Το γυαλί (ύαλος) είναι σύνθετο υλικό. Κατασκευάζεται με την σύντηξη πυριτικής άμμου (SiΟ2), οξειδίων καλίου (Κ2Ο) ή νατρίου (Νa2Ο) και οξειδίου ασβεστίου (CaO). Ανάλογα με την ποιότητα και το χρώμα που επιθυμούμε να έχουμε, άλλες ενώσεις ή μέταλλα μπορούν να εμπλουτίσουν την αρχική σύνθεση. Το γυαλί, αν και στερεό, στη φυσική θεωρείται υγρό. Τα παλαιότερα γυάλινα αντικείμενα που έχουν έρθει στο φως μέχρι σήμερα, προέρχονται από την Αίγυπτο (2500 π.Χ.). Ίσως όμως να ήταν γνωστή η υαλουργία και στη Βαβυλώνα, από το 2600 π.Χ.

Το 1250-1190 π.Χ. (Υστεροελλαδική ΙΙΙ), στις Μυκήνες –όπως αναφέρει ο ανασκαφέας, και συγγραφέας του βιβλίου Αι πολύχρυσοι Μυκήναι, Γ. Μυλωνάς– κατασκευάζονταν μικρά αντικείμενα καθώς και κοσμήματα από υαλόμαζα και από φαγεντιανή. «Συνήθως, μικρά κοσμήματα από υαλόμαζαν, φαγεντιανήν και κύανον εχύοντο εις μήτρας, κατόπιν δε εκαλύπτοντο με λεπτά φύλλα χρυσού δια να δίδουν την εντύπωση χρυσών κοσμημάτων» (1983, σ. 230).

Η Υστεροελλαδική ΙΙΙ περίοδος χαρακτηρίζεται από την καταστροφή του Μυκηναϊκού πολιτισμού το 1104 π.Χ. Καθώς λοιπόν η τελική περίοδος είναι αυτή κατά την οποία εμφανίζονται τα γυάλινα χρυσόχρωμα κοσμήματα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι από την καταστροφή προηγείται μια περίοδος παρακμής κατά την οποία δεν διατίθεται πλέον τόσος πολύς χρυσός και γι’ αυτό τα κοσμήματα που κατασκευάζονται είναι «απομιμήσεις».