Στο πρώτο μέρος του άρθρου σχολιάζεται το πλούσιο λεκτικό και σημασιολογικό φάσμα που προσφέρει η «νόσος» -και κατ’επέκταση η «ίαση»- στην αρχαία ελληνική τραγωδία και κωμωδία, και εξετάζεται συγκριτικά ο δραματικός, θεαματικός και κυρίως μεταφορικός χαρακτήρας που αποκτούν οι σωματικές, ψυχικές και διανοητικές ασθένειες που πλήττουν κατ’εξοχήν τα τραγικά πρόσωπα (η μόλυνση του Φιλοκτήτη στον Φιλοκτήτη, η ψυχική νόσος του Ηρακλή, του Ορέστη, της Ιούς στις τραγωδίες Ηρακλής ΜαινόμενοςΟρέστης,Προμηθεύς Δεσμώτης, η υπέρμετρη ψυχική παραφορά της Μήδειας, της Φαίδρας, της Ιοκάστης στις τραγωδίες ΜήδειαΙππόλυτοςΟιδίπους Τύραννος και Φοίνισσαι κ.ά.), αλλά –σε μικρότερο βαθμό– και τα κωμικά πρόσωπα (η δικομανία του Φιλοκλέωνα στους Σφήκες, η «μανία του Τρυγαίου να ανέβει στην ουράνια κατοικία του Δία στηνΕιρήνη, ο τραυματισμός του φιλοπόλεμου Λαμάχου στους Αχαρνείςκ.ά.). Μέσα από ποσοτικές και ποιοτικές συνεκτιμήσεις, η πιο θεμελιακή ειδολογική διαφορά της «νόσου» ανάμεσα στην τραγική και την κωμική αναπαράστασή της φαίνεται να είναι το γεγονός ότι τα παντοδαπώς και συνήθως «νοσούντα» τραγικά πρόσωπα –αν δεν καταλήγουν σε καταστροφικές και αυτο-καταστροφικές λύσεις– σπανίως επιβιώνουν και, πολύ μάλλον, σπανίως θεραπεύονται, σε αντίθεση με τα κωμικά, λιγότερο ευάλωτα σε σοβαρές ασθένειες, πρόσωπα, που όχι μόνο επιβιώνουν –και μερικές φορές θεραπεύονται– αλλά και καταφέρνουν να μεταστρέψουν τη «νόσο» τους σε ζωτική δύναμη παρέμβασης και δράσης για την επίτευξη ενός ιδεατού στόχου.
Στο δεύτερο μέρος του άρθρου η μελέτη επικεντρώνεται σε δύο αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις «τυφλότητας» και στην εξέλιξη που η καθεμιά «ιατρική περίπτωση» έχει στην περιοχή της τραγωδίας και της κωμωδίας, αντίστοιχα: συγκεκριμένα, μελετώνται παράλληλα η εκουσίως προκληθείσα «τυφλότητα» του μυθικού Οιδίποδα στονΟιδίποδα επί Κολωνώ –την τελευταία τραγωδία του Σοφοκλή, η οποία διδάχτηκε πιθανώς το 401, μετά θάνατον του ποιητή, από τον ομώνυμο εγγονό του– και η ακουσίως επιβληθείσα «τυφλότητα» του θεού Πλούτου στον Πλούτο –την τελευταία σωζόμενη κωμωδία του Αριστοφάνη, η οποία διδάχτηκε πιθανώς το 388 π.Χ. και ενδεχομένως διασκευάζει ριζικά μια πρώτη ομώνυμη θεατρική δημιουργία του Αριστοφάνη, που παίχτηκε το 408. Μέσα από τη συνεξέταση των δύο αυτών –χρονικά και ιστορικά κοντινών– θεατρικών παραδειγμάτων, θα αναζητηθούν οι συγκλίσεις και αποκλίσεις τους ως προς το δραματικό χειρισμό και το σημασιοδοτικό εμπλουτισμό της «τυφλότητας» ως αναπηρίας προσωπικής και συλλογικής, σωματικής και ηθικής, κυριολεκτικής και μεταφορικής, έτσι όπως αυτή φαίνεται να διατρέχει ως κοινό, πλην μεταλλασσόμενο ειδολογικά, «μοτίβο» τα δύο δράματα. Με πρίσμα την «τυφλότητα» των δύο συγκεκριμένων δραματικών προσώπων και τους διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισής της –«αποθέωση» του τυφλού Οιδίποδα χάρη στην καθοριστική παρέμβαση του ηγέτη Θησέα και θαυματική «ίαση» του Πλούτου χάρη στην καθοριστική παρέμβαση του μικρο-καλλιεργητή Χρεμύλου και του δούλου του– οι δύο Αθηναίοι ποιητές, στο πέρας της ζωής τους εξίσου, φαίνονται να ανατομούν –με το διαφορετικό δραματικό νυστέρι του ο καθένας– την ίδια την «πόλη» και τις δυσλειτουργίες της, για να προτείνουν, περισσότερο ή λιγότερο, ριζικές και ουτοπικές «θεραπείες» της.