Μια σελίδα από χειρόγραφο, που περιελάμβανε τα ονόματα μαρτύρων που είχαν δώσει τη ζωή τους για τη χριστιανική πίστη στην Περσία, στο περιθώριο της οποίας υπήρχε η ημερομηνία «Νοέμβριος 411», αποκαλύφθηκε στο μοναστήρι Ντέιρ αλ Σούριαν της Αιγύπτου. Η χαμένη σελίδα, η οποία αποτελούσε ανέκαθεν μυστήριο για τους ιστορικούς, σκίστηκε -άγνωστο πώς- από το υπόλοιπο βιβλίο, έναν από τους θησαυρούς της Βρετανικής Βιβλιοθήκης, γνωστό με τον κωδικό ΑDD 12-150, που είχε αποκτηθεί το 1840. Τα σπαράγματα της σελίδας ήταν ανάμεσα στα εκατοντάδες που ανακαλύφθηκαν κάτω από το δάπεδο ενός πύργου του 9ου αιώνα, στο Ντέιρ αλ Σούριαν. Σύμφωνα με τον καθηγητή της Οξφόρδης δρα Sebastian Brock, είναι το αρχαιότερο χριστιανικό κείμενο που γνωρίζουμε. «Είναι ένας κατάλογος μαρτύρων και πρέπει να είχε προστεθεί στο βιβλίο την τελευταία στιγμή. Αναφέρει κάποια ονόματα για πρώτη φορά και μας δίνει πολλά στοιχεία για την εποχή» σημειώνει ο καθηγητής στον Ιndependent.

Η ιστορία του βιβλίου

Το χειρόγραφο γράφτηκε στην Έδεσσα (σημερινό Sanliurfa της Τουρκίας) σε μια εποχή κατά την οποία η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν επισήμως χριστιανική, ενώ στην Περσία, οι Σασσανίδες και το ζωροαστρικό ιερατείο ακολουθούσαν σκληρή πολιτική εναντίον των χριστιανών, με σκληρούς διωγμούς. Κάποια στιγμή, τους επόμενους πέντε αιώνες, το χειρόγραφο μεταφέρθηκε ανατολικά. Το 931, ο ηγούμενος του Ντέιρ αλ Σούριαν ταξίδεψε στη Βαγδάτη και το έφερε πίσω στην Αίγυπτο. Το 1086, ένας μοναχός, εκφράζοντας ανησυχία μήπως χαθεί η τελευταία σελίδα, πρόσθεσε μια σημείωση στο περιθώριο, στη μέση του χειρογράφου, όπου αντέγραψε τον κολοφώνα που δήλωνε ότι το χειρόγραφο είχε γραφτεί στο Orrhoa (Έδεσσα, σημερινό Sanliurfa), από τον Jacob, το έτος 723 (στο ελληνικό ημερολόγιο, ή 411 μ.Χ.). Οι επιφυλάξεις του μοναχού αποδείχτηκαν βάσιμες καθώς αιώνες αργότερα, η τελευταία σελίδα πράγματι αφαιρέθηκε. Το κυρίως χειρόγραφο βρήκε πρώτος ο λόρδος Curzon, ο οποίος επισκέφθηκε το μοναστήρι το 1837, αναζητώντας αρχαία κείμενα για το Βρετανικό Μουσείο. Ωστόσο δεν κατάφερε να το αποκτήσει. Λίγα χρόνια αργότερα, το Βρετανικό Μουσείο έστειλε στο μοναστήρι τον δρα Henry Tattam, ο οποίος και αγόρασε το εν λόγω χειρόγραφο. Όταν επέστρεψε στο Λονδίνο, πρόσεξε τη σημείωση του μοναχού. Ο αυθεντικός κολοφώνας έλειπε όταν αποκτήθηκε ο Κώδικας, αλλά η σημείωση του μοναχού βοήθησε ώστε να χρονολογηθεί. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο βιβλιοθηκάριος του Βρετανικού Μουσείου William Cureton ανακάλυψε άλλες δύο σελίδες από το χειρόγραφο ανάμεσα σε σπαράγματα που είχε φέρει ο Τattam. Σε επόμενη αποστολή του Βρετανικού Μουσείου στο Ντέιρ αλ Σούριαν, αποκτήθηκαν περίπου 200 τόμοι και ορισμένα σπαράγματα. Εξετάζοντας το υλικό, ο Cureton βρήκε άλλα δύο κατεστραμμένα φύλλα από το χειρόγραφο του 411. Κολλημένο στο δεύτερο φύλλο ήταν ένα κομμάτι από το επόμενο φύλλο, το οποίο είχε κείμενο στη μία πλευρά, ενώ η άλλη ήταν λευκή, υποδηλώνοντας ότι ήταν η τελευταία σελίδα. Ο Cureton συνέχισε την έρευνά του και τελικά βρήκε τρία σπαράγματα από το προτελευταίο φύλλο, και μετά ένα τέταρτο από το τελευταίο. Αυτό το μικρό σπάραγμα περιείχε τον αυθεντικό κολοφώνα, που κατέγραφε την ημερομηνία 411.
Εκεί έληξε το θέμα για περίπου ενάμιση αιώνα. Το 1998, ο πύργος του 9ου αιώνα του Ντέιρ αλ Σούριαν ανακαινίστηκε, και εκατοντάδες σπαράγματα αρχαίων χειρογράφων εντοπίστηκαν από τον βιβλιοθηκάριο του μοναστηριού Πατέρα Bigoul, κάτω από ένα ξύλινο δάπεδο που είχε πιθανότατα καταρρεύσει από τον 14ο αιώνα. Η ανάλυση των ευρημάτων πήρε καιρό, αλλά το 2005, ο Sebastian Brock (Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης) και ο Lucas van Rompay (Πανεπιστήμιο Duke, Βόρεια Καρολίνα), αναγνώρισαν τέσσερα μικρά κομμάτια που έδειχναν να είναι γραμμένα με τον ίδιο καθαρό γραφικό χαρακτήρα, όπως αυτός του χειρογράφου του 411. Ανατρέχοντας στον Κώδικα, διαπίστωσαν ότι τα τέσσερα σπαράγματα προέρχονταν πράγματι από την τελευταία σελίδα, δίνοντας έτσι τέλος σε μια αναζήτηση που είχε κρατήσει σχεδόν δύο αιώνες.

Πηγή: Το Βήμα, 20/2/2008

Β.Η.