Το 2015, το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων επιλέγοντας για τον εορτασμό της Διεθνούς Ημέρας Μουσείων το θέμα «μουσεία για μια βιώσιμη κοινωνία» συμμετέχει στη συζήτηση που έχει ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1980, για τη σχέση του πολιτισμού με την αειφόρο ανάπτυξη. Η αειφορία ως έννοια εισάγεται στον κόσμο των μουσείων από τις αρχές του 21ου αιώνα, ιδιαιτέρως από το 2008 λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης: Τι σημαίνει η αρχή της αειφορίας για το μουσείο;  Πώς συνδέεται με βασικές λειτουργίες του, όπως είναι η συλλογή, η έρευνα και η επικοινωνία; Mε ποιους τρόπους ένα μουσείο επιχειρεί να διασφαλίσει τη βιωσιμότητά του, αλλά και να εκπληρώσει την εξ ορισμού αποστολή του να συμβάλλει στην ανάπτυξη της κοινωνίας;

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, στον απόηχο των πετρελαϊκών κρίσεων που προηγήθηκαν και της οικονομικής ύφεσης, οι αρχές του νεοφιλελευθερισμού και οι πρακτικές της νέας δημόσιας διαχείρισης (new public management) παγιώνονται στη Βρετανία και τις ΗΠΑ και σταδιακά και σε άλλες χώρες: περικοπές πόρων, ιδιωτικοποιήσεις, εισαγωγή μοντέλων στρατηγικού σχεδιασμού και διαχείρισης, έμφαση στον ανταγωνισμό, ατομική ευθύνη, μέτρηση αποδοτικότητας βάσει κριτηρίων, είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά του μοντέλου της νέας δημόσιας διαχείρισης (Hood, 1991), τα οποία σταδιακά αναγνωρίζονται και στο μουσειακό τοπίο. Στην πραγματικότητα, για τα μουσεία του δυτικού κόσμου η δεκαετία του 1980 αποτελεί την αφετηρία μιας σειράς θεμελιακών αλλαγών που φτάνουν μέχρι σήμερα. Παρά την υποχρηματοδότηση του πολιτισμού, ο αριθμός των μουσείων αυξάνεται, κατασκευάζονται νέα κτίρια, δημιουργούνται εκθέσεις blockbuster, δίνεται έμφαση στην άτυπη εκπαίδευση και ψυχαγωγία και προσελκύονται ολοένα και περισσότεροι επισκέπτες. Νέες επαγγελματικές ταυτότητες αναδύονται, τόσο μέσα από το ίδιο το σώμα του μουσειακού θεσμού όσο και από εξειδικευμένες σπουδές σε νέα επιστημονικά πεδία. Τα μουσεία εξελίσσονται σε δημοφιλείς προορισμούς για την επιτέλεση «ενός συγκεκριμένου είδους καταναλωτισμού» (Desvallées & Mairesse, 2010, σ. 21), λειτουργώντας ως φορείς με παράδοση και κύρος μέσα σε κοινωνίες που μετασχηματίζονται «από ομοιογενείς σε πολυπολιτισμικές και σε οικονομίες βασισμένες περισσότερο στην πληροφορία παρά σε πόρους» (Lord, 2003, σ. 1). Στο πνεύμα αυτών των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών δημιουργείται πρόσφορο έδαφος για την εισαγωγή εργαλείων στρατηγικού σχεδιασμού και μάρκετινγκ στη μουσειακή πρακτική, ενώ σταδιακά αυξάνονται οι περιπτώσεις μουσείων με κεντρικό ρόλο σε προγράμματα ανάπλασης και ανάπτυξης πόλεων και ευρύτερων περιοχών.

Πολιτισμός και αειφορία: ορισμοί και σταθμοί

Στρέφοντας το βλέμμα στο διεθνές περιβάλλον και στο λόγο που διατυπώνεται από θεσμούς όπως ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και η Ευρωπαϊκή Ένωση σχετικά με τη σχέση της αειφόρου ανάπτυξης με τον πολιτισμό και τα μουσεία ειδικότερα, ένας από τους πρώτους σταθμούς είναι η Παγκόσμια Διάσκεψη για τις Πολιτιστικές Πολιτικές της ΟΥΝΕΣΚΟ που πραγματοποιείται στο Μεξικό το 1982. Συνεισφέρει στη συζήτηση ένα διευρυμένο ορισμό της έννοιας «πολιτισμός» ως «ένα σύνολο μοναδικών πνευματικών, υλικών, διανοητικών και συναισθηματικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν μια κοινωνία ή μια κοινωνική ομάδα» που «περιλαμβάνει όχι μόνο τις τέχνες και τα γράμματα αλλά και τρόπους ζωής, τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, συστήματα αξιών, παραδόσεις και πεποιθήσεις» (UNESCO, 1982). Παράλληλα, επισημαίνει τη δυνατότητα του πολιτισμού να λειτουργήσει ως εργαλείο με διπλή χρησιμότητα, καθώς παρέχει τις ποιοτικές παραμέτρους αφενός για να επιτευχθεί «ο σκοπός της πραγματικής ανάπτυξης που είναι η διαρκής ευημερία και αυτοεκπλήρωση κάθε ατόμου», αφετέρου για να καταρτιστούν επιτυχημένες στρατηγικές παρέμβασης στη δημόσια σφαίρα (UNESCO, 1982, άρθρα 10 και 16).

