Ο Κορνάρος γεννήθηκε το 1745 στην Κρήτη. Πριν από το 1775 φθάνει στη μονή Σινά. Η άφιξή του στην Κύπρο τοποθετείται ανάμεσα στο 1785 και το 1789. Εδώ, φιλοτέχνησε κυρίως εικόνες αλλά και αργυροεπίχρυσα επικαλύμματα εικόνων, τοιχογραφίες και χαλκογραφήματα. Η ιδιάζουσα τεχνοτροπία του καλλιτέχνη διαδόθηκε με ταχύ ρυθμό σε όλο το νησί παραμερίζοντας τη μεταβυζαντινή ζωγραφική.
Η εν είδει χαλκογραφίας μικρογραφική του δουλειά αποκαλύπτεται θριαμβευτικά στην εικόνα της Παναγίας Ελεούσης του Κύκκου. Με επιχρυσωμένο φύλλο ασημιού, έκτυπο και εγχάρακτο, με τα πρόσωπα των μορφών ζωγραφισμένα πάνω στο μέταλλο, ο Κορνάρος κάλυπτε παλαιότερες εικόνες, συνήθως ένθρονης βρεφοκρατούσας Παναγίας, δημιουργώντας μια εικονογραφική παράσταση δικής του έμπνευσης. Ήταν όμως και χαράκτης. Οι δύο χάλκινες πλάκες που φιλοτέχνησε εκτυπώθηκαν επανειλημμένα σε χαρτί και ύφασμα. Η προτομή της Παναγίας Μακεδονίτισσας Βρεφοκρατούσας στην ομώνυμη μονή στη Λευκωσία είναι η μόνη ενυπόγραφη τοιχογραφία του Κορνάρου που βρίσκεται στην Κύπρο.
Η τεχνοτροπία του Κορνάρου εκπηγάζει από την κρητική σχολή (τέλη 15ου-τέλη 17ου αιώνα). Τα πρώιμα έργα του στην Κρήτη και τα όψιμα κυπριακά του έργα έχουν κοινή την περίπλοκη δομή της εικονογραφικής σύνθεσης. Στα όψιμα έργα επικρατεί η καμπύλη και ελικοειδής γραμμή, οι φωτοσκιάσεις, τα οβάλ πρόσωπα. Τάσεις μπαρόκ χαρακτηρίζουν έργα όπου συνδυάζονται η πλαστικότητα των μορφών και ασκητικές μορφές σε ρεαλιστική απόδοση. Τα στρογγυλά, εύσαρκα πρόσωπα με μεγάλα μάγουλα και καμαρωτά φρύδια και οι εξωπραγματικές πτυχώσεις των ενδυμάτων, η πλούσια εναλλαγή των χρωμάτων του είναι από τα χαρακτηριστικά που θα αντιγράψουν οι συνεχιστές του. Τέλος, στα μοτίβα που περιβάλλουν τις εικόνες διακρίνεται η συγχώνευση της χαρακτικής με τη ζωγραφική, τέχνες που και στις δυο ο Κορνάρος ήταν μεγάλος μάστορας. Οι τελευταίες αναλαμπές του έργου του Κορνάρου σβήνουν στο τέλος του 19ου αιώνα με την επικράτηση του ρεαλισμού.