Δημοσιεύσεις
Σταύρος Ι. Αρβανιτόπουλος, «Η πόλη του Μυστρά (1262 – 1460)»
Βιβλιοκρισία
View all

Σταύρος Ι. Αρβανιτόπουλος, Η πόλη του Μυστρά (1262 – 1460) – Η πολεοδομική οργάνωση και η λειτουργία ενός υστεροβυζαντινού αστικού συγκροτήματος, 2 τ., ΟΔΑΠ, 2022, ISBN 978-960-386-549-0

Με το άκουσμα του όρου Βυζαντινός πολιτισμός ο νους των περισσότερων πάει συνήθως σε θρησκευτικά μνημεία. H βασική ύλη της Βυζαντινής αρχαιολογίας αποτελείται από εκκλησίες, η τέχνη που αναλύεται, παρά την ποικιλομορφία της, είναι κυρίως θρησκευτική, ενώ στις απαρχές τους οι βυζαντινές σπουδές νοήθηκαν ως “Χριστιανικές σπουδές”. Πρόκειται για ένα πρόβλημα που οφείλεται στο είδος των καταλοίπων, την ποιότητα διατήρησής τους, στη δομή της παραδοσιακής αρχαιολογίας αλλά και στην εργαλειοποίηση του βυζαντινού παρελθόντος στη χώρα μας. Όσο η παραδοσιακή αρχαιολογία επικεντρωνόταν στα πλέον εντυπωσιακά κατάλοιπα του παρελθόντος, και απέκοπτε τα αντικείμενα από το περιβάλλον που τα γεννούσε και τα βίωνε, εξετάζοντάς τα με αισθητικά κριτήρια και ονομάζοντάς τα “τέχνη”, ο βυζαντινός κόσμος αναδυόταν ως μια ακμάζουσα ελίτ που έλεγχε με όχημα το θρησκευτικό συναίσθημα ένα ανώνυμο και μάλλον αδιάφορο πλήθος το οποίο αποκτούσε σημασία μόνο αν εμπλεκόταν σε πολεμικές συρράξεις και θρησκευτικές κινήσεις. Την ίδια στιγμή, όσο η υψηλή τέχνη, με ή χωρίς θρησκευτικό πρόσημο και κατά το δυνατόν αυτοκρατορικές συνδηλώσεις, προβαλλόταν ως τεκμήριο ενός ένδοξου “δικού μας” παρελθόντος που τελείωσε με την οθωμανική κατάκτηση, το Βυζάντιο σήμαινε μια χρυσή εποχή-ευσεβή πόθο για πολλούς.

Το Βυζάντιο όμως αναδύεται ως κάτι παραπάνω από θεοκρατία ή ελληνοχριστιανική ουτοπία όταν ο τρόπος μελέτης του αλλάζει, τόσο με την διεύρυνση του προς μελέτη υλικού, όσο και με την ολιστική θεώρησή του. Αυτός είναι ο προσανατολισμός που ακολουθεί ο Σταύρος Αρβανιτόπουλος στη δίτομη μονογραφία του (κείμενο, εικόνες) για την καστροπολιτεία του Μυστρά, η οποία διατίθεται στα βιβλιοπωλεία καθώς και σε όλα τα πωλητήρια του ΟΔΑΠ, που είναι διάσπαρτα σε όλη τη χώρα.