Από την άλλη, σταθμός για την εισαγωγή της έννοιας της αειφορίας είναι η δημοσίευση το 1987 της αναφοράς με τίτλο Το Κοινό μας Μέλλον από την Παγκόσμια Επιτροπή για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Εδώ, διατυπώνεται ο πιο γνωστός ορισμός για την αειφορία από την επικεφαλής της Επιτροπής και πρωθυπουργό της Νορβηγίας Gro Harlem Brundtland: «αειφόρος ανάπτυξη είναι η ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες της παρούσας γενιάς χωρίς να υπονομεύει τη δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες» (United Nations, 1987, σ. 49). Στόχος της Επιτροπής ήταν να προταθούν μακροπρόθεσμες στρατηγικές για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της φτώχειας και της περιβαλλοντικής υποβάθμισης σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο. Το κείμενο αυτό –σημείο αναφοράς σε κάθε σχετική συζήτηση– πρόσφερε το βασικό μοντέλο μέχρι σήμερα για τη θεώρηση της έννοιας της αειφορίας: πρόκειται για ένα σύστημα τριών αλληλοεξαρτώμενων παραγόντων ή «πυλώνων», όπως αποκαλούνται, του οικονομικού, του κοινωνικού και του περιβαλλοντικού. Συνέδεσε επιπλέον την αειφόρο ανάπτυξη με το δικαίωμα όλων για ποιότητα ζωής, ενώ τόνισε τη σημασία που έχει η ενσωμάτωση της αρχής της αειφορίας σε όλα τα επίπεδα των διαδικασιών λήψης απόφασης και για όλα τα θέματα που αφορούν την ανθρώπινη διαβίωση και την ανάπτυξη ατόμων και εθνών.

Η Συνάντηση Κορυφής της Γης το 1992 στο Ρίο ντε Τζανέιρο παγίωσε αυτό το σχήμα διακηρύσσοντας την ανάγκη για ενσωμάτωση της αρχής της αειφορίας στις δημόσιες πολιτικές που αφορούν τους τρεις πυλώνες της κοινωνικής ισότητας, της περιβαλλοντικής ισορροπίας και της οικονομικής ανάπτυξης (United Nations, 1992), ενώ το 1998 στη Στοκχόλμη, η Διακυβερνητική Διάσκεψη για τις Πολιτιστικές Πολιτικές για την Ανάπτυξη προχωρεί ένα βήμα παραπέρα διακηρύσσοντας ότι «η αειφόρος ανάπτυξη και η άνθηση των πολιτισμών είναι αλληλοεξαρτώμενες» (UNESCO, 1998, σ. 2) χαρακτηρίζοντας το σεβασμό των πολιτισμικών ταυτοτήτων, την κοινωνικο-οικονομική ισότητα και την ανεκτικότητα απέναντι σε πολιτισμικές διαφορές ως προϋποθέσεις για την ειρήνη και την ανάπτυξη (UNESCO, 1998).

Με το πέρασμα στον 21ο αιώνα, διατυπώθηκε το αίτημα να αναγνωρισθεί ο πολιτισμός ως παράγοντας για την αειφόρο ανάπτυξη, ως συνεκτικός κρίκος των άλλων τριών πυλώνων, καθώς, σύμφωνα με τον διευρυμένο ορισμό του, αφορά κάθε πτυχή της ανθρώπινης συμπεριφοράς (Hawkes, 2001, σ. 3). Το επιχείρημα για την ένταξη του πολιτισμού στο μοντέλο της αειφορίας αναπτύσσεται μέσα από μια εργαλειακή προσέγγιση το 2001 από τον Jon Hawkes, στη μελέτη του για τους τρόπους με τους οποίους ο πολιτισμός μπορεί να συμβάλει στην υλοποίηση και αξιολόγηση δράσεων και υπηρεσιών που εκκινούνται από την τοπική κυβέρνηση στην πολιτεία Βικτώρια της Αυστραλίας. Ονομάζει την πολιτισμική αειφορία «τέταρτο πυλώνα», τον οποίο θεωρεί τόσο «απαραίτητο σε μια υγιή και βιώσιμη κοινωνία όσο και την κοινωνική ισότητα, την περιβαλλοντική συνείδηση και την οικονομική επάρκεια» (Hawkes, 2001, σ. 23-24). Συσχετίζοντας άμεσα τον πολιτισμό με την αειφόρο ανάπτυξη, υποστηρίζει ότι για έναν αποτελεσματικό στρατηγικό σχεδιασμό στη δημόσια σφαίρα θα πρέπει να προβλεφθούν δείκτες που αξιολογούν και τον πολιτισμικό αντίκτυπο των παρεχόμενων υπηρεσιών πέρα από τις κοινωνικές, περιβαλλοντικές και οικονομικές επιπτώσεις τους.

