Δημοσιεύσεις
Σπηλαιολογία
Η συμβολή της στην Προϊστορική Αρχαιολογία
View all

Ως σπήλαιο χαρακτηρίζεται κάθε φυσική υπόγεια κοιλότητα που επικοινωνεί με την επιφάνεια και έχει τέτοιες διαστάσεις, ώστε να επιτρέπεται η είσοδος του ανθρώπου. Τα σπήλαια οφείλουν τη γένεσή τους στην παρουσία αδιάλυτων πετρωμάτων που διαρρέονται από τα όμβρια ύδατα και σχηματίζουν αρχικά ρωγμές, οι οποίες με το χρόνο διευρύνονται και συνδέονται μεταξύ τους επιτρέποντας την κυκλοφορία υπογείων ποταμών. Η επίδραση των ποταμών δημιουργεί την κοιλότητα της σπηλιάς. Η δημιουργία της κοιλότητας του σπηλαίου επιτρέπει το σχηματισμό των σταλακτιτών και των σταλαγμιτών που παίρνουν διάφορες μορφές και αποτελούν πολλές φορές εντυπωσιακό θέαμα.

Κατ’ επέκταση, σπηλαιολογία είναι η επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα των καρστικών μορφών και μελετά τη δυνατότητα οικονομικής αξιοποίησής τους. Η σπηλαιολογία μελετά λεπτομερέστερα τη γένεση και το παρελθόν των σπηλαίων, τις διάφορες μορφές τους και τις γενεσιουργές αιτίες τους. Επίσης, μελετά το περιεχόμενο των σπηλαίων, δηλ. τα ανόργανα και τα οργανικά αποθέματα μέσα σε αυτά, τα προσχώματα, τους σταλακτίτες κ.ά., τις υδρογραφικές συνθήκες των υδάτινων σπηλαίων, τις μετεωρολογικές συνθήκες του αέρα των σπηλαίων, τη φυσική και τη χημική τους σύνθεση, τα απολιθώματα των ζωικών και φυτικών μορφών, τα ζώα και τα φυτά που επισκέπτονται τα σπήλαια. Τέλος, η σπηλαιολογία ασχολείται με τις σχέσεις των καρστικών φαινομένων και κυρίως των σπηλαίων με τον άνθρωπο και κυρίως τον προϊστορικό.

Είναι γνωστό πως ο άνθρωπος άρχισε να επισκέπτεται τα σπήλαια από πολύ παλιά. Ήδη από την Κατώτερη Παλαιολιθική περίοδο υπάρχουν ενδείξεις για ανθρώπινη παρουσία μέσα σε αυτά. Πολλά ερωτήματα δημιουργούνται για την πρώτη επίσκεψη του ανθρώπου σε αυτούς τους σκοτεινούς και υγρούς χώρους. Στο ερώτημα γιατί επέλεξε τα σκοτεινά και συνήθως υγρά σπήλαια, δόθηκε η απλοϊκή απάντηση ότι εξυπηρέτησαν την ανάγκη του ανθρώπου να προστατευτεί από τα άγρια θηρία. Όμως, υπάρχει ένα άλλο ερώτημα που μας δυσκολεύει ως προς την απάντησή του: Πώς λειτούργησε ο άνθρωπος μέσα στα σπήλαια; Τα χρησιμοποίησε ως απλό κατάλυμα, ως χώρο εργασίας, ως χώρο λατρείας ή μήπως ως χώρο ταφής των νεκρών του; Πρόκειται για ερωτήματα τα οποία οι αρχαιολόγοι, και κυρίως οι προϊστοριολόγοι, προσπαθούν να απαντήσουν εδώ και αρκετές δεκαετίες. Ακόμη όμως δεν είναι σε θέση να δώσουν σαφείς απαντήσεις.

Ένα ερώτημα που τίθεται είναι αν ο πρώτος άνθρωπος που επισκέφθηκε τα σπήλαια μπορεί να χαρακτηριστεί ως ο πρώτος σπηλαιολόγος; Και αν όχι, τότε πότε ξεκινάει η επιστήμη της σπηλαιολογίας; Ήδη από τους ιστορικούς χρόνους έχουμε τα πρώτα στοιχεία για τους πρώτους σπηλαιολόγους. Μια επιγραφή του 1100 π.Χ. μαζί με το πορτραίτο του Ασσύριου βασιλιά Tiglath Pileser στην είσοδο ενός βραχώδους τούνελ που σχηματίζεται από τον ποταμό Ευφράτη, μας πληροφορεί για την επίσκεψη του βασιλιά στο χώρο. Είναι η πρώτη καταγεγραμμένη σπηλαιολογική αποστολή. Μια δεύτερη πραγματοποιήθηκε από τον βασιλιά Shalmaneser το 853 ή 852 π.Χ. Λίγους αιώνες αργότερα στο πεδίο της σπηλαιολογικής έρευνας εισήλθαν και οι Κινέζοι, οι οποίοι είχαν ως σκοπό τους όχι μόνο να ικανοποιήσουν την εξερευνητική τους περιέργεια, αλλά και να εκμεταλλευτούν τα σπήλαια που εξερευνούσαν. Από διάφορα εγχειρίδια πληροφορούμαστε ότι στην Κίνα αποτελεί παράδοση να χρησιμοποιούν το σταλακτιτικό υλικό και τα απολιθώματα ζώων στη φαρμακολογία μέχρι και σήμερα.

