Ο χώρος στα βόρεια και ανατολικά της Ακρόπολης, πίσω από το παλαιό μουσείο, είναι περιφραγμένος για να προστατεύεται από τους επισκέπτες. Ούτως ή άλλως, όμως, ουδείς ενδιαφέρεται να τον προσεγγίσει. Τίποτε το αξιόλογο δεν φαίνεται να υπάρχει εδώ. Λίθοι μόνο, μαρμάρινοι κυρίως αλλά και πώρινοι, τοποθετημένοι ο ένας επάνω και δίπλα στον άλλον σε σειρές, στοίβες και σωρούς. Για τους περισσότερους είναι άγνωστο ότι εδώ βρέθηκαν θραύσματα που συγκολλήθηκαν σε γλυπτά τα οποία εκτίθενται στο μουσείο και αρχιτεκτονικά μέλη που έλαβαν τη θέση τους στα μνημεία. Κιονόκρανα, σπόνδυλοι κιόνων, ενεπίγραφοι λίθοι, τμήματα γλυπτών και αναγλύφων, αναθηματικά βάθρα, μαρμάρινα αγγεία, βωμίσκοι, τραπεζοφόρα, περιρραντήρια, σαρκοφάγοι αλλά και πολλά θραύσματα χωρίς ευδιάκριτα χαρακτηριστικά συνθέτουν το ιδιαιτέρως σημαντικό σύνολο των αποκαλούμενων «διάσπαρτων» της Ακρόπολης. Των λίθων που εξαιτίας πολλών γεγονότων τα οποία διαδραματίστηκαν στο μακρύ διάστημα των 25 αιώνων από την Κλασική Εποχή βρέθηκαν μακριά από την αρχική τους θέση προκαλώντας σήμερα τους επιστήμονες για απαντήσεις. Πόσο μάλλον που πολλά ακόμη θραύσματα, ο αριθμός των οποίων είναι αδύνατον να διευκρινισθεί, βρίσκονται εντοιχισμένα ως οικοδομικό υλικό σε δημόσια κτίρια, ναούς και οικίες της πόλης. Και ίσως δεν είναι άστοχο να πει κανείς ότι η νεότερη Αθήνα είναι «σπαρμένη» από την Ακρόπολη.

«Αναβολήν τινα επέφερεν εις τα της προόδου της οικοδομής του Παρθεναγωγείου της εταιρείας καταστήματος η ευτυχής ιδέα την οποία το Συμβούλιόν σας συνέλαβε του να ζητήσει παρά της Β. Κυβερνήσεως να παραχωρηθώσι διά την οικοδομήν ταύτην οι περιττοί λίθοι της Ακροπόλεως δι’εργασίας στρατιωτών και διά της χρήσεως των αμαξών του Πυροβολικού, επί πληρωμή μετρίου τινος επιμισθίου…». Αυτά ανέφερε στην έκθεσή του ο γραμματέας της Εν Αθήναις Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας προς τη συνέλευση της 20ής Μαρτίου 1849. Πράγματι άχρηστοι είχαν θεωρηθεί στις αρχές του 19ου αιώνα οι αρχαίοι λίθοι της Ακρόπολης που δεν έφεραν σαφείς ενδείξεις της προέλευσής τους, ενώ επιπλέον δημιουργούσαν μεγάλη αναστάτωση στον αρχαιολογικό χώρο καταλαμβάνοντάς τον σχεδόν εξ ολοκλήρου. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που στην οικοδόμηση του Αρσακείου Μεγάρου χρησιμοποιήθηκε μεγάλος αριθμός εξ αυτών. Συνολικά 482 αρχαίοι λίθοι, στην πλειονότητά τους αρχιτεκτονικά μέλη μνημείων της Ακρόπολης, εντοπίστηκαν στις όψεις του κτιρίου μετά την αφαίρεση των σοβάδων αλλά δεν αποτοιχίστηκαν και παραμένουν εκεί κάτω από τα νέα κονιάματα. Στα 128 εξάλλου ανέρχονται τα θραύσματα που βρέθηκαν στους τοίχους του Παλαιού Εθνικού Τυπογραφείου, τα οποία στην προκειμένη περίπτωση αποτοιχίστηκαν και μεταφέρθηκαν στην Ακρόπολη. Και εδώ φαίνεται η σημασία του εγχειρήματος καθώς 27 από αυτά έχουν ήδη αποδοθεί στον Παρθενώνα.