Αυτή η παράμετρος έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί δείχνει ένα κρίσιμο θέμα διεκδίκησης που απασχολεί έντονα, στα χρόνια που ακολουθούν και μέχρι σήμερα, τους ανθρώπους εν γένει του πολιτιστικού τομέα και ειδικότερα των μουσείων: με ποιον τρόπο θα κατακτήσει ο πολιτισμός κεντρική, επιτελική θέση στις αναπτυξιακές πολιτικές, προκειμένου να διασφαλίσει τη βιωσιμότητά του, μέσω της πρόσβασης στους ολοένα και πιο περιορισμένους πόρους, ώστε στη συνέχεια να συμβάλει στην αειφορία; Και πώς θα επιτευχθεί αυτός ο διττός στόχος σε μια παγκόσμια κοινότητα που κλυδωνίζεται από τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και τη χρόνια υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος, στο οποίο στηρίζει ή ελπίζει να στηρίξει την ευμάρειά της;

Δύο διαδοχικές Διακηρύξεις της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών με θέμα «Πολιτισμός και Ανάπτυξη», το 2010 και 2011, ζητούν μια κεντρική θέση για τον πολιτισμό στις αναπτυξιακές πολιτικές, με το επιχείρημα ότι από τον πολιτισμό εκπηγάζουν ταυτότητες, καινοτομία και δημιουργικότητα, στοιχεία που συμβάλλουν σημαντικά στον αγώνα ενάντια στη φτώχεια (United Nations, 2010 και 2011). Στη Διάσκεψη Ρίο +20 για την Αειφόρο Ανάπτυξη το 2012 (United Nations, 2012, σ. 5, 23) γίνεται λόγος για τη συμβολή της πολιτισμικής πολυμορφίας, του πολιτιστικού και του οικολογικού τουρισμού στην ανάπτυξη και την απασχόληση. Ωστόσο προκρίνεται το μοντέλο των τριών πυλώνων αειφόρου ανάπτυξης, με πρωταρχικό στόχο και αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξή της την εξάλειψη της φτώχειας, καθώς 20 χρόνια μετά την ιστορική Συνάντηση Κορυφής της Γης, ένας στους πέντε κατοίκους του πλανήτη εξακολουθεί να ζει σε συνθήκες ανέχειας και ένας στους επτά να υποσιτίζεται (σημ. 1).

Η προσπάθεια να συμπεριληφθεί ο πολιτισμός στην αναπτυξιακή αντζέντα των Ηνωμένων Εθνών για τη μετά το 2015 εποχή ήταν το βασικό ζητούμενο του διεθνούς συνεδρίου «Πολιτισμός: κλειδί για την αειφόρο ανάπτυξη» που πραγματοποιήθηκε στο Hangzhou της Κίνας στις 15-17 Μαΐου 2013. Στη διακήρυξη του συνεδρίου διατυπώνεται το αίτημα να «συμπεριληφθεί ο πολιτισμός ως τέταρτη θεμελιώδης αρχή στη μετά το 2015 αναπτυξιακή ατζέντα των Ηνωμένων Εθνών, μαζί με τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ισότητα και την αειφορία. Η πολιτισμική διάσταση θα πρέπει συστηματικά να περιλαμβάνεται σε ορισμούς για την αειφόρο ανάπτυξη και την ευημερία, καθώς και στη σύλληψη, αξιολόγηση και εφαρμογή αναπτυξιακών πολιτικών και προγραμμάτων» (UNESCO, 2013, σ. 6). Γίνεται επίσης σύσταση να τεθεί «ένας ειδικός αναπτυξιακός στόχος με επίκεντρο τον πολιτισμό στις μετά το 2015 προτεραιότητες των Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος θα βασίζεται στην πολιτιστική κληρονομιά, την ποικιλομορφία, τη δημιουργικότητα και τη διάδοση της γνώσης, περιλαμβάνοντας σαφείς στόχους και δείκτες που συσχετίζουν τον πολιτισμό με όλες τις διαστάσεις της αειφόρου ανάπτυξης» (UNESCO, 2013, σ. 10).

