Δημοσιεύσεις
από Γεωργία Κακούρου-Χρόνη τ. Επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης
  Free Member
Σκύρος: Στον ρυθμό της Αιώνιας Ποίησης
Οδοιπορικό
View all

Καρτερούσα τον ήλιο· ανυπόμονος πάντα ο αυγερινός ανέβαινε κιόλας βιαστικός· δεν ήθελε να του κλέψει από τη λάμψη του ο βασιλιάς του ουρανού. Όλα τα χρώματα του φωτός στην ανάλυσή τους να σημαδεύουν στον ορίζοντα τη γραμμή που χωρίζει γη και ουρανό· να ξεχωρίζουν και να μονοιάζουν ταυτόχρονα όλες οι αποχρώσεις γαλανού και πορφυρού. Είναι δύσκολο να προσδιορίσεις από πού θα προβάλει ο ήλιος, έως τη στιγμή που βάφονται εντονότερα τα χρώματα σε ένα συγκεκριμένο σημείο του ορίζοντα. Και τότε αλλάζουν αιφνιδιαστικά όλα τα χρώματα· ατονούν κι ένα χλιαρό λουλακί διαχωρίζει τώρα γη και ουρανό. Αναμονή! Και ξαφνικά προβάλλει μέσα από το νερό ολοπόρφυρο το θαύμα. Τι να φωτογραφίσεις; Η ευγνωμοσύνη θολώνει τα μάτια· άχρηστος ο φακός της φωτογραφικής μηχανής. Προσμένεις την κόκκινη γραμμή της αντανάκλασης να αγγίξει τα πόδια σου που τα θωπεύει το κύμα. Πλήρης φωτός παίρνεις το ανηφορικό καλντερίμι για τη Χώρα της Σκύρου.

Είναι λίγο πριν τις επτά και έως ότου να φτάσεις στο Κάστρο, η μόνη «καλημέρα» –εξαιρετικά γλυκομίλητη– που ανταλλάσσεις είναι με τον κύριο που αντάμωσες να μαζεύει από το πετρόχτιστο μονοπάτι πευκοβελόνες και ό,τι άλλο δήλωνε την αδιαφορία και την ασέβεια των περαστικών.

Αντάμωσα όλα όσα σημειώνουν οι τουριστικοί οδηγοί που σχετίζονται συνήθως με τη γεύση και που εδώ τής υπόσχονται ιδιαίτερη απόλαυση τα ντόπια προϊόντα, η μαστοριά, η εμπειρία και η αγάπη με την οποία συνταγογραφούν και παρασκευάζουν τα χέρια. Χάζεψα στις βιτρίνες των κλειστών καταστημάτων ξυλόγλυπτα και κεραμικά και χάρηκα που η παράδοση συνεχίζεται χωρίς τις συνήθεις κακόγουστες και πρόχειρες αντιγραφές.

Στη σιωπή του πρωινού, στην ακατοίκητη λες Χώρα, αντάμωσα κυρίως ό,τι δεν γράφεται στους τουριστικούς οδηγούς. Την προτεινόμενη πολιτιστική διαδρομή της Εφορείας Αρχαιοτήτων Εύβοιας που παίζει μαζί σου κρυφτό με τη διακριτικότητα με την οποία σηματοδοτεί τα μνημεία και που εκλιπαρεί, ωστόσο, για κάποια πρόσθετη πληροφορία, τουλάχιστον την αναγραφή μιας χρονολογίας, έτσι που να μπορείς να ακολουθήσεις τα βήματα από τα παλαιότερα στα νεώτερα.

Σε λίγο παύει να σ’ ενοχλεί το χρονολογικό συνονθύλευμα. Η διαδρομή με τα ιστορικά κατάλοιπά της, άλλοτε πλουσιότερα άλλοτε φτωχότερα, μολογάει για Δόλοπες και Πελασγούς· για την κατακρήμνιση του Θησέα από τον Λυκομήδη· για τον Αχιλλέα που τον ξετρύπωσε εδώ ο Οδυσσέας ανάμεσα στα φουστάνια των κοριτσιών του Κρήτα βασιλιά· για τον Νεοπτόλεμο, το γιο του Αχιλλέα, με τα πυρόξανθα μαλλιά που παινευόταν για τη σκυριανή του καταγωγή, και μπήκε πορθητής, μέσα στον Δούρειο Ίππο, της Τροίας. Για τις σχέσεις και επαφές με Κυκλαδονήσια, την Ίμβρο, τη Λήμνο, την Κρήτη, τη μακρινή Τροία, τον Εύξεινο Πόντο, τη γειτονική Εύβοια, τη Θεσσαλία και βέβαια την Αθήνα που με τον Κίμωνα κατέκτησε το νησί και εγκατέστησε Αθηναίους κληρούχους. Και μετά Ρωμαίοι, Ενετοί, Βυζαντινοί, με έντονη και σήμερα την παρουσία των τελευταίων στα ερείπια της Επισκοπής εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκουκαι κυρίως στη Μονή του Αγίου Γεωργίου, ιδρυμένη από τον Νικηφόρο Φωκά, που προστατεύει το νησί από το Κάστρο.

