Δημοσιεύσεις
από Ευάγγελος Καραμανές Ερευνητής, ΚΕΕΛ της Ακαδημίας Αθηνών
  Free Member
Κύπρος Κουρτελλάρης, «Ιστορίες τζιαι παροιμίαις του παππού»
Τρεις τόμοι με διδακτικούς κυπριακούς παροιμιόμυθους
View all

Κύπρος Κουρτελλάρης, Ιστορίες τζιαι παροιμίαις του παππού, εικονογράφηση Άγη Αγησιλάου, τόμοι 3, Λευκωσία 2011, τόμ. α΄  σελ. 62 + τόμ. β΄  σελ. 58 + τόμ. γ΄ σελ.  54. ISBN τόμ. α΄: 978-9963-9936-1-1, ISBN τόμ. β΄: 978-9963-9936-2-8, ISBN τόμ. γ΄: 978-9963-9936-3-5, ISBN set: 978-9963-9936-0-4

Ο Κύπρος Κουρτελλάρης, οικονομολόγος-δημοσιογράφος, βοηθός διευθυντής και οικονομικός διευθυντής της εφημερίδας «Χαραυγή» της Λευκωσίας, έχει ήδη μία αξιόλογη συγγραφική πορεία στον τομέα της κυπριακής παροιμιολογίας. Έχει επιμεληθεί και δημοσιεύσει σχετικό βιβλίο του πατέρα του Χρίστου Κουρτελλάρη (σημ. 1), ενώ συνέχισε με αξιόλογες εκδόσεις κυπριακών παροιμιών όπως: Τα «μιλλωμένα» στον κυπριακό παροιμιακό λόγο. Συλλογή κυπριακών παροιμιών, Λευκωσία 2000, 162 σελ., Τα ζώα στον κυπριακό παροιμιακό λόγο. Συλλογή κυπριακών παροιμιών, Λευκωσία 2000, 418 σελ., Παράθυρο στη Λαογραφία. Ψήγματα κυπριακού παροιμιακού λόγου (σειρά άρθρων στο περιοδικό «Περισκόπιο»), Ειδική έκδοση της εφημερίδας «Χαραυγή», Λευκωσία 2004, 302 σελ.

Το νεώτερο πόνημά του που παρουσιάζεται στο παρόν κείμενο διαφοροποιείται από τα προηγούμενα καθώς το αντικείμενό του είναι οι παροιμιόμυθοι και κυρίως διότι το κοινό στο οποίο απευθύνεται είναι τα παιδιά. Ή, για να είμαι πιο ακριβής, εκείνα τα παιδιά οι γονείς και οι παππούδες των οποίων είναι πρόθυμοι να τους διαβάσουν τους διδακτικούς κυπριακούς παροιμιόμυθους που περιλαμβάνονται στους τρεις καλαίσθητους τόμους, να τους μιλήσουν για τα διδάγματά τους και να τους ξεναγήσουν στις εικόνες που συνοδεύουν τα κείμενα.

Οι παροιμίες είναι σύντομες επιγραμματικές φράσεις, σε πεζό ή και έμμετρο λόγο, που παραδίδουν τη σοφία της εμπειρίας του λαού από γενιά σε γενιά. Η λαϊκή εμπειρία, όπως παραστατικά και συχνότατα μεταφορικά διατυπώνεται μέσα από τις παροιμίες, αποτελεί συμβουλή, γνώμη-άποψη, διαπίστωση, διδαχή, αλλά και δημόσιο έλεγχο. Συχνά πρόκειται για εκφράσεις με αρχαιότατη προέλευση (σημ. 2). Ο όρος προέρχεται ετυμολογικά από το παρά (δίπλα) + οίμος (δρόμος), δηλ. πρόκειται για φράσεις που όπως έγραψε ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος «Ωνομάσθη δε παροιμία, επειδή παρά πάσης οδού εγράφησαν οι τοιούτοι λόγοι προς διόρθωσιν και διδασκαλίαν των εν ταις οδοίς πορευομένων» (ονομάστηκε παροιμία επειδή σε κάθε οδό γράφτηκαν αυτά τα λόγια για να διορθώνονται ή να διδάσκονται οι περιπατητές). Κατά τον αείμνηστο Δημήτριο Λουκάτο, τον διαπρεπέστερο Έλληνα παροιμιολόγο: «Παροιμία είναι ο μικρός έμμετρος ή πεζός λόγος που διατυπώνει παραστατικά και συχνότατα αλληγορικά μια σοφή γνώμη, μια διαπίστωση, μια συμβουλή, και που επαναλαμβάνεται στον καθημερινό λόγο, σαν επιχείρημα ή παράδειγμα» (σημ. 3). Πέρα από τη διδακτική αξία τους η χρήση των παροιμιών στην καθημερινότητα μας βοηθά να καταστήσουμε τον λόγο μας πιο παραστατικό και έτσι να εκφράσουμε με μεγαλύτερη ενάργεια αυτό που σκεφτόμαστε.