Κλείνοντας αυτήν τη σύντομη επισκόπηση αναφορικά με το πώς προσεγγίζεται η σχέση πολιτισμού και αειφορίας σε  διεθνές επίπεδο, επισημαίνεται ότι αντίστοιχες κατευθύνσεις ακολουθεί το πλαίσιο ανάλυσης και πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο ρόλος του πολιτισμού στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα αναγνωρίστηκε επίσημα μόλις το 1992 με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, ενώ το 2007 με τη Συνθήκη της Λισαβόνας, η θεωρητική, ιδεολογική προσέγγιση του πολιτισμού και τα προγράμματα εφαρμογής της αναπτύσσονται με βάση το δίπολο εθνική/περιφερειακή πολυμορφία – κοινή ευρωπαϊκή πολιτιστική κληρονομιά (σημ. 2). Έτσι, την περίοδο 2000-2013, κυρίως μέσα από τα δύο Προγράμματα, το ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ 2000 και το ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ 2007-2013, προκρίθηκαν έργα που προβάλλουν έναν κοινό ευρωπαϊκό πολιτιστικό χώρο ως σύνολο ποικιλόμορφων πολιτισμών σε συνεργασία και αλληλεπίδραση, έργα που προωθούν τον διαπολιτισμικό διάλογο και την πρόσβαση στη γνώση, καθώς και εκείνα που διευκολύνουν την κινητικότητα των πολιτιστικών αγαθών, των καλλιτεχνών και των εργαζομένων στον πολιτιστικό τομέα (σημ. 3). Τη νέα προγραμματική περίοδο, με βάση το τριμερές μοντέλο περί αειφορίας, η πολιτιστική κληρονομιά, ειδικότερα, θεωρείται βασικός παράγοντας για την επίτευξη του στρατηγικού στόχου της Ευρώπης του 2020 για μια «έξυπνη, αειφόρο ανάπτυξη για όλους» (σημ. 4).

Τα μουσεία συζητούν για την αειφορία

Με ποιους τρόπους ο λόγος για την αειφορία εκφράζεται στο μουσειακό περιβάλλον; Τα μουσεία, παρόλο που ίσως συχνά δεν το συνειδητοποιούν, συνδέονται εξ ορισμού με την έννοια της αειφορίας: συλλέγουν, ερμηνεύουν και εκθέτουν υλικές και άυλες μαρτυρίες του ανθρώπινου πολιτισμού και του φυσικού περιβάλλοντος, υπηρετώντας τις ανάγκες διαφορετικών γενεών για ταυτότητα και αίσθημα του «ανήκειν», για μάθηση, καινοτομία και δημιουργικότητα, για αυτοεκπλήρωση και ποιότητα ζωής. Σε αυτήν τη βάση, και με στόχο την ολιστική προσέγγιση για την ενσωμάτωση της αειφορίας στα μουσεία (Adams, 2009, σ. 11) αναπτύσσονται στον Καναδά, την Αυστραλία, τη Βρετανία και τις ΗΠΑ οι πρώτες πρωτοβουλίες:

-από μεμονωμένα μουσεία που ενσωματώνουν στην αποστολή τους τις αρχές της αειφορίας, όπως είναι η αποστολή του Field Museum στο Σικάγο που έχει ήδη χαρακτηριστεί ως «μία από τις πιο ευαισθητοποιημένες δηλώσεις αποστολής μουσείων που έχουν καταγραφεί ποτέ» (Janes, 2010, σ. 8) καθώς συνδέει άρρηκτα και έμπρακτα την έρευνα με την κοινωνική δράση για έναν υγιή πλανήτη (σημ. 5),

-από συνεργατικά σχήματα που επιδιώκουν την ευαισθητοποίηση, τον αναστοχασμό και τη δραστηριοποίηση της μουσειακής κοινότητας για τη δημιουργία μιας κουλτούρας αειφορίας, όπως είναι η περίπτωση της Ομάδας Εργασίας για τα Μουσεία και τις Βιώσιμες Κοινότητες που δραστηριοποιείται στον Καναδά από το 2000 (σημ. 6),

-από ενώσεις μουσείων που δρουν σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο παρέχοντας οδηγίες και οργανώνοντας ενημερωτικές εκστρατείες για τους τρόπους ενσωμάτωσης της αειφορίας στην καθημερινή μουσειακή λειτουργία, όπως έπραξαν τα Μουσεία της Αυστραλίας από το 2003 (σημ. 7), ή το 2008-2009 η Βρετανική Ένωση Μουσείων (σημ. 8). Στην περίπτωση της Βρετανίας, η δράση αυτή πραγματοποιήθηκε ως κύκλος εργαστηρίων και συμβουλευτικής σε όλη τη χώρα, με στόχο να συζητηθεί ο θεσμός και η λειτουργία του μουσείου υπό το πρίσμα της οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής αειφορίας, και να υποστηριχθούν οι επαγγελματίες των μουσείων να εντάξουν τις αρχές της αειφορίας στη μουσειακή πρακτική. Ενδεικτική επίσης των νέων προτεραιοτήτων που παγιώνονται είναι η θεματολογία των έξι ενημερωτικών εκστρατειών που δημοσιεύει στην ιστοσελίδα της η Βρετανική Ένωση Μουσείων. Εστιάζουν στις κυβερνητικές και περιφερειακές στρατηγικές, το ανθρώπινο δυναμικό, τους οικονομικούς πόρους, την αειφορία και την αναζήτηση του νέου οράματος, του μουσείου του 21ου αιώνα (σημ. 9).

Διατρέχοντας το δημοσιευμένο υλικό των συζητήσεων (σημ. 10) είναι προφανής η αμφίδρομη προσέγγιση της σχέσης μουσείου και αειφορίας, καθώς αφορά την επιβίωση και ανάπτυξη του ίδιου του μουσειακού θεσμού ως προϋπόθεση και ταυτόχρονα αποτέλεσμα της συμβολής του στην αειφόρο ανάπτυξη της κοινότητας που υπηρετεί.