Περισσότεροι από 20.000 διάσπαρτοι λίθοι με αρχαία επεξεργασία βρίσκονται επάνω στην Ακρόπολη, αφηγούμενοι με έναν ιδιαίτερο τρόπο την ιστορία του Ιερού Βράχου. Η ταύτιση και η απόδοσή τους στα μνημεία όπου ανήκαν αποτελεί πρωταρχικό στόχο του προγράμματος που άρχισε πριν από 31 χρόνια από την Επιτροπή Συντήρησης Μνημείων Ακροπόλεως ώστε τα θραύσματα να αξιοποιηθούν στα αναστηλωτικά έργα. Δίπλα σε αυτά όμως βρίσκονται και περισσότερα από 10.000 άμορφα κομμάτια που δεν διασώζουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.

Ταύτιση
«Αυτό το πολυπληθές υλικό μπορεί εξαιτίας της μεγάλης ποικιλομορφίας και της ανομοιογένειάς του να καταδείξει με μοναδικό τρόπο την ιστορία και την οικοδομική και γενικότερα την πολιτιστική δραστηριότητα ανά τους αιώνες στον Βράχο της Ακρόπολης και εν μέρει στην πόλη των Αθηνών» λέει η νέα υπεύθυνη του έργου καταγραφής διάσπαρτων μελών Ακροπόλεως, αρχαιολόγος, δρ Ελίζα Σιουμπάρα. Κόπο και χρόνο απαιτεί η εργασία της ταύτισης και απόδοσης των διάσπαρτων λίθων σε γνωστά μνημεία και έργα τέχνης. Είναι σαν να καλείται κανείς να συμπληρώσει ένα δύσκολο παζλ, ο εντοπισμός των ψηφίδων του οποίου προϋποθέτει βαθιά γνώση των αρχαίων μνημείων και έργων.

Τα αποτελέσματα ωστόσο είναι ως σήμερα εντυπωσιακά: περισσότεροι από 700 λίθοι προερχόμενοι από τα «διάσπαρτα» έχουν αποδοθεί στον Παρθενώνα. Στους 265 ανέρχονται όσοι αποδόθηκαν στα Προπύλαια, 106 στο Ερέχθειο, 91 στον Προ-Παρθενώνα, 30 στον «Εκατόμπεδο» ναό (της Αρχαϊκής Εποχής), 500 στον «Αρχαίο Νεώ», 64 στη Στοά του Ευμένους, επτά στις στοές του Ασκληπιείου και τρία στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού.

Στο Μουσείο Ακροπόλεως (παλαιό και νέο) ο λεγόμενος «Πέρσης Ιππέας» αποτελεί ένα από τα ωραιότερα γλυπτά της Αρχαϊκής Εποχής, στην αποκατάσταση του οποίου συνετέλεσε η ανεύρεση και η συγκόλληση ενός θραύσματος από τα «διάσπαρτα», καθώς διαπιστώθηκε ότι προερχόταν από τη ράχη του αλόγου. Ο έφορος Ακροπόλεως κ. Αλέξανδρος Μάντης εντόπισε επίσης στα «διάσπαρτα» – και το συγκόλλησε – ένα θραύσμα από το ανάγλυφο της Γιγαντομαχίας με την παράσταση της θεάς Αθηνάς που απλώνει το χέρι για να αδράξει τον γίγαντα από την περικεφαλαία. Νέα θραύσματα έχουν συγκολληθεί στις μοναδικές βάσεις των αρχαϊκών ακρωτηρίων που σώζονται στην Ακρόπολη. Και άλλα συγκολλήθηκαν στη γωνιακή σίμη που φέρει κεφάλι κριαριού από τον αρχαίο ναό της Αθηνάς. Πρόκειται για ελάχιστες μόνο από τις περιπτώσεις όπου οι αρχαίοι λιθοσωροί ανέδειξαν θησαυρούς.