Ανεμόεσσα η Σκύρος και πετραία· είναι το πετρώδες και σκληρό έδαφός της που μάλλον της έδωσε το όνομά της. Τα λατομεία της, με τα ποικίλα πετρώματα, που εκμεταλλεύτηκαν κυρίως οι Ρωμαίοι, σήμερα φαντάζουν ογκώδη μοντέρνα γλυπτά, που ο γλύπτης τους με περισσή μαεστρία εναρμόνισε στο φυσικό περιβάλλον. Κυρίως στα Πουριά, που στέκουν απέναντι από τα Βρυκολακονήσια σαν μάρτυρες του πόνου των προσβεβλημένων από την πανούκλα ανθρώπων που εγκαταλείπονταν εκεί στην τύχη της αρρώστιας τους.

Και αιγίβοτος η Σκύρος, με τα πολλά, και μικρά σε αριθμό ζώων, κοπάδια να σε ξαφνιάζουν ευχάριστα, γιατί διαπιστώνεις ότι το νησί παραμένει αύταρκες στην κάλυψη των αναγκών του· κτηνοτροφία (που με δυσκολία κρατά ακόμη ζωντανά τα μικρόσωμα –σκυριανά– αλογάκια, γνωστά ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια), γεωργία, αλιεία. Ο τουρισμός δεν ξεπούλησε τις ασχολίες των κατοίκων και δεν εμπόδισε την κεραμική και την ξυλογλυπτική, τις δυο παραδοσιακές τέχνες του νησιού, να εξακολουθούν να ανθίζουν και κυρίως δεν κακοποίησε το αστικό περιβάλλον ούτε μόλυνε με τραπεζοκαρέκλες και βάναυσους ήχους τις ελκυστικές του παραλίες.

Σ’ αυτόν τον τόπο έλαχε να αναπαυθεί ο Ρούπερτ Μπρουκ (Rupert Chawner Brooke), ο Άγγλος ποιητής που πέθανε (1915), μόλις είκοσι επτά χρονών, κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. O χάλκινος ανδριάντας του «γαλήνιος κ’ ίσιος και σεμνός» (σημ. 1), φιλοτεχνημένος από τον Μιχάλη Τόμπρο, με μοντέλο, όπως φημολογείται, τον νεαρό Αλέξανδρο Ιόλα, «είδε» στα αποκαλυπτήρια (1931) δύο από τους αξιολογότερους εκπροσώπους της νεώτερης Ελλάδας στον χώρο της πολιτικής και της ποίησης: τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Άγγελο Σικελιανό που ύμνησε με τον λόγο του τον νεορομαντικό ποιητή.

Η πλατεία «Μπρουκ» που αγναντεύει το Αιγαίο γειτονεύει με τα δυο σπουδαία μουσεία του νησιού, που αποτέλεσαν και τον τελευταίο σταθμό της περιπλάνησής μου στη Χώρα· το Αρχαιολογικό Μουσείο και το Μουσείο Μάνου και Αναστασίας Φαλτάιτς (το δεύτερο γεμάτο θησαυρούς που απαιτούν, ωστόσο, συντήρηση και μια σύγχρονη μουσειολογική μελέτη για να αναδειχθούν με τον τρόπο που τους αρμόζει).

Με έκπληξη στο Αρχαιολογικό Μουσείο αναγνώρισα τον κύριο της πρωινής, γλυκύτατης, καλημέρας. Ήταν ο κύριος Δημήτρης (λυπάμαι που δεν συγκράτησα το επώνυμό του, ενώ ήμουν εγώ που ρώτησα το όνομά του), φύλακας στο Μουσείο. Με ξενάγησε, χωρίς καν να του το ζητήσω, με γνώσεις αρχαιολόγου, με το πάθος και την υπερηφάνεια που λόγιαζε ο Λορέντσο Μέδικο να θαμπώσει τον πάπα Σίξτο Δ’ επιδεικνύοντας τους θησαυρούς του στον απεσταλμένο του, καρδινάλιο Ραφαέλλο Ριάριο (σημ. 2).