Ο Μυστράς είναι μια σπάνια περίπτωση καλοδιατηρημένης βυζαντινής πόλης, η οποία είναι ταυτόχρονα και πρωτεύουσα. Ως έδρα του ιδιόρρυθμου υστεροβυζαντινού θεσμού του Δεσποτάτου διαθέτει τόσο μνημειακές κατασκευές σχετικές με την εξουσία (ανάκτορα, ναούς-αυτοκρατορικά καθιδρύματα) όσο και τυπικές ιδιωτικές κατοικίες. Λόγω της ακμής της στην ύστερη περίοδο του Βυζαντίου, όπου οι κοινοί θνητοί εμφανίζονται στο αρχαιολογικό συγκείμενο περισσότερο από άλλες εποχές, δίνει μια μοναδική ευκαιρία για τη συγκρότηση της “προσωπικής αρχαιολογίας” ανθρώπων που έζησαν στην πόλη αλλά και την άντληση σπάνιων δημογραφικών πληροφοριών. Τέλος, η ίδρυσή του σε “καθαρό” έδαφος χωρίς προηγούμενη κατοίκηση, στα μέσα του 13ου αι., και η εγκατάλειψή του χωρίς επανοίκιση κατά τη σύγχρονη εποχή τον καθιστά μια σπάνια βυζαντινή πόλη-φάντασμα, ιδανική μελέτη περίπτωσης για την οργάνωση και την ποιότητα ζωής στην Ελλάδα σε μια πολύ συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Στη μονογραφία του λοιπόν, η οποία είναι βασισμένη στη διδακτορική του διατριβή, ο συγγραφέας καταγράφει, τεκμηριώνει κι ερμηνεύει όλα εκείνα τα στοιχεία που δίνει απλόχερα η θέση, καταφέρνοντας να ανασυνθέσει μακροσκοπικά και μικροσκοπικά την εικόνα της λακωνικής βυζαντινής πόλης.

Στα τέσσερα κεφάλαια του πρώτου τόμου αναλύονται διαδοχικά το φυσικό περιβάλλον, το δομημένο περιβάλλον (οχυρώσεις, δρόμοι, ύδρευση – αποχέτευση και οικίες – συνοικίες) και οι άνθρωποι για να κλείσει με μια συγκριτική μελέτη του Μυστρά με άλλες υστεροβυζαντινές πόλεις. Ο δεύτερος τόμος αποτελεί τη φωτογραφική τεκμηρίωση της μελέτης. Η έκδοση του έργου σε δύο τόμους έτσι δίνει τη δυνατότητα της ταυτόχρονης ανάγνωσης / όρασης φωτογραφιών και κειμένου.

Το φυσικό περιβάλλον εκλαμβάνεται σε σχέση με την πολεοδομία και την εξέλιξη της πόλης. Πράγματι, η θέση του Μυστρά είναι μεν οχυρή, προσφέρει δε μια μεγάλη σχετικά επιφάνεια συγκριτικά με άλλα κάστρα για την ανάπτυξη κατοίκησης. Συγκεκριμένα, για την ανάπτυξη της πόλης χρησιμοποιήθηκαν τέσσερα φυσικά πλατώματα τα οποία όπου ήταν αναγκαίο διευρύνθηκαν και στηρίχτηκαν με άνδηρα. Ανάλογα, η οχύρωση αναπτύχθηκε ανάλογα με την κατοικημένη επιφάνεια, σε τρεις οχυρωματικές γραμμές, διακρίνοντας την κατοίκηση σε τρία τμήματα (τέσσερα μαζί με το κάστρο). Ο συγγραφέας επισημαίνει την ασυμφωνία των πηγών στους όρους/ ονόματα των επιμέρους αυτών τμημάτων, και δηλώνοντας ότι για πρακτικούς λόγους χρησιμοποιεί τους όρους (από ψηλότερο προς χαμηλότερα στον οικισμό) Κάστρο, Άνω Χώρα, Κάτω Χώρα και Έξω Χώρα. Όπως οφείλεται για ένα εισαγωγικό κεφάλαιο που επιτελεί τον ρόλο του, εδώ υπάρχει και αναφορά, δικαιολόγηση της χρήσης και αξιολόγηση των γραπτών πηγών που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, αν και αυτές αναφέρονται επίσης και στην αρχή του τόμου, στον κατάλογο των συντομογραφιών. Εδώ εντάσσονται όχι μόνο βυζαντινά λογοτεχνικά και ιστοριογραφικά κείμενα (π.χ. Ιστορικοί της Αλώσεως, χρονικά) αλλά και διπλωματική αλληλογραφία, ιδιωτικές επιστολές, παραινέσεις σοφών προς τους δεσπότες, δημόσιοι λόγοι (επιτάφιοι, εγκώμια, προσφωνήματα), προσφέροντας μια σφαιρική άποψη για την αντίληψη για τον χώρο και τον ρόλο του των ανθρώπων που τον βίωσαν, άμεσα ή έμμεσα, και δείχνοντας από την αρχή την ανθρωποκεντρική προσέγγιση του συγγραφέα στην εξέταση της θέσης.