Προέλευση
Οχι μόνο οι εχθρικές επιδρομές και οι πόλεμοι – από τους Ερούλους ως τις «οικείες» μπάλες κανονιών του Μοροζίνι – με τις καταστροφές που αυτές επέφεραν στα μνημεία αλλά και οι αλλαγές της χρήσης τους με την εγκαθίδρυση της χριστιανικής θρησκείας και εν συνεχεία με τη μετατροπή του μεγάλου αρχαίου ιερού σε φρούριο, η διεκδίκηση του οποίου από αντιμαχόμενες πλευρές το έφερε συχνά στο επίκεντρο πολεμικών συγκρούσεων, είχαν δραματικά αποτελέσματα για την Ακρόπολη. Κερματισμός των αρχαίων οικοδομημάτων, διασπορά των αναθημάτων από λίθο, χαλκό ή πηλό – είτε ως λάφυρα είτε ως οικοδομικό υλικό για νεότερες κατασκευές -, διά παντός απώλεια σημαντικών τμημάτων ή αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών των μνημείων και φυσικά του πλήθους των κινητών αρχαιοτήτων. Δεν είναι καθόλου περίεργη η προέλευση επομένως όλου αυτού του διάσπαρτου υλικού.

Αμέσως μετά την αναχώρηση της τουρκικής φρουράς από την Ακρόπολη, το 1833 άρχισε η προσπάθεια του Νέου Ελληνικού Κράτους για την προστασία και την ανάδειξη των μνημείων της. Μία από τις πρώτες ενέργειες ήταν η κατεδάφιση περίπου 300 τουρκικών σπιτιών που είχαν χτισθεί επάνω στον Βράχο, ακολούθησαν η κατεδάφιση του τουρκικού τζαμιού που ήταν μέσα στον σηκό του Παρθενώνα, μία δεξαμενή και η πυριταδαποθήκη. Επίσης ο φράγκικος πύργος που είχε χτισθεί στα Προπύλαια αλλά και διάφορα προσκτίσματα και προτειχίσματα, το μεσαιωνικό τείχος, τα υπολείμματα της χριστιανικής αψίδας του Παρθενώνα και πολλά άλλα μεταγενέστερα κτίσματα.

Οικοδομικό υλικό
Για την ανέγερση αυτών των κτιρίων και σε ένα διάστημα 1.300 ετών χρησιμοποιήθηκαν πολλά αρχαία μάρμαρα. Αυτά όμως δεν προέρχονταν αποκλειστικά από την Ακρόπολη καθώς οι κατασκευές των μεσαιωνικών χρόνων απαιτούσαν μεγάλη ποσότητα οικοδομικού υλικού, το οποίο μεταφερόταν και από την κάτω πόλη. Ετσι η διάλυση του φράγκικου πύργου των Προπυλαίων έδειξε ότι για την κατασκευή του είχαν χρησιμοποιηθεί και θραύσματα επιτυμβίων στηλών, αναγλύφων, ακόμη και σαρκοφάγων, τα οποία προφανώς είχαν μεταφερθεί από το νεκροταφείο της αρχαίας Αθήνας. Ο αρχιτέκτονας κ. Μανόλης Κορρές εξάλλου έχει διαπιστώσει ότι μεσαιωνικός κοχλιωτός πύργος του Παρθενώνα είχε εντοιχισμένο σημαντικό αριθμό λιθοπλίνθων από το μνημείο του Φιλοπάππου!

Αρχαία μάρμαρα δεν «ανέβαιναν» μόνο στην Ακρόπολη, «έπεφταν» και από αυτήν. Στη βόρεια και στη νότια κλιτύ της βρέθηκαν έτσι ενεπίγραφες στήλες με ψηφίσματα και συνθήκες του αρχαίου Δήμου των Αθηναίων τις οποίες είχαν πετάξει από τον Βράχο. Υλικό, τέλος, προέκυψε και από τις ανασκαφές των επιχώσεων όπου είχαν καταχωθεί αρχαία θραύσματα. Κατόπιν αυτών μπορεί να φαντασθεί κανείς τη σύγχυση που επικράτησε για πολλές δεκαετίες στην προσπάθεια διαλογής του υλικού. Αρχιτέκτονες και αρχαιολόγοι έχουν σκύψει συστηματικά ή και περιστασιακά στα αρχαία διάσπαρτα ειδικά τα τελευταία χρόνια με την ένταξή του στα προγράμματα της Υπηρεσίας Συντήρησης Μνημείων Ακροπόλεως. Οι επιστήμονες γνωρίζουν ότι αυτές οι πέτρες μπορεί να κρύβουν θησαυρούς.

