Δημοσιεύσεις
από Γεωργία Κακούρου-Χρόνη τ. Επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης
  Free Member
Μνήμες, αρώματα και γεύσεις της περγαμηνής γης
«Οι συνταγές της Λόπης»
View all

Ως Μαρτυρολόγιον Γυναικών Αγίων! Μνημόνευση ονομάτων υπέρ αναπαύσεως κεκοιμημένων: Μαρίτσας, κ. Βενετίας, Ιουλίας, Κουμπάρας, Ευανθούλας, Στάσας, Θελξιόπης, Ευγενίας, Ευθυμούλας, Φανής, Πάτρας, Άρτεμης, Νόρας, Εύας, Ρήνας, Αγγέλας, Αννούλας, Φιφής, κ. Φωφώς Δημητρίου, κ. Σβολοπούλου, Αθηνάς, Ευανθίας, Ιφιγένειας, Μαρίτσας Κράλλη, κ. Γούτου, κ. Χατζηγιάννη, Ντόλλυ, Καίτης Ισιδώρου, Ανδρονίκης.

Αυτή την αίσθηση της ιερότητας υποβάλλουν τα ονόματα, εντός παρενθέσεως, που συνοδεύουν τους τίτλους των συνταγών. Η μητρότητα τής κάθε συνταγής αποδίδεται ως οφειλή σε εκείνη που μεγαλόψυχα μαρτύρησε τα μυστικά της. «Μεγαλόψυχα», γιατί στο «Τετράδιον Γλυκισμάτων Γαρυφαλιάς Κακούρου, έτος 1950», της μητέρας μου, υπάρχουν «υποθετικές» συνταγές, όπως μου εξιστορούσε η ίδια, αφού οι κάτοχοί τους δεν «μαρτυρούσαν μυστικά».

Τι ονόματα! Και πόσο έκδηλη η σχέση: τις περισσότερες φορές το μικρό όνομα, κάποιες άλλες το βαφτιστικό και το επώνυμο ή μόνο το επώνυμο· στις δυο τελευταίες περιπτώσεις του ονόματος προτάσσεται συνήθως ένα «κάπα» και ακολουθεί η «τελεία» (κ.)· έκδηλος ο σεβασμός που δεν εξομοιώνει ως προς την προσφώνηση τα πρόσωπα ακόμη κι αν πρόκειται για φιλικές σχέσεις. Μερικά από τα ονόματα επαναλαμβάνονται στις συνταγές, πάντα με τον ίδιο τρόπο. Τα ξαναδιαβάζω · όλα σε πτώση γενική· εκτός από το «Ντόλλυ» που δεν ενσωματώνεται στο κλητικό σύστημα της γλώσσας μας. Ακόμη κι αυτή, η μικρή λεπτομέρεια, είναι δηλωτική της καλλιέργειας της Λόπης.

«Οι συνταγές της Λόπης», ο τίτλος του βιβλίου της Μιράντας Σοφιανού· και ο υπότιτλος: «Η Οδύσσεια της Πηνελόπης από την Πέργαμο της Μικράς Ασίας μέσα από το τετράδιό της». Το βιβλίο βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία εδώ και λίγες ημέρες με τη φροντίδα των «Εκδόσεων Στεφανίδη». Εκτός από τη συγγραφέα και τον εκδοτικό οίκο, ευθύς εξαρχής τιμή στους συντελεστές: Φωτογραφίες, εικαστική επιμέλεια: Φωτεινή Στεφανίδη· Επιμέλεια κειμένων, διορθώσεις: Δημήτρης Παπακώστας· Ηλεκτρονική σελιδοποίηση, μακέτες: Βάνα Παναγιώτου. Οφειλή προσωπική, αλλά και γενικότερη νομίζω δικαιωμένη από τον κάθε αναγνώστη που θα κρατήσει στα χέρια του το καλαίσθητο βιβλίο· το «Τετράδιο» θα έλεγα. Γιατί πραγματικά έχεις την αίσθηση ότι φυλλομετράς το αυθεντικό «Τετράδιο», το πρωτότυπο ή εκείνο το «Τετράδιο» που η εμπνευσμένη συνεργασία των συντελεστών του φρόντισε να μην το ξεκόψει ούτε από τον χώρο του, ούτε από τον χρόνο του. Από την εικονογράφηση έως τις γραμματοσειρές, τη σελιδοποίηση, την επιλογή του χαρτιού, το εξώφυλλο, το δέσιμο, το αλάνθαστο κείμενο· η αισθητική του βιβλίου ενέχει πραγματικά τη θέση εκείνης της μνημόσυνης προσφοράς που κλίνοντας το γόνυ έφερε ο πιστός στους προσφιλείς του.

