
Η οχύρωση του Ραμνούντα, όπως και του Σουνίου, θεωρείται ότι κατασκευάστηκε κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου για τον έλεγχο των πλοίων που μετέφεραν σιτηρά στην εμπόλεμη Αθήνα. Οι ανασκαφές, όμως, έχουν δείξει ότι η περιοχή πρωτοκατοικήθηκε ήδη από τη νεολιθική εποχή.
Είναι μια έκταση παρθένου τοπίου, δασωμένου και αλώβητου έως σήμερα γιατί μεγάλο μέρος της έχει χαρακτηριστεί ζώνη Α αδόμητη και απολύτου προστασίας των αρχαίων. Ωστόσο, 968 στρέμματα προσφέρονταν ως «άρτια και οικοδομήσιμα» στους Βατοπεδινούς με εκείνα τα αμαρτωλά συμβόλαια που αντάλλασσαν εκτάσεις με τη λίμνη Βιστονίδα.

Πηγή: Ελευθεροτυπία, Ν. Κοντράρου-Ρασσιά, 25/8/09
http://www.enet.gr/?i=news.el.texnes&id=75895