«Στο Παλαμάρι σαν παιδιά μου τα πρωτοκράτησα όλα αυτά στα χέρια μου και τα είδα να ανασταίνονται κομματάκι κομματάκι», μου είπε, επιδεικνύοντάς μου εντυπωσιακά πήλινα σκεύη από τα τοπικά εργαστήρια. Στάθηκε ιδιαίτερα στον ψευδόστομο αμφορέα με την παράσταση πλοίου με την πρώρα του να απολήγει σε πουλί, στο αγγείο με τα ψάρια, στους χρυσούς σφηκωτήρες που συγκρατούσαν τις μπούκλες των μαλλιών, στο τελετουργικό σκεύος με τις πάπιες και τα φίδια, την πυξίδα με τα ολόγλυφα ιππάρια, στα νευρόσπαστα ειδώλια· στάθηκε και στα εισαγμένα προϊόντα που αναδείκνυαν την εξωστρέφεια του νησιού, όπως στο πιθηκάκι από φαγεντιανή. Και ήταν τότε που μου εξήγησε και την επωνυμία «Μαγαζιά» (το Μουσείο προσφέρει πανοραμική θέα προς τα Μαγαζιά που αντικρύζουν το Αιγαίο)· «εμπορικό κέντρο, με πολλά μαγαζιά που είχαν ένα συνεχές πάρε δώσε με την Ανατολή, με τη δικιά μας τη Σμύρνη· τα πήρε η θάλασσα, αλλά ακόμη μπορείς να δεις κατάλοιπά τους μέσα στο νερό». Και καμάρωνε ιδιαίτερα εκείνο το γυναικείο κεφάλι των κλασικών χρόνων από την επιτύμβια στήλη της Καλαμίτσας, με το γοητευτικό θλιμμένο προφίλ ζωσμένο με τον κεφαλόδεσμο.

Ως οικοδεσπότης με προσκάλεσε και στο «σκυριανό σπιτικό», στη λαογραφική συλλογή που δώρισε στο Μουσείο η Λίτσα Κωστίρη στη μνήμη του αδελφού της, αρχαιολόγου-ανασκαφέα, Ιωάννη Παπαδημητρίου. «Το τζάκι, Φ γου, το λέμε στα σκυριανά· στη γωνία πάντα, με το Φ γόπανο να το στολίζει, η κρεβατσούλα, ο σταμνοστάτης με τη στάμνα να την κρατούν στη θέση της τα θυμαροκλώναρα, το σνι, τα καρεκλάκια· λίγος ο χώρος, μικροί και οι άνθρωποι· κάτω από τον σφα, ο αποκρέβατος, ο πηλός και το μπακίρι να μεταμορφώνονται σε πιάτα και κανάτια. Η νυφιάτικη και η γαμπριάτικη στολή, τη φόρεσα κι εγώ και η γυναίκα μου και μαζί μας πενήντα δύο κοπελούδες με τις δικές τους στολές στο γάμο».

Τον ευχαρίστησα σχεδόν βουρκωμένη, γιατί ανέτρεπε εκείνο το «όλοι οι φύλακες, όλοι οι δάσκαλοι, όλοι οι γιατροί…» και είχα ανάγκη αυτή την ανατροπή (μαθημένη από φύλακες που προσβάλλουν και τον χώρο –και τη χώρα– που υπηρετούν).

– Σας ευχαριστώ, κύριε Δημήτρη, για την αγάπη στον τόπο και τη δουλειά σας, του είπα αποχαιρετώντας τον.

– Πάνω από τριάντα χρόνια κανακεύω τα παιδιά μου κι αν δεν αγαπάς τα παιδιά σου και τον τόπο σου… απάντησε και βούρκωσαν και τα δικά του μάτια.