Οι συνταγές –φαντάζομαι από την ίδια τη Λόπη– είναι μοιρασμένες στα κεφάλαια: Γιορτινά, Κεράσματα-Επιδόρπια, Βουτήματα και Συνοδευτικά, Φύλλο-Καραμέλα-Μαρέγκα, Γλυκά του κουταλιού, Φαγητά: Ορεκτικά, Αλμυρά, Πίτες, Ψάρι και Αστακός, Κρεατικά, Πουλερικά και Κυνήγια, Με αυγά, Με λαχανικά, Γαρνιτούρες και Σάλτσες. Οι συνταγές και τα υλικά είναι έκδηλες ενός πολιτισμού που έσμιγε τον αστικό κοσμοπολιτισμό με τη λαϊκή του ρίζα. «Ρίπτετε το γάλα … το ανάλογον τυρί … κόπτεις [τα αυγά] εις δύο μέρη κατά μήκος …100 δράμια γιαούρτι … 1 οκά κολοκύθια … Εκτέλεσις»· γλώσσα, μονάδα βάρους, υλικά και κυρίως οι ίδιες οι συνταγές μαρτυρούν μιαν άλλη εποχή, της αρχοντιάς, της πάστρας, αλλά όχι της ξιπασιάς. Χαζεύω τα «γλυκά του κουταλιού» και χαμογελώ, γιατί θυμάμαι την Άννα Σικελιανού να μου διηγείται: «Όταν ο Γιάννης Τσαρούχης άφησε το Παρίσι, τον μάλωσα. Κι εκείνος γελώντας με τη χαρακτηριστική προφορά του: – Μα χώγα είναι αυτή, Άννα μου, που δεν ξέγουν το γλυκό του κουταλιού;». Τι άλλο είναι οι συνταγές, από αρώματα πατρίδας, γεύσεις, μνήμες γύρω από το οικογενειακό ή το φιλικό τραπέζι; «Γλυκά του κουταλιού», λοιπόν: Κεράσι, Μήλο, Καρυδάκι, Κίτρο, Κυδώνι, Συκαλάκι. Δοκίμασα το «Μήλο γλυκό» (σ. 138), επειδή τα μήλα, τουλάχιστον στον Πάρνωνα είναι φέτος άφθονα και «ξινά», όπως τα θέλει η συνταγή· ο καρπός, η ζάχαρη και το νερό. Η λιγοσύνη! Γευστικότατα, όσα για τη μετατροπή από δράμια σε γραμμάρια, η εφαρμογή είναι πια σε κάθε κινητό. Πολύ σωστά επισημαίνεται με τη «Σημείωση» που κλείνει το βιβλίο: «όποιος αφουγκραστεί προσεκτικά την κάθε συνταγή, θα μπορέσει να την υλοποιήσει μ’ επιτυχία εάν αντικαταστήσει κάποια από τα παλιά υλικά αναζητώντας νέα που να πλησιάζουν την παλιά αίσθηση των πραγμάτων, αλλά κυρίως με τις αισθήσεις, με πρώτη και σημαντικότερη τη λεπταισθησία και την τελειότητα σε όλα τα στάδια της εκτέλεσης». Το «Γλωσσάρι» και το «Ευρετήριο» διευκολύνουν την αναζήτηση και την εκτέλεση των συνταγών της Λόπης.