Κατά τη ρωμαϊκή εποχή πολλοί ήταν αυτοί που επισκέφθηκαν τα σπήλαια και έδωσαν πολλές πληροφορίες που αρκετές φορές άγγιζαν τη σφαίρα της φαντασίας. Το ακριβέστερο και πιο ενδιαφέρον σε πληροφόρηση έργο είναι το βιβλίο του Titus Lucretius Carus, De rerum natura. Με την επικράτηση του χριστιανισμού το ενδιαφέρον για τα σπήλαια χάθηκε, καθώς αυτά σχετίστηκαν με τις δυνάμεις του σκότους και το διάβολο. Έπρεπε να περάσουν πολλοί αιώνες για να αρχίσει και πάλι η σπηλαιολογία να αναπτύσσεται. Πατέρας της σύγχρονης σπηλαιολογίας θεωρείται σήμερα ο Γάλλος Eduard Alfred Martel, ο οποίος έζησε το 19ο αι., επισκέφθηκε δεκάδες σπήλαια σε όλο τον κόσμο και δημοσίευσε πάμπολλες αναφορές κάνοντας τη σπηλαιολογία παγκοσμίως γνωστή. Κατάφερε να πείσει τη γαλλική κυβέρνηση να ψηφίσει το 1902 νόμο με τον οποίο προστατεύονται οι φυσικές κοιλότητες και απαγορεύεται να χρησιμεύουν ως χώροι συγκέντρωσης απορριμμάτων. Επίσης, οργάνωσε την κυκλοφορία εντύπων αφιερωμένων στη σπηλαιολογία, με σπουδαιότερο το Memoires de la Societe de Speleologie, το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε Spelunga και με αυτό το όνομα κυκλοφορεί μέχρι και σήμερα.

Παράλληλα, άρχισαν να ιδρύονται σπηλαιολογικά σωματεία και, τον 20ό αι., εθνικές Σπηλαιολογικές Εταιρείες, ενώ ξεκίνησαν και οι διεθνείς σπηλαιολογικές συνεργασίες. Η επιστημονική έρευνα που σχετίζεται με τα σπήλαια γνώρισε μεγάλη άνθηση τα τελευταία χρόνια με πιο σημαντικούς τους κλάδους της παλαιοντολογίας για την έρευνα των απολιθωμάτων, της αρχαιολογίας για την έρευνα των καταλοίπων της ανθρώπινης δραστηριότητας και της μελέτης των βραχογραφιών, της βιολογίας για την έρευνα του μικροπεριβάλλοντος, της φυσικής με την έρευνα του κλίματος και της μετεωρολογίας, της γεωφυσικής με την έρευνα της σεισμολογίας και της χρονολόγησης των αποθεμάτων, της γεωλογίας με την έρευνα της στρωματογραφίας, της ιζηματολογίας και της γεωμορφολογίας, της μηχανικής με την έρευνα πάνω σε πετρελαϊκά αποθέματα και τουριστικά αξιοποιημένα σπήλαια, της ιατρικής με τη σπηλαιοθεραπεία κ.ά. Σχεδόν όλοι οι κλάδοι έχουν συμβάλει ώστε σήμερα τα σπήλαια να αποτελούν έναν σημαντικό οικονομικό παράγοντα εσόδων των κρατών που τα έχουν αξιοποιήσει.

Στην Ελλάδα η εξέλιξη της σπηλαιολογίας ήταν διαφορετική. Την εποχή που στη Δύση ξεκινούσαν οι πρώτες σπηλαιολογικές εξερευνήσεις, στη χώρα μας γινόταν εκμετάλλευση ορισμένων από τις σπηλιές για την εξαγωγή νίτρου που χρησίμευε στην παρασκευή της πυρίτιδας, αναγκαίας για την απελευθέρωση της χώρας. Μετά την απελευθέρωση και με την ευκαιρία της αποστράγγισης της Κωπαΐδας και τμημάτων του οροπεδίου της Τρίπολης έγινε το πρώτο βήμα για την καταγραφή σπηλαίων και καταβοθρών.