Κατηφορίζοντας προς τη θάλασσα, ακριβώς στο σημείο που καρτερούσα αξημέρωτα τον ήλιο, ανακαλούσα τα εκθέματα των Μουσείων, μαρτυρίες εποχών από όλο σχεδόν το νησί που λες, ωστόσο, ότι οι περισσότερες από αυτές συνωθούνταν στο Κάστρο· φωνές από τα νεολιθικά χρόνια έως σήμερα. Σε μια σταλιά τόπο συμβιβασμένες με τη μοίρα τους, αδελφωμένες όπου τους έλαχε να κατοικούν, νυχτοπερπατούν στα στενά σοκάκια και χαίρονται, όταν βρίσκουν πρόθυμους ακροατές στις χιλιόχρονες ιστορίες τους.

Εικόνες που διαδέχονταν η μια την άλλη και επέλεγαν οι ίδιες ποια θα καταγραφεί: Τα ανυπόμονα κοριτσίστικα ποδαράκια, που απαλλάχτηκαν από τα ροζ πεδιλάκια τους, διαταράσσοντας τη διάταξη των υπόλοιπων ζευγαριών παπουτσιών που έμεναν σύννομα με την τάξη των γερανιών και του βασιλικού. Οι ολάνθιστες βοκαμβίλιες που στόλιζαν τα στενάχωρα σκαλοπάτια, σαν εκείνα που απεικονίζονται στην κλίμακα των αρετών του Ιωάννου του Σιναΐτου και σηματοδοτούν το πόσο δύσκολα κατακτάται ο ουρανός. Ένα ανάγλυφο σκυριανό αλογάκι να στολίζει τον τοίχο του ασπρισμένου σπιτιού· μια ολοπόρφυρη ορθάνοιχτη πόρτα· μια κάπαρη που βάλθηκε να καλύψει την υδρορρόη, με τον ίδιο τρόπο που τα κοχύλια, πλεγμένα από χέρια καλαίσθητα, θέλησαν να καλύψουν την ασχήμια του μετρητή της κατανάλωσης ρεύματος. Αυλιδάκια μια σταλιά, που τα μεγάλωνε η φροντίδα και η παστρική αρχοντιά. Ακόμη και τα αμπαρωμένα εκκλησάκια, όπως αυτό της Αγίας Άννης, δήλωναν την αγάπη των ευλαβικών χεριών που ήξεραν να πλέκουν την ομορφιά. Ο επιτάφιος της Αγίας Τριάδας, με τα βουνά, τις μορφές, την πτυχολογία των ρούχων και την ανατομία του Ιησού να αποκαλύπτουν εικαστικές λύσεις που αναγνωρίζονται πολύ αργότερα στα εκφραστικά μέσα της μοντέρνας ζωγραφικής. Ο λαογραφικός πλούτος του κάθε σπιτιού που τον χάζευα από τα τραβηγμένα κουρτινάκια ή προσανατολίζοντας τη ματιά μου –απαλλαγμένη από κάθε κακοήθη πρόθεση– ανάμεσα στα κενά που άφηνε η πλεγμένη με τα χέρια δαντέλα.

Αν γράψω ένα κείμενο για τη Σκύρο, έλεγα, θα το αφιερώσω στον κύριο Δημήτρη, τον φύλακα του Αρχαιολογικού της Μουσείου.

Δρ Γεωργία Κακούρου-Χρόνη

Σημείωση: Για τις φωτογραφίες της ανατολής του ηλίου ευχαριστώ θερμά τον Δημοσθένη Χρόνη. Ειδικά για την πανοραματική φωτογραφία της ανατολής του ηλίου και της δύσης της σελήνης.

Rubert Brooke.
1 / 13
Σημειώσεις
  1. Άγγελου Σικελιανού, «O Rupert Brooke και η Αιώνια Ποίηση», Πεζός Λόγος, τόμ. Γ (1929-1938), Φιλολογική επιμέλεια: Γ.Π. Σαββίδης, Ίκαρος, Αθήνα 1981, σ. 21-24. Στο ίδιο κείμενο, που εξεφώνησε ο Σικελιανός στα αποκαλυπτήρια του μνημείου (5 Απριλίου 1931), ανήκει και η φράση του τίτλου «στον ρυθμό της Αιώνιας Ποίησης». Βλ. για τον Ρούπερτ Μπρουκ και στον ίδιο τόμο «Ο Βέλγος ποιητής Παύλος Βαντερμπόρτ», σ. 17-20.
  2. Παντελή Πρεβελάκη, Το ιερό σφάγιο, Τραγωδία σε τρεις πράξεις, Εστία, Αθήνα 1982 (Β Έκδοση), σ. 83.