Με αφετηρία την οικονομική βιωσιμότητα του μουσείου…

Ως τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος μπορεί κανείς να σχολιάσει από τη μια το χάρτη με τα βρετανικά μουσεία που έχουν κλείσει από το 2005 μέχρι σήμερα λόγω των περικοπών στις επιχορηγήσεις (σημ. 11) και από την άλλη τις πρόσφατες αμφιλεγόμενες επιλογές επιχειρηματικής χορηγίας των τεσσάρων μεγάλων βρετανικών μουσείων στο όνομα της οικονομικής βιωσιμότητας και ανάπτυξης (σημ. 12). Επίσης, δημιουργείται πιθανόν η ανάγκη να ανατρέξουμε σε μια κοινή αφετηρία, όπου για τη σωστή λειτουργία ενός μουσείου βασικές αρχές είναι η επάρκεια οικονομικών πόρων, η σαφής πολιτική χρηματοδότησης, η οικονομική διαχείριση με επαγγελματικό τρόπο και η διασφάλιση του περιεχομένου και της ακεραιότητας των μουσειακών δραστηριοτήτων (ICOM, 2009, σ. 17). Και ακόμη περισσότερο, ίσως γεννιέται η επιθυμία να αναλογιστούμε την πορεία που διένυσαν τα μουσεία μέχρι σήμερα, μια μακρά περίοδο «εναγώνιας ενασχόλησης με την οικονομικο-επιχειρηματική δραστηριότητα και το εμπόριο, με κύριο χαρακτηριστικό την πρόκριση των οικονομικών συμφερόντων κατά τη διαδικασία λήψης θεσμικών αποφάσεων» (Janes, 2010, σ. 4-5).

Με καταγεγραμμένη διεθνώς την τάση για ολοένα μεγαλύτερη μείωση της κρατικής υποστήριξης στα μουσεία, οι λύσεις που προτείνονται για να διασφαλίσει ένα μουσείο τη βιωσιμότητά του κλονίζουν μουσειακά κεκτημένα των τελευταίων 40 χρόνων, χωρίς, κατά τη γνώμη μου, να αντιμετωπίζουν τα αδιέξοδά τους. Την ίδια στιγμή που η λεγόμενη «αλλαγή παραδείγματος» περιλαμβάνει συγχωνεύσεις και κατάργηση δομών ή ακόμα και σχεδιασμό για μη μόνιμη λειτουργία μουσείων ή μουσείων που θα λειτουργούν λίγες μέρες την εβδομάδα, ή ακόμη για επανεξέταση των πολιτικών παραχώρησης-εκχώρησης συλλογών και αμφισβήτηση της ίδιας της χρησιμότητας τόσων διαφορετικών ειδικοτήτων για τη λειτουργία ενός μουσείου (σημ. 13), πολλά μουσεία συνεχίζουν να «αντιλαμβάνονται ως μοναδική λύση για την επιβίωση ή την ευημερία τους τον απεριόριστο εμπλουτισμό των συλλογών τους, τα ματαιόδοξα αρχιτεκτονικά εγχειρήματα, τις πολυδάπανες εκθέσεις, τις πωλήσεις των καταστημάτων τους και την ενασχόλησή τους με αριθμούς επισκεψιμότητας» (Janes, 2010, σ. 4-5).

Ωστόσο, μια άλλη απόπειρα ερμηνείας και αντιμετώπισης αυτών των ζητημάτων κατευθύνει τα μουσεία σε προτεραιότητες με ποιοτικά παρά ποσοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία εν τέλει βασίζονται στις αρχές της περιβαλλοντικής και κοινωνικής αειφορίας. Σε επίπεδο μουσειακής πρακτικής οι αρχές αυτές μεταφράζονται σε μακρόπνοες δράσεις που άπτονται όλων των λειτουργιών ενός μουσείου. Οι δράσεις αυτές διακρίνονται για την αυξημένη διαχειριστική υπευθυνότητά τους, καθώς αναζητούν ένα νέο ρόλο για το μουσείο: το μουσείο οργανικά ενταγμένο μέσα στην κοινωνία συνδημιουργεί πολιτισμικό κεφάλαιο, για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τόσο για το σύνολο των μελών της όσο και των μελλοντικών γενεών (σημ. 14). Μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα που αφορούν διαφορετικούς τύπους μουσείων και έργων επιχειρείται στη συνέχεια μια προκαταρκτική, απολύτως ενδεικτική παρουσίαση των δυνατοτήτων που ανοίγονται προς αυτήν την κατεύθυνση.