Οι παροιμιόμυθοι αποτελούν ένα είδος λόγου συγγενές με τις παροιμίες. Ο παροιμιόμυθος είναι μια ιστορία-αφήγηση, με ήρωες ζώα, η οποία καταλήγει σε μια παροιμία συνήθως ως επιμύθιο. Συχνά η παροιμία αυτή μπορεί να λειτουργήσει αυτοτελώς, ανεξαρτήτως από το σχετικό μύθο.

«Μια φορά κι ένα καιρό, ένας γάτος είδε κάπου μέσα στο σπίτι ένα κομμάτι τυρί. Χμ…, σιγοψιθύρισε με νόημα και τρέξανε τα σάλια του, τι ωραίος μεζές! Και του μπήκε η τρελλή σκέψη να κλέψει το τυρί και να το φάει… Ήτανε όμως κάπως δύσκολο να το φτάσει εκεί που βρισκόταν… Δοκιμάζει να το φτάσει με μια φορά, δεν τα καταφέρνει, δοκιμάζει ξανά, πάλιν δε μπόρεσε να το φτάσει… Δεν είναι μόνο που ήτανε ψηλά, ήτανε και κλειστό σε ένα ερμαράκι με δίκτυ γύρω-γύρω και δεν μπορούσε με τίποτα να περάσει μέσα… Άμα λοιπόν, είδε και απόειδε ο φίλος μας ο γάτος ότι δεν μπορούσε να κλέψει το τυρί και να το φάει, έφυγε μονολογώντας: «Δεν βαριέσαι, τι να το κάνω που είναι Σαρακοστή και νηστεύω». … Από αυτή την ιστορία, προήλθε και η παροιμία «όπως τογ κάττομ που το τυρίν». … Λέγεται … όταν θέλουμε να υποδείξουμε κάποιους, που ενώ θέλουν να κάνουν κάτι, άμα δεν μπορούν να το κάνουν προσποιούνται πως τάχατες δεν θέλουν να το κάνουν λόγω ανωτερότητας στο χαρακτήρα τους ή ότι δήθεν τελικά δεν ενδιαφέρονται…» (τόμ. Α΄, σ. 30-33). Με άλλα λόγια «όσα εν ιφτάννει η αλεπού, κάμνει τα κρεμμαστάρκα»…

Ο κ. Κουρτελλάρης εξηγεί στο πρώτο κείμενο του έργου ότι η ιδέα να συγγράψει αυτές τις διδακτικές ιστορίες ήρθε μετά από μια συζήτηση με τον τρίχρονο τότε εγγονό του στον οποίο προσπάθησε να εξηγήσει έναν γνωστό κυπριακό παροιμιόμυθο. Σε συνέντευξή του στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων, με αφορμή την έκδοση και κυκλοφορία του έργου, είχε δηλώσει ότι «το περιεχόμενο των συγκεκριμένων τόμων εγώ δανεικό το έχω πάρει, θα έλεγα ακόμη το έχω “δανειστεί”, από την πλούσια κυπριακή λαογραφία και απλά το έχω δουλέψει, μυθοπλαστικά και άλλως πως, στο μέτρο των δικών μου γνώσεων, εμπειριών και δυνατοτήτων και βγήκε αυτό που βγήκε, το οποίο θα κρίνουν πρώτα και κύρια τα παιδιά και οι γονείς τους, άντε και οι παππούδες και οι γιαγιάδες» (σημ. 4).

Η δημοσιογραφική του ιδιότητα και εμπειρία, με την εξασκημένη στην πληροφόρηση ευρέων, διαφορετικών και όχι εξειδικευμένων ομάδων του κοινού γραφή, αλλά και η ιδιότητα του παππού συμβάλλουν καθοριστικά στην επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος της συγγραφής του τρίτομου αυτού έργου.

Μία άλλη σημαντικότατη παράμετρος της επιτυχίας και των τριών τόμων είναι η εικονογράφηση του Άγη Αγησιλάου. Ο συγγραφέας στη συνέντευξη που αναφέραμε παραπάνω λέει ότι «… η εικονογράφηση είναι τα μάτια, το φως και το χρώμα στο γραπτό λόγο του βιβλίου και δίνει, αν είναι επιτυχημένη, στο βιβλίο και στο περιεχόμενό του, μια άλλη διάσταση, θα έλεγα ίσως και μια αέναη κίνηση, και βοηθά τον μικρό αναγνώστη του βιβλίου να κατανοήσει περισσότερο το περιεχόμενό του» ενώ «οδηγεί τη σκέψη του σε χώρους, σε τοπία και βιώματα που –λόγω ηλικίας– σίγουρα δεν έχει ζήσει ή και δεν γνωρίζει».