H συζήτηση για το δομημένο περιβάλλον αφορά στην τεκμηρίωση των τειχών, των δρόμων, του δικτύου ύδρευσης / αποχέτευσης και των οικιών / συνοικιών. Αναφορικά με τα τείχη (οχυρώσεις, περίβολοι μονών και ναών) η έρευνα καταδεικνύει άγνωστα μέχρι σήμερα τμήματα της οχύρωσης ενώ τεκμηριώνει πληρέστερα και τα γνωστά.

Η λεπτομερέστατη περιγραφή των τειχών και των φάσεών τους στον πρώτο τόμο υποστηρίζεται πλήρως από το φωτογραφικό και τοπογραφικό υλικό του δεύτερου τόμου, ενώ συνοδεύεται με εκτιμήσεις σχετικά με τον λόγο για τον οποίο οι κατασκευαστές επέλεξαν να δομήσουν το κάθε σημείο κατά συγκεκριμένο τρόπο. Το σχέδιο και η τεχνική παρουσιάζεται έτσι ως απότοκος των αναγκών που θέτει το φυσικό περιβάλλον (έδαφος) αλλά και του τρόπου που οι Βυζαντινοί κατανοούν το ανθρωπογενές: όχι ως αντικατάσταση του φυσικού αλλά ως συμπλήρωμά του (σχόλιο για την έλλειψη περιδρόμου και το περιορισμένο ύψος σε μέρος της οχύρωσης, σελ. 85,).

Σχετικά με τους δρόμους, επισημαίνεται η απόσταση μεταξύ της αρχικής μορφής τους και της σημερινής, που οφείλεται στη συνεχή μετασκευή των οδικών αρτηριών μέχρι και το 1834. Με δεδομένα τα περιθώρια λάθους που θέτει η κατάσταση αυτή, επισημαίνονται ασφαλή τεκμήρια χάραξης όπως πύλες τειχών (ως αφετηρίες-προσβάσεις), πύλες ναών (ενδιάμεσα σημεία), αποτετμημένες γωνίες σε κτίρια (ως τεκμήρια διασταυρώσεων), διαβατικά σε ασφαλώς χρονολογημένα κτίρια και οι ελάχιστοι αναλειμματικοί τοίχοι που σώζονται. Τα παραπάνω επιτρέπουν στον συγγραφέα να εντοπίσει στο Μυστρά μια “μέση” οδό (σ. 109) – την κεντρική οδική αρτηρία που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του οδικού δικτύου αλλά και το κλειδί για την “ανασύστασή του”. Το πιο ενδιαφέρον είναι όμως ότι η τυπολογία της μέσης οδού επιτρέπει υποθέσεις για τον τρόπο που κυκλοφορούσαν στο Μυστρά: μάλλον αποκλειστικά με τα πόδια ή με υποζύγια, ενώ οι πιο ισχυροί θα χρησιμοποιούσαν και φορητά ανάκλιντρα – όχι όμως άμαξες. Η έλλειψη ανοικτών δημόσιων χώρων πέρα από τους περιβόλους των εκκλησιών και την πλατεία (φόρο) μπροστά από το Ανάκτορο, δηλώνει ταυτόχρονα ότι η δημόσια ζωή ήταν μάλλον περιορισμένη σε λειτουργίες για τις οποίες έχουμε ενδείξεις αλλά όχι σαφείς αποδείξεις.