Άγνωστα κτίρια
«Απομεινάρια χαμένων σήμερα κτιρίων, των οποίων ούτε τα θεμέλια διασώθηκαν μετά το μεγάλο οικοδομικό πρόγραμμα της Κλασικής Εποχής στην Ακρόπολη, μπορεί να εντοπισθούν ή έστω να έχουμε περισσότερες πληροφορίες για αυτά μέσω της έρευνας των διάσπαρτων πώρινων αρχιτεκτονικών μελών που βρίσκονται στον Βράχο». Η αρχαιολόγος κυρία Ελίζα Σιουμπάρα, η οποία βρίσκεται αυτή τη στιγμή αντιμέτωπη με περίπου 1.500 θραύσματα που προέρχονται από μνημεία της Αρχαϊκής Εποχής, όταν ο ακτίτης λίθος (είδος πωρόλιθου) ήταν το βασικό υλικό για την ανέγερσή τους, θεωρεί ότι ως το τέλος του 2009 θα έχουν ολοκληρωθεί η απογραφή, η καταγραφή και η διευθέτησή τους.

Η ύπαρξη έξι κτιρίων αυτής της εποχής έχει «αναγνωσθεί» μέσα από το πώρινο υλικό που έχει διασωθεί στην Ακρόπολη. Αλλωστε μετά την καταστροφή του αρχαϊκού ιερού από τους Πέρσες, το 480 π.Χ., οι ίδιοι οι Αθηναίοι έθαψαν για πρακτικούς ή λατρευτικούς λόγους πολλά σπασμένα αγάλματα στις κοιλότητες του Ιερού Βράχου και σε άλλα σημεία. Τα σημαντικότερα από αυτά, όπως τα περίφημα αετώματα του τρισώματου δαίμονα, του Ηρακλή με τον Τρίτωνα, το αέτωμα της Υδρας, το ανάγλυφο της Γιγαντομαχίας, οι ιππείς και πολλά γλυπτά, ασφαλώς φυλάσσονται στο Μουσείο Ακροπόλεως.

Ο αρχαίος ναός της Αθηνάς Πολιάδος, ο Παρθενώνας της Αρχαϊκής Εποχής, ένα αψιδωτό κτίριο το οποίο έδωσε το υλικό του για την κατασκευή των θεμελίων της Πινακοθήκης των Προπυλαίων και τρία ακόμη μικρά κτίρια, πιθανόν «Θησαυροί», τα οποία είναι άγνωστο πού βρίσκονταν, έχουν αφήσει κατάλοιπά τους μέσα σε αυτόν τον σωρό από πώρινους λίθους. «Μαζί με όσα υπάρχουν στο μουσείο, τα διάσπαρτα στον Βράχο αρχιτεκτονικά μέλη αποτελούν τον αδιαφιλονίκητα σημαντικότερο μάρτυρα της έντονης οικοδομικής δραστηριότητας των αρχαϊκών χρόνων στον σημαντικότερο ιερό χώρο της Αθήνας».

Ουδείς είχε αγγίξει αυτούς τους σωρούς έπειτα από την πρώτη δημοσίευση του υλικού από τον Θίοντορ Βίγκαντ [Theodor Wiegand, 1864-1936] με τη συνδρομή του Βίλχελμ Ντέρπφελντ [Wilhelm Dörpfeld, 1853-1940] το 1904. Το αίτημα για την προστασία αυτού του ευαίσθητου υλικού, το οποίο έχει υποστεί μεγάλες διαβρώσεις, είναι επιτακτικό.

Πηγή: Το Βήμα, Μ. Θερμού (12/10/2008)