Ο εικονογράφος αξιοποιεί με ευχέρεια τις δυνατότητες της ψηφιακής τεχνολογίας και χρησιμοποιεί τη γνώριμη εικαστική γλώσσα των κόμικς και των παιδικών τηλεοπτικών σειρών: ζώα με ανθρώπινη έκφραση και στάση, άνθρωποι με μεγεθυμένα μάτια και άλλα χαρακτηριστικά του προσώπου, ισομερής φωτισμός όλης της εικόνας καθώς και πλούσια χρώματα αποτελούν μερικές από τις συμβάσεις αυτής της εικαστικής γλώσσας (σημ. 5).

Η απεικόνιση στιγμιότυπων από τις υποθέσεις των παροιμιόμυθων τοποθετείται στα 2/3 της σελίδας και το υπόλοιπο 1/3 καλύπτεται από το κείμενο με μεγάλη γραμματοσειρά μαύρου και κόκκινου χρώματος.  Οι τίτλοι κάθε ιστορίας αναγράφονται με διαφορετικό κάθε φορά χρώμα.

Τα πρόσωπα, τα πράγματα, τα κτίσματα και το τοπίο προβάλλονται σε υψηλότερο απ’ ό,τι συνήθως επίπεδο. Πρόκειται για τον ορίζοντα της οπτικής αντίληψης του ύψους των παιδιών, που παρατηρούν τον κόσμο ν’ ανοίγεται μπροστά τους σαν τους θεατές του κινηματογράφου ή του θεάτρου – το πλάτος του βιβλίου και η επιμήκης εικονογράφηση δημιουργούν επίσης αυτή την αίσθηση. Οι ιλουστρασιόν σελίδες σε καλής ποιότητας χαρτί και το σκληρό εξώφυλλο καθιστούν το βιβλίο ευχάριστο στην αφή και την ανάγνωση για μεγάλους και παιδιά.

Η εικονογράφηση του Αγησιλάου διακρίνεται ακόμη για την καθαρότητα και τη σαφήνεια των μορφών των ανθρώπων, των ζώων και των κτηρίων. Τα χρώματα είναι ιδιαίτερα φιλικά για τον μικρό αναγνώστη. Ζωηρά και απαλότερα θερμά και ψυχρά παστέλ χρώματα συνδυάζονται αρμονικά και συμβάλλουν με τον απλό και σαφή τρόπο με τον οποίο είναι σχεδιασμένο το βιβλίο στο να το καθιστούν ευανάγνωστο και ευχάριστο. Πολύ σπάνια τα χρώματα αναμιγνύονται, και τότε μόνο με μικρές δόσεις λευκού, παραμένοντας έτσι καθαρά και λαμπερά, κάτω από το φως του μεσογειακού ήλιου.

Θα προσέθετα εδώ και μια προσωπική μου απαίτηση από την εικονογράφηση βιβλίων αυτού του τύπου η οποία σπανίως ικανοποιείται. Οι εικόνες έχουν τοπικότητα, δηλ. μπορεί σαφώς ο αναγνώστης να αναγνωρίσει, παρά τον μοντέρνο και αναγκαστικά αφαιρετικό σχεδιασμό τους, το φως, τα τοπία, τις εκκλησίες, τα κτίσματα, τις οικίες και τα πρόσωπα της σύγχρονης Κύπρου. Χαρακτηριστικά είναι και τα πρόβατα που εικονίζονται στον γνωστό μύθο για τον ψεύτη βοσκό που καλούσε σε βοήθεια τους συγχωριανούς του δήθεν για να σώσει το κοπάδι του για να διασκεδάσει (Εν να πάθει σαν τοβ βοσκόν τον ψεύτην) (τόμ. Β΄, σελ. 56-61). Πρόκειται για γνωστά παχύουρα πρόβατα που αποθηκεύουν λίπος στην ουρά τους. Η ουρά του προβάτου στην Κύπρο ονομάζεται βάκλα ή βακλίν. Τον λιπώδη αυτό ιστό της βάκλας στο οικιακό παραδοσιακό πλαίσιο οι νοικοκυρές τον έβραζαν και τον έλιωναν προσθέτοντας το λίπος στην «κούμνα» με τη «μίλλα» (χοιρινό λίπος). Το χοιρινό λίπος, η τροφική αυτή ετήσια παρακαταθήκη της παραδοσιακής οικογένειας (όλου του ελληνικού χώρου), γινόταν έτσι πιο αφράτο. Παραδοσιακά η βάκλα θεωρούνταν από τους Κυπρίους εξαιρετικός μεζές και τον έτρωγαν συνήθως οφτό. Η προσθήκη βάκλας θεωρούνταν απαραίτητη ώστε να νοστιμίζουν τα γιαχνιστά φαγητά και ο καουρμάς (τσιγαρισμένο αρνίσιο κρέας που σβήνεται με κρασί). Χρησιμοποιούνταν επίσης για να παρασκευαστούν χοιρινά σουβλάκια καθώς, με κάθε κομμάτι κρέατος, προσέθεταν στη σούβλα και ένα κομμάτι λίπους από την ουρά του προβάτου. Αυτές όμως οι σκέψεις (και άλλες πολλές) ανήκουν στον πεδίο των ενδιαφερόντων των περισσότερο ειδικών περί τον παραδοσιακό υλικό βίο (ποιμενικός βίος, τροφές κ.λπ.) της Κύπρου!