H Λόπη, υποκοριστικό της Πηνελόπης Τσολακίδη, που από την Πέργαμο τής έμειναν μόνο δυο ρουχαλάκια, επτά επιστολές από τις αδελφές της και το τετράδιο με τις συνταγές της. Τις αδελφές της, τις δίδυμες Αντιγόνη και Ανδρονίκη -που είχαν φιλοξενηθεί από τον Ερρίκο Σλήμαν στο «Ιλίου Μέλαθρον» και είχαν υποκλιθεί στη βασίλισσα Όλγα- και τη μητέρα τους Αναστασία, η Λόπη δεν τις ξανάδε μετά την Μικρασιατική Καταστροφή.

Και οι τρεις αδελφές με αρχαιοελληνικά ονόματα. Το δικό της, «Πηνελόπη», το διάλεξε ο νονός της Wilhelm Dörpfeld (1853-1940)· ο «Γουλιέλμος Δαίρπφελδ», όπως απαντά εξελληνισμένο το όνομά του, και που αναπαύεται στη Λευκάδα αγναντεύοντας το Νυδρί, εκεί που ήθελε ο ίδιος την Ιθάκη, την πατρίδα του Οδυσσέα. Με τα αψεγάδιαστα ελληνικά του, σε επιστολή του, με ημερομηνία 14 Μαΐου 1925 (σ. 21, διαβάζεται με μεγεθυντικό φακό), πληροφορεί τη βαφτισιμιά του ότι οι παρακλήσεις του προς τους Γερμανούς πρέσβεις, τόσο της Κωνσταντινούπολης όσο και της Αθήνας, «περί της τύχης των εκ Περγάμου εκδιωχθεισών γυναικών και προ πάντων της σεβαστής μητέρας σου και των αδελφών σου» δυστυχώς απέβησαν άκαρπες.

Πέργαμος-Δικελί-Λέσβος, η πορεία της προσφυγιάς στον διωγμό του 1914, την οποία ακολούθησε και η οικογένεια της Λόπης. Ο οριστικός διωγμός της Μικρασιατικής Καταστροφής βρήκε τη Λόπη φιλοξενούμενη στο ίδιο νησί· το τελευταίο γράμμα από την αντίπερα όχθη έφθασε στη Μυτιλήνη με ημερομηνία 18 Αυγούστου 1922. Από κει και πέρα η σιωπή κράτησε έως το τέλος της ζωής της Λόπης (1997).

Στο ολιγοσέλιδο, γραμμένο με ιδιαίτερη τρυφεράδα, κείμενο της Μιράντας Σοφιανού δεν ξαναζεί μόνο η Λόπη, αλλά και η μικρασιατική ζωή της Νέας Σμύρνης. Ένα δεύτερο μνημόσυνο αυτό, για τις γειτονιές της Αθήνας που κι αυτές σιώπησαν με ένα άλλο είδος σιωπής.

Το κείμενο και οι νεκρές φύσεις που απαθανατίζει με τον φακό της αυτή τη φορά, κι όχι με το πινέλο της, η Φωτεινή Στεφανίδη, συνάδουν με τ’ αρώματα και τις γεύσεις των συνταγών της Λόπης. Σαν κυριακάτικο πρωινό, μετά την εκκλησία, κι η Λόπη να σερβίρει μαζί με τον ελληνικό καφέ, κουλουράκια με σταφίδες και καρύδια και πίτες περγαμηνές με γαρίφαλα και μέλι. Κοπιάστε! Είμαστε όλοι προσκεκλημένοι!

Γεωργία Κακούρου Χρόνη

Το εξώφυλλο του βιβλίου. Η Λόπη με το κατοικίδιό της.
1 / 6