…προς ένα πράσινο μουσείο

Οι αρχές της περιβαλλοντικής αειφορίας βρίσκουν ολοένα και πιο συχνά εφαρμογή στον κόσμο των μουσείων και συμβάλλουν στον επαναπροσδιορισμό του ρόλου τους. Συνδέονται άμεσα με πολιτικές και πρακτικές για τη συνολική μουσειακή λειτουργία με οικολογικό τρόπο, την εξοικονόμηση πόρων και ενέργειας με ταυτόχρονη θετική επίπτωση στη διαχείριση των συλλογών και την άνεση επισκεπτών και εργαζομένων, καθώς και με δράσεις επικοινωνίας και εκπαίδευσης για την ανάπτυξη μιας κουλτούρας αειφορίας.

Ένα από τα πρώτα μουσεία που πιστοποιήθηκαν διεθνώς ως πράσινα είναι το Παιδικό Μουσείο της Βοστώνης μετά την ολοκλήρωση, το 2007, του εκτεταμένου έργου επέκτασης και ανακαίνισης των υποδομών του (σημ. 15) (εικ. 1). Στην εκατόχρονη διαδρομή του μουσείου η κουλτούρα της αειφορίας εμπεριέχεται στην αποστολή του και αντανακλάται με πρωτότυπο τρόπο στην παιδαγωγική και ερμηνευτική των συλλογών του. Η κατασκευή ενός πράσινου κτιρίου ήταν ένα ακόμα σημαντικό αναμενόμενο βήμα. Η τοποθεσία του κτιρίου στο Κανάλι Fort Point αξιοποιήθηκε για την επιστροφή εκεί του βρόχινου νερού που περισυλλέγεται από την πράσινη στέγη των 6.400 τ.μ., για να επαναχρησιμοποιηθεί στην ύδρευση του κτιρίου. Τα συστήματα θέρμανσης και ψύξης λειτουργούν με βάση τις πραγματικές συνθήκες πληρότητας του κτιρίου, ενώ και η επιλογή φωτιστικών σωμάτων χαμηλής ενεργειακής κατανάλωσης συμβάλλει στην εξοικονόμηση πόρων. Καθώς το ζήτημα του κλιματισμού και του φωτισμού είναι κρίσιμο για τη σωστή λειτουργία ενός μουσείου (σημ. 16), στην περίπτωση του Παιδικού Μουσείου της Βοστώνης δόθηκαν αρχιτεκτονικές λύσεις που επιτρέπουν την πλήρη αξιοποίηση του φυσικού φωτισμού και αερισμού και συμβάλλουν στη ρύθμιση της εσωτερικής θερμοκρασίας. Τα ίδια τα υλικά κατασκευής ήταν ανακυκλωμένα και ανακυκλώσιμα, με χαμηλή περιεκτικότητα σε ουσίες που ευθύνονται για το «σύνδρομο του άρρωστου κτιρίου», ενώ τα μισά από αυτά προήλθαν από περιοχές γειτονικές της πόλης. Η βιωσιμότητα του όλου εγχειρήματος θα ήταν επισφαλής, εάν δεν συνοδευόταν από αλλαγές στις καθημερινές πρακτικές σε όλα τα επίπεδα: για παράδειγμα, το μουσείο κατάρτισε κατάλογο με κατάλληλα προϊόντα για τον καθαρισμό των μουσειακών χώρων και εκπαίδευσε το αρμόδιο προσωπικό για τον τρόπο αποθήκευσης, χρήσης και απόρριψης των χημικών, των χαρτιών και άλλων υλικών.

Στο Μουσείο Victoria & Albert του Λονδίνου (σημ. 17), η αειφορία τέθηκε ως στρατηγική προτεραιότητα από το 2005. Το μουσείο παρακολουθεί την πρόοδο στη μείωση του ενεργειακού του αποτυπώματος και είναι ένα από τα πρώτα μουσεία που προχώρησαν σε σχετικές μετρήσεις για διάφορες πτυχές της λειτουργίας τους: τη χρήση μηχανημάτων και ηλεκτρονικών υπολογιστών, τις εκθέσεις, τη λειτουργία καταστημάτων κ.λπ. Σημαντικό μέτρο για την εξοικονόμηση ενέργειας ήταν η κοινή με το Εθνικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας εγκατάσταση και χρήση από το 2006 ενός σύγχρονου συστήματος Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού και Θερμότητας.

Στην Ελλάδα, παρά το σταθερά χαμηλό ποσοστό κρατικής χρηματοδότησης του πολιτισμού (σημ. 18), την τελευταία 20ετία με τη συγχρηματοδότηση του Β΄ και Γ΄ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης υλοποιήθηκαν έργα για την ανακαίνιση, επέκταση και κατασκευή νέων μουσειακών υποδομών που άλλαξαν ριζικά το μουσειακό τοπίο της χώρας (Mouliou, 2008, σ. 100). Η δημιουργία πράσινων μουσείων διατυπώνεται ως στόχος για την επόμενη δεκαετία. Για παράδειγμα, ως μουσείο με ελάχιστο ενεργειακό αποτύπωμα μελετήθηκε το Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών που χωροθετείται στην Ακαδημία Πλάτωνος (σημ. 19). Εξάλλου από το 2013 (σημ. 20) η εθνική νομοθεσία εναρμονίστηκε με την αναθεωρημένη Κοινοτική Οδηγία για την ενεργειακή απόδοση των κτιρίων, η οποία αφορά και τα μουσεία ως «κτίρια συνάθροισης κοινού» (σημ. 21), ορίζοντας και το χρονικό περιθώριο για την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας (1/1/2021).