Η σχέση της αρχαιολογίας με τα σπήλαια εγκαινιάστηκε με τις ανασκαφές που έγιναν σε αυτά από τις αρχές του 20ού αι. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν και διάφοροι σύλλογοι που είχαν ως σκοπό και την εξερεύνηση των σπηλαίων. Το 1950 ιδρύθηκε η Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία από τους Γιάννη και Άννα Πετροχείλου και η σπηλαιολογία καταγράφηκε πλέον ως επιστήμη στη χώρα μας. Το 1977 ιδρύθηκε η Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας που έχει νομική αρμοδιότητα για την έρευνα, την ανασκαφή, τη μελέτη και την προστασία των ελληνικών σπηλαίων.

Στον ελλαδικό χώρο υπάρχουν κάποια σπήλαια που έχουν ιζήματα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Αρχαιολογικό ίζημα είναι η απόθεση, η οποία είναι άμεσα ή έμμεσα συνδεδεμένη με την ανθρώπινη δραστηριότητα. Εκτός από τα λίθινα και οστέινα εργαλεία, τα ανθρώπινα και ζωικά οστά, τις εστίες, τα αντικείμενα κόσμησης και τα κινητά έργα τέχνης, οι βραχοσκεπές επιτρέπουν τη διατήρηση και άλλων ευαίσθητων καταλοίπων, όπως βραχογραφιών, ιχνών βημάτων, προπλασμάτων από άργιλο κ.ά.

Η σημαντική συμβολή των ευρημάτων των ελληνικών σπηλαίων φαίνεται στην ανασύσταση της ελληνικής προϊστορίας. Φτάνει να αναφέρουμε πως μέχρι σήμερα μόνο σπήλαια έχουν παρουσιάσει διαδοχική στρωματογραφία που να καλύπτει και τις τρεις εποχές στις οποίες υποδιαιρούνται οι ελληνικοί προϊστορικοί χρόνοι. Αυτό στην πράξη σημαίνει πως μόνο από τα σπήλαια μπορούμε να λάβουμε στοιχεία μέχρι στιγμής για τη μετάβαση από τη μια χρονική περίοδο στην άλλη. Πράγματι, η συμβολή της ανασκαφής και της μελέτης από το υλικό στο Φράγχθι της Αργολίδας είναι ένα μοναδικό εγχειρίδιο μελέτης για όποιον θέλει να έχει μία πρώτη και άρτια επαφή με την ελληνική προϊστορία.

Η αρχαιολογική έρευνα και η προβληματική της εξελίσσονται διαρκώς παρουσιάζοντας ένα πιο ανθρωποκεντρικό ενδιαφέρον και αναζητώντας απαντήσεις σε ερωτήματα, όπως το πώς ήταν η καθημερινότητα του προϊστορικού ανθρώπου, πώς επηρεάστηκε η ζωή του από το περιβάλλον και τις κλιματολογικές αλλαγές και, αντίστροφα, πώς η προϊστορική οικονομία και ο τρόπος ζωής επηρέασαν το περιβάλλον και το κλίμα. Η αρνητική επίδραση του ανθρώπου στο περιβάλλον δεν αποτελεί σημερινό φαινόμενο. Ένα απλό παράδειγμα αποτελεί η εξόρυξη αργίλου που ξεκίνησε απο τη Νεολιθική και εντατικοποιήθηκε στη συνέχεια για την κεραμική παραγωγή. Για την κατασκευή των κεραμικών ήταν απαραίτητη η χρήση της φωτιάς, η οποία χρειαζόταν καύσιμη ύλη που ήταν προϊόν της υλοτομίας. Πώς λοιπόν προσαρμόστηκε ο άνθρωπος σε όλες αυτές τις αλλαγές; Κάθε απάντηση που δίνεται γεννά ένα νέο ερώτημα και η σπηλαιολογία σε σχέση με την αρχαιολογία προσπαθεί να απαντήσει και να επιβεβαιώσει τον θαυμάσιο επιστημονικό της ρόλο.

Βάλια Παπαναστασοπούλου

Αρχαιολόγος-Θεολόγος, Υποψ. Διδάκτωρ Α.Π.Θ.

22.08.2012

Βιβλιογραφία
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΣΠΗΛΑΙΟΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Α΄ Πανελλήνιο Σπηλαιολογικό Συνέδριο, 26-29 Νοεμβρίου 1992, Αθήνα 1998.
J. Bintliff, Natural Environment and Human Settlement in Prehistoric Greece, BAR Supplementary Series 28, 1977.
J. Clottes, Voyage en Prehistoire, Paris 1998.
C. Tolan-Smith, C. Bonsall, The Human Use of Caves, BAR 667, 1997.
Κ. Τρανταλίδου, Ο Ζωϊκός Κόσμος, Αρχαιολογία και Τέχνες 58(1996), σ. 45-53.
J.M.Wickens, The Archaeology and History of Cave use in Attika, Greece from Prehistoric through Late Roman Times, Indiana USA, 1986.