Από το 2004, η αποστολή του Βρετανικού Μουσείου με επικεφαλής τον Δρα Neil Spencer ερευνά και ανασκάπτει έναν εκτεταμένο γήλοφο με την ονομασία Kom Firin στο δυτικό άκρο του Δέλτα του Νείλου. Ήδη από τις πρώτες μαγνητομετρικές έρευνες στην περιοχή ήταν φανερό ότι ο γήλοφος έκρυβε τα εντυπωσιακά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μιας εκτεταμένης περιοχής κατοίκησης. Το ανασκαφικό πρόγραμμα που ακολούθησε οδήγησε στην αποκάλυψη ενός εκτεταμένου δικτύου κτισμάτων που καλύπτουν χρονολογικά μια οικιστική δραστηριότητα περίπου 2.000 χρόνων, από τον 13ο π.Χ. αι. μέχρι και τη Ρωμαϊκή περίοδο.
Το πιο σημαντικό στοιχείο όμως είναι η αλλαγή που σημειώνεται στον οικιστικό χαρακτήρα της περιοχής με το πέρασμα του χρόνου. Η σχετικά επαρχιακή περιοχή του Kom Firin αποκτά σημασία όταν κατά τη βασιλεία του Ραμσή Β΄ κτίζεται εκεί ναός , ο οποίος περιβάλλεται από βοηθητικούς χώρους και προστατευτικό (μη αμυντικό) τείχος. Μέσα στην ευρύτερη Ραμσιδική περίοδο (έως και τα τέλη του 12ου αι.) τα βοηθητικά οικοδομήματα – κυρίως αποθηκευτικοί χώροι – συνεχώς και αυξάνονται, ενώ ο χαρακτήρας της εγκατάστασης αλλάζει ολοένα σε οικιστικό. Φαίνεται επίσης ότι η ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα είναι συνεχής και έντονη, επισκιάζοντας εν μέρει την επίσημη σε ό,τι αφορά το αρχαιολογικό ενδιαφέρον της περιοχής.
Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται από τα ευρήματα της τελευταίας ανασκαφικής περιόδου (Οκτώβριος- Νοέμβριος 2008), τα οποία δημοσιεύτηκαν μόλις πρόσφατα. Η ανασκαφή επικεντρώθηκε στο ΒΑ τμήμα του τεμένους της Ραμσιδικής περιόδου, καθώς και στο φυσικό ύψωμα κεντρικά της θέσης που είναι γνωστό ως «φρούριο». Η μελέτη των δύο πρωιμότερων οικοδομικών στρωμάτων του ραμσιδικού ναού έδειξε ότι τα στρώματα αυτά ενδέχεται να είναι και σύγχρονα, αντιπροσωπεύοντας έτσι με τον καλύτερο τρόπο τη συνεχή οικοδομική δραστηριότητα στο χώρο. Έμφαση επίσης δόθηκε στη μελέτη των πλίνθινων θολωτών σιταποθηκών που αφθονούν στο χώρο, ενώ εντοπίστηκε και η μεγαλύτερη σιταποθήκη της θέσης. Παρόμοια κατάλοιπα είναι γνωστά και από άλλες περιοχές στο Δέλτα του Νείλου που έχουν παρόμοιο χαρακτήρα με το Kom Firin. Η κεραμική στο τμήμα αυτό της θέσης καλύπτει χρονολογικά μεγαλύτερη περίοδο απ’ ό,τι τα αρχιτεκτονήματά της, περιλαμβάνοντας και δείγματα της Ύστερης Περιόδου. Όσο για την περιοχή του φρουρίου, που ανασκάπτεται μόλις από το 2007, έχει εμφανή οικιστικό χαρακτήρα, καθώς κυριαρχείται από κατάλοιπα πλίνθινων κτισμάτων, μεταξύ των οποίων εστίες /φούρνοι και βεβαίως σιταποθήκες. Όπως και στην περιοχή του ραμσιδικού τεμένους, η κεραμική εδώ ήταν άφθονη και περιλάμβανε κατάλοιπα όλων των περιόδων. Η πλειάδα εισηγμένων οστράκων αντικατοπτρίζει τις επαφές του χώρου με τη Φοινίκη αλλά και τον ελλαδικό χώρο. Φαίνεται όμως ότι οι μόνιμοι κάτοικοι δεν διακρίνονταν για τον πλούτο τους: τα ζωικά κατάλοιπα, δείγμα του τοπικού διαιτολογίου, έδειξαν ασυνήθιστα μεγάλη για τα αιγυπτιακά δεδομένα κατανάλωση χοιρινού, το οποίο θεωρούνταν ως το πιο φτηνό είδος κρέατος.
Το ερευνητικό πρόγραμμα για το Kom Firin θα συνεχίσει μέχρι και το 2010, αν και η συνολική έρευνα του χώρου, που αποτελεί «κλειδί» για την κατανόηση της συνεχούς εξέλιξης μιας οικιστικής περιοχής, αναμένεται να είναι πολύχρονη.

Ζέτα Ξεκαλάκη