Στους βυζαντινούς χρόνους όσα όνειρα αντιμετωπίζονται υπό το πρίσμα της πρόγνωσης του μέλλοντος καταγράφονται είτε σε εγχειρίδια που συνδυάζουν την ονειροκριτική με την αστρολογία, τη φάση της σελήνης και τη θέση των αστεριών, είτε σε καταλόγους ονειρικών συμβόλων και των ερμηνειών τους, τους οποίους στα Νέα Ελληνικά αποκαλούμε «ονειροκρίτες». Το λεγόμενο Ονειροκριτικόν του Αχμέτ, έχει προφανή χριστιανικό χαρακτήρα και μεταφράστηκε στα λατινικά και σε πολλές γλώσσες της μεσαιωνικής Ευρώπης. Είναι ο μόνος από τους οκτώ σωζόμενους βυζαντινούς ονειροκρίτες που μπορεί να συγκριθεί, ως προς το μέγεθος και τη λεπτομερή κάλυψη του θέματος, με τα Ονειροκριτικά του Αρτεμίδωρου (2ος αι. μ.Χ.), τον παλαιότερο σωζόμενο ονειροκρίτη από την ελληνική αρχαιότητα.
Η μακρά αραβική ονειροκριτική παράδοση, που είχε κατατάξει την ερμηνεία των ονείρων ανάμεσα στις ισλαμικές θρησκευτικές επιστήμες, κληροδότησε 181 αραβικούς ονειροκρίτες, που άλλοι σώζονται και άλλοι είναι γνωστοί από διάφορες πηγές. Το βυζαντινό Ονειροκριτικόν μοιάζει με όλους τους αραβικούς ονειροκρίτες αλλά δεν ταυτίζεται με κανέναν. Η συγγραφέας αντλεί τα συμπεράσματά της από τη σύγκριση του Ονειροκριτικού με πέντε αραβικά έργα.