Τα τεχνικά έργα τα οποία επέτρεπαν την υδροδότηση του Μυστρά μέσω πηγών κι ενός μικρού κοντινού ποταμού αλλά και των ομβρίων υδάτων περιγράφονται ως ένα δίκτυο-σύλληψη κάποιου ισχυρού διοικητή, ο οποίος όμως είναι αδύνατο να ταυτιστεί. Η μελέτη περιλαμβάνει περιγραφές και αξιολόγηση του κτιρίου του “υδραγωγείου”, των κινστερνών και των κρηνών που αποτελούσαν το δίκτυο, ενώ σχολιάζεται τόσο η παρουσία δημόσιου αποχετευτικού συστήματος όσο και η αντικατάσταση βαλανείων και μνημειακών λουτρικών εγκαταστάσεων με νιπτήρες και νεροχύτες στα σπίτια. Όλα αυτά δείχνουν την ιεράρχηση των αναγκών των κατοίκων του ακμάζοντα αλλά ορεινού και πάντα εν δυνάμει δοκιμαζόμενου Μυστρά, όπου η πολυτέλεια ήταν μάλλον δευτερεύουσα μπροστά στην πρακτικότητα και την εφευρετικότητα, και η ανάγκη για επιβίωση προάγει την αυτονομία ως αξία. Τα παραπάνω επισημαίνονται αργότερα και στα Συμπεράσματα (σ. 383).

Η ολιστική τεκμηρίωση των 321 καταγεγραμμένων εντός των τειχών κτισμάτων αποτελεί μεγάλη αρετή της μελέτης αυτής καθώς δίνεται έμφαση και σε όσα από αυτά ήταν κοσμικά ή και ιδιωτικά (οικίες, καταστήματα, εργαστήρια). Ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται μεν τη σημασία της γειτονιάς για τις μεσαιωνικές κοινωνίες, αλλά δεν βιάζεται να ερμηνεύσει αυστηρά υπό αυτό το πρίσμα τις συστάδες οικιών που παρατηρούνται στο Μυστρά. Αντίθετα, είναι σε θέση να αποδώσει τη διαμόρφωση τους στην ανάγκη προσαρμογής με το έδαφος στην Άνω Χώρα, ενώ για την Κάτω βλέπει ίχνη δήλωσης κοινωνικής διαφοροποίησης. Στην μελέτη περιλαμβάνεται πλήρης περιγραφή όλων των κτισμάτων ανά οικιστική ενότητα (Α, Β, Γ, Δ) ενώ κάποτε διατυπώνονται ερωτηματικά για το ιδιοκτησιακό καθεστώς συγκεκριμένων κτισμάτων ή συστάδων (π.χ. Ενότητα Γ κοντά στα Ανάκτορα). Εντούτοις επισημαίνεται ότι μόνο οι ανασκαφές θα μπορούσαν να δώσουν απαντήσεις σχετικά με τον τρόπο γένεσης και τους ρυθμούς ανάπτυξης του οικισμού, με την προβληματική της χρονολογικής εξέλιξης να αναλύεται εκτενώς (σελ. 365 – 383).

Η συζήτηση για τους ανθρώπους αφορά τις κοινωνικές τάξεις και τις εθνοτικές ομάδες, το πώς και οι δύο κατηγορίες εντάσσονται στην κοινωνική οργάνωση, καθώς και τον τρόπο που τεκμηριώνεται η κοινωνική διάδραση από γραπτές πηγές και αρχαιολογικά κατάλοιπα ( τάφοι, κυβερνητικά κτίρια). Ήδη στο πρώτο κεφάλαιο ο συγγραφέας αποδίδει την ίδρυση του κάστρου στην ύπαρξη στην περιοχή Σλάβων των οποίων τον έλεγχο διεκδικεί ο Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος και χτίζει το πρώτο οχυρό. Αναφέρει επίσης και Εβραίους οι οποίοι κατοικούν έξω από τα τείχη, σε μια περιοχή που διατρέχεται από χείμαρρο μάλλον ταυτιζόμενο με τον Εβραιοπόταμο των περιηγητικών κειμένων. Διατείνεται δε, ότι η πλειονότητα των κατοίκων προερχόταν από τους κατοίκους της Λακεδαιμονίας (Σπάρτης) που κατέφυγαν σε πιο οχυρή τοποθεσία μεταξύ 1262 και 1264, για να προστατευτούν κατά τις αψιμαχίες μεταξύ του Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγου που είχε πάρει το κάστρο και του Βιλλεαρδουίνου που το είχε χάσει και το διεκδικούσε. Στο κεφάλαιο όμως 3 πλέον ταυτίζει όλες τις πολιτισμικές ομάδες της πόλης, προσθέτοντας σε όσους ήδη αναφέρθηκαν τους «Λατίνους» (δυτικούς) και τους «Τσιγγάνους», ενώ αδυνατεί να τεκμηριώσει την ύπαρξη Σλάβων. Τεκμήριά του οι αρχειακές και φιλολογικές πηγές σε συνδυασμό με αρχαιολογικά ευρήματα όπως ταφικές και κτητορικές επιγραφές. Ταυτόχρονα αποτολμά μια τεκμηρίωση ταξικής διαστρωμάτωσης, της πληθυσμιακής αυξομείωσης και της προέλευσης και κοινωνικής ταυτότητας των αλλοεθνών. Στο κεφάλαιο αυτό εντάσσεται και η έρευνα σχετικά με την πολιτική οργάνωση, κάτι που κατά τη γνώμη μου θα βοηθούσε αν αποτελούσε ξεχωριστό κεφάλαιο.