Τα μουσεία δρουν για την κοινωνική αειφορία

Οι μουσειακές εκθέσεις είναι συχνά το επικοινωνιακό και μαθησιακό γεγονός με τον μεγαλύτερο αντίκτυπο σε πολλές και διαφορετικές ομάδες κοινού. Μέσα από την ερμηνεία των συλλογών ένα μουσείο μπορεί να γίνει χώρος διευρεύνησης και έκφρασης των δυνατότητων για ένα βιώσιμο περιβάλλον. Μια τέτοια έκθεση επιμελήθηκε ο Bruce Mau το 2004 στην Art Gallery του Βανκούβερ του Καναδά με τίτλο Massive Change: The Future of Global Design (εικ. 2). Η έκθεση με κεντρική ιδέα την ικανότητα του ανθρώπου να αλλάζει τον κόσμο κάλεσε το κοινό μέσα από δέκα θεματικούς σταθμούς να αναστοχαστεί για τη δύναμη και την ευθύνη του σχεδιασμού σε κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά ζητήματα. Η έκθεση, το βιβλίο-μανιφέστο και το διαδικτυακό φόρουμ έγιναν αφορμή για συζητήσεις σχετικά με την αειφορία στον Καναδά και διεθνώς (σημ. 22).

Τα μουσεία ενσωματώνουν τις αρχές της αειφορίας και στον τομέα της έρευνας, καθώς ολοένα πιο συνειδητά διακηρύσσουν το γεγονός ότι η μελέτη των συλλογών, η έρευνα πεδίου, τα πειράματα και όσα κάθε φορά συνθέτουν την ερευνητική λειτουργία ενός μουσείου παράγουν νέες γνώσεις για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του ανθρώπου και την αποτελεσματικότερη προστασία του περιβάλλοντος στο παρόν και το μέλλον. Τα περισσότερα μουσεία δίνουν έμφαση στην παροχή πρόσβασης σε αυτήν τη δεξαμενή γνώσης είτε μέσα από εκθέσεις, δημοσιεύσεις και εκπαιδευτικά προγράμματα είτε μέσω ειδικών εκδηλώσεων, όπως είναι η πρωτοβουλία «Ευρωπαϊκή Νύχτα Ερευνητών» (σημ. 23). Ωστόσο, η ανάγκη που προκύπτει για ένα βιώσιμο μέλλον μεταφέρει το κέντρο βάρους σε δυναμικότερες παρεμβάσεις με σκοπό και την κοινωνική αειφορία. Σύμφωνα με τον R.R. Janes «παράλληλα με τη βούληση που απαιτείται για μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, υπάρχει και η βαθύτερη ανάγκη να μεταβληθεί το προφίλ των μουσείων από αυτό της δημόσιας υπηρεσίας, με κύρια χαρακτηριστικά της την άτυπη εκπαίδευση και συχνά μια τεχνητού τύπου ψυχαγωγία, σε έναν ενταγμένο στην τοπική κοινωνία οργανισμό που θα προτείνει λύσεις σε προβλήματα, λαμβάνοντας υπόψη τις προκλήσεις και τις επιδιώξεις των κοινοτήτων στις οποίες απευθύνεται» (Janes, 2010, σ. 5). Το Field Museum στο Σικάγο είναι το παράδειγμα μουσείου που, προσεγγίζοντας με ολιστικό τρόπο τη βιολογική και πολιτισμική ποικιλότητα, διοχετεύει τα αποτελέσματα της έρευνάς του απευθείας στην κοινωνία με παρεμβάσεις που συμβάλλουν, από το 1999, στην προστασία περισσότερων από 30.000.000 εκταρίων εκτάσεων στον Αμαζόνιο και αλλού (σημ. 24).

Στο ίδιο πνεύμα κινούνται και οι μουσειακές δράσεις που προωθούν το διάλογο και την κριτική σκέψη, το σεβασμό στην πολιτισμική πολυμορφία και την άρση του κοινωνικού αποκλεισμού, την ισότητα και τη συνεργασία. Ένα από τα συμπεράσματα που προέκυψαν από την ενημερωτική εκστρατεία για την αειφορία της Βρετανικής Ένωσης Μουσείων είναι ότι τα μουσεία μπορούν να ενισχύσουν την κοινωνική βιωσιμότητά τους αντανακλώντας την ποικιλομορφία της κοινωνίας που τα περιβάλλει σε όλες τις δράσεις τους (Museums Association, 2008, σ. 11). Μουσειακά έργα με αυτήν τη στόχευση, συχνά επιδοτούμενα από προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης –χωρίς να είναι στις προθέσεις του παρόντος κειμένου να εξετάσει ζητήματα βιωσιμότητας των ίδιων των έργων μετά τη λήξη της χρηματοδότησής τους– αξίζει να αναφερθούν για τη σημασία που έχουν για τους ανθρώπους που εμπλέκονται στο σχεδιασμό και την υλοποίησή τους, για το κοινό και το μη κοινό τους, αλλά και να διευρευνηθούν περαιτέρω για τη γνώση και την εμπειρία που αφήνουν ως παρακαταθήκη.