Τέλος η σύγκριση του Μυστρά με άλλα σύγχρονά του οικιστικά κέντρα αποτελεί το τελευταίο, μικρότερο κεφάλαιο της μελέτης. Καθώς η μορφή της πόλης έχει ήδη περιγραφεί, εδώ ο συγγραφέας επιλέγει σοφά να προχωρήσει απευθείας στις συγκρίσεις με τα αντίστοιχα τμήματα άλλων πόλεων όπως το Διδυμότειχο, το Γεράκι, η Ρεντίνα αλλά και η Τραπεζούντα, η Θεσσαλονίκη και η ίδια η Κωνσταντινούπολη. Το συμπέρασμά του είναι ότι, για το μέγεθός του και την εποχή του, ο Μυστράς έχει τείχη με ασυνήθιστα πολλές πύλες και μεγαλύτερα σπίτια, όπου υπάρχουν “αισθητικές αξιώσεις” ενώ, αν και πολεοδομικά ακολουθεί το μοτίβο της δυναμικής ανάπτυξης, σώζει στοιχεία “πιθανής κρατικής παρέμβασης στην ανάπτυξη του αστικού ιστού”.

Ιδιαίτερα κατατοπιστικοί για την κατανόηση του υλικού από τον ανεξάρτητο αναγνώστη είναι οι πίνακες στο τέλος του πρώτου τόμου. Εδώ δίνεται μια συνοπτική εικόνα των τεκμηρίων (κτίσματα, ανθρωπωνύμια) που επιτρέπει στον αναγνώστη μια συνολική θεώρηση και την εξαγωγή προσωπικών συμπερασμάτων για την πόλη και τους κατοίκους της.

Γενικά, η μελέτη του Σταύρου Αρβανιτόπουλου είναι υποδειγματική ως τρόπος τεκμηρίωσης ενός ιστορικού χώρου σε παραδοσιακό μέσο (έντυπο). Παράλληλα, εξαντλώντας τις δυνατότητες που παρέχει η έντυπη παρουσίαση ενός τόσο μεγάλου όγκου πληροφοριών, θα ήταν ευχής έργον να παρουσιαστεί κάποτε το υλικό αυτό με τη χρήση μεθόδων που μας παρέχουν οι ψηφιακές ανθρωπιστικές επιστήμες (ψηφιακή διαδικτυακή βάση δεδομένων με δυνατότητα αναζήτησης, διαδραστικοί χάρτες, οπτικοποίηση δεδομένων· δείτε παραδείγματα εδώ, και εδώ), ώστε να αποτελέσει μια διαχρονική και συνεχώς ανανεωνόμενη πηγή-κλειδί για τον πιο σημαντικό ίσως σωζόμενο ελληνικό οικισμό του ύστερου Μεσαίωνα.

Εξώφυλλα (2 τόμοι).
1 / 2