Μουσειακές εκθέσεις που σχεδιάστηκαν στο πλαίσιο τέτοιων έργων και πραγματεύονται θεματικές «δύσκολης ιστορίας» (Macdonald, 2010, σ. 14), όπως είναι ο πόλεμος και η προσφυγιά, διαμορφώνουν επί της ουσίας έναν νέο κοινωνικό ρόλο για το μουσείο. Οι απόπειρες που σημειώνονται και στην ελληνική μουσειακή κοινότητα είναι αξιοσημείωτες. Η νέα μόνιμη έκθεση που εγκαινίασε το 2007 το Μουσείο Μικρασιατικού Ελληνισμού «Φιλιώ Χαϊδεμένου» (σημ. 25) του Δήμου Νέας Φιλαδέλφειας (εικ. 3), καθώς και οι δύο περιοδικές εκθέσεις Άνθρωποι και Εικόνες: Κειμήλια Προσφύγων του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου το 2009 (σημ. 26) (εικ. 4) και Δύο Φορές Ξένος. Εκτοπισμοί και ανταλλαγές πληθυσμών τον 20ό αιώνα που διοργανώθηκε στο Μουσείο Μπενάκη το 2012 (σημ. 27) (εικ. 5), πραγματεύονται με αμεσότητα ζητήματα μνήμης και ταυτότητας. Επιδιώκουν τη συναισθηματική εμπλοκή και κριτική στάση του σύγχρονου επισκέπτη, εισάγοντας εκτός των άλλων στην εκθεσιακή αφήγηση τη μαρτυρία των ίδιων των θυμάτων των πολεμικών γεγονότων. Επίσης, αξιοποιώντας τις δυνατότητες της μουσειακής εκπαίδευσης, το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο υλοποιεί δράσεις για την αύξηση της πρόσβασης των πληθυσμών Ρομά στην πολιτιστική κληρονομιά. Τα έργα ROMA ROUTES και Με τους Ρομά στο Μουσείο (σημ. 28) (εικ. 6) συνέβαλαν στην προσπάθεια για την άρση των στερεοτύπων, του ρατσισμού και του κοινωνικού αποκλεισμού. Τα πέντε τελευταία χρόνια, από το 2010, και με ποικίλες ευκαιρίες, Ρομά και μη Ρομά επισκέπτες έκαναν το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο σημείο συνάντησής τους μέσα στην πόλη, όπου βρήκαν χώρο, χρόνο και ερεθίσματα για να αναζητήσουν απαντήσεις σε θέματα ιστορίας και ταυτότητας, να δημιουργήσουν και να συζητήσουν, όχι μόνο για το παρελθόν αλλά και για τα τρέχοντα προβλήματα πρόσβασης στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή.

Παρόλο που η σχέση αειφορίας και μουσείου αναπτύχθηκε σχετικά πρόσφατα, τα παραδείγματα είναι πολλά, όσες και οι αναζητήσεις, και φανερώνουν ότι η δράση για την αειφορία συνάδει με τον κοινωνικό και πολιτισμικό ρόλο ενός μουσείου:

-από τον τρόπο μεταφοράς που θα επιλέξει ο επισκέπτης για να φτάσει στην είσοδο του μουσείου (εικ. 7) μέχρι τον τρόπο που συντηρούνται, αποθηκεύονται και ερμηνεύονται οι συλλογές,

-από τις ερευνητικές προτεραιότητες μέχρι τις πράσινες επιλογές και τις αρχές δίκαιου εμπορίου που εφαρμόζονται για τα προϊόντα των πωλητηρίων και των καφέ των μουσείων,

-από τα προγράμματα προσέγγισης στην κοινότητα μέχρι τον ακτιβισμό για τη διάσωση πληθυσμών και τόπων σε κίνδυνο.

Πρόκειται για δράσεις που προσδίδουν επιπλέον αξία στο μουσείο καθιστώντας το «ως κεντρικό σημείο αναφοράς στη ζωή των ανθρώπων» (Μούλιου, 2005, σ. 9 και υποσημ. 1) καθώς το συσχετίζουν δυναμικά με την κοινωνία. Και αυτό στον κόσμο των μουσείων μπορεί να επιτελεστεί με δημιουργικότητα και πάθος, ανοιχτό πνεύμα συνεργασίας και σεβασμό στη διαφορετικότητα, αίσθημα διαχειριστικής υπευθυνότητας και δημοκρατικές διαδικασίες. Αυτά εξάλλου είναι και τα χαρακτηριστικά μιας προοδευτικής και κατά συνέπεια βιώσιμης κοινωνίας.

 

Άρτεμις Σταματέλου

Αρχαιολόγος-μουσειολόγος