Η προσπάθεια απεικόνισης σκηνών των παραδοσιακών παροιμιόμυθων επιτυγχάνεται από τον καλλιτέχνη χωρίς κάποια υποχώρηση στο αίσθημα της νοσταλγίας του παρελθόντος που ταλαιπωρεί κατά κόρον κάθε όψη της λαογραφικής παραγωγής… Στα νέα παιδιά η νοσταλγία της παραδοσιακής ζωής που έζησαν και θυμούνται οι παλαιότεροι δεν λέει πολλά πράγματα. Ακόμα ίσως χειρότερο είναι το αποτέλεσμα όταν ένα βιβλίο με ελληνικό λαογραφικό ή λαογραφίζον (σύνηθες και αυτό) περιεχόμενο εικονογραφείται με τοπία, κτίσματα και ανθρώπινες μορφές που παραπέμπουν στην Κεντρική ή τη Δυτική Ευρώπη…

Με τη σαρωτική κρίση που αντιμετωπίζει η ελληνική εκδοτική παραγωγή στη σημερινή πραγματικότητα ίσως αυτές οι παρατηρήσεις να έχουν ένα περιορισμένο αντίκρισμα. Ας ευχηθούμε μετά την καταστροφή που βιώνουμε να πορευτούμε προς επιλογές που να χαρακτηρίζονται από καλύτερη ποιότητα, πρωτοτυπία και αυθεντικότητα. Ας εκτιμούμε όμως σωστά τα καλά πράγματα που έχουμε στην διάθεσή μας και μας προσφέρονται (παρά τις πολλές δυσκολίες) και ας μην κάνουμε «όπως το ψουμούιν της παπαδκιάς» (όπως το ψωμάκι της παπαδιάς) (τόμ. Γ΄, σ. 28-29): «Μιαφ φορά η νύφφη της παπαδκιάς έπαιρνέν της κανίσσιιν έναψ ψουμίν (μια φορά η νύφη της παπαδιάς της έπαιρνε δώρο ένα ψωμί). Βλέποντάς την από μακριά η παπαδιά που κράταγε το ψωμί και νομίζοντας πως το πηγαίνει σε κάποια άλλη, τη ρώτησε: Πκοιου παίρνεις κανίσσιιν τούν’ την ψωμάκκαγ κόρη μου; (Ποιου πηγαίνεις δώρο αυτήν την ψωμάρα, κόρη μου;). Εσέναν, τζιυρά πεθθερά, εσένα (Εσένα, κυρά-πεθερά, εσένα), της απαντά η νύφη της. Η παπαδιά την ίδια ώρα της ανταπαντά: Τουν’ το ψουμούιν;… (αυτό το ψωμάκι;…)».

Το εξώφυλλο του πρώτου τόμου.
1 / 3
Σημειώσεις
  1. Xρίστος Κουρτελλάρης, Οι παροιμίες του λαού μας. Μια συμβολή στη διατήρηση της λαογραφίας του τόπου (2678 παροιμίες, ρήσεις και γνωμικά), Έκδοση 1999, Λευκωσία, 366 σελ. Βλ. και παρουσίαση του βιβλίου από τον ομότ. Καθηγητή Μιχάλη Μερακλή στο περιοδικό Χοροστάσι. Βλ. στο Σύνδεσμο: http://www.sachinides.com/Xorostasi_35.pdf
  2. Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη, Ευάγγελος Καραμανές, Λαογραφία: Παραδοσιακός πολιτισμός, Ινστιτούτο Διαρκούς Εκπαίδευσης Ενηλίκων (Ι.Δ.ΕΚ.Ε.), Αθήνα 2008. Βλ. στο σύνδεσμο http://repository.edulll.gr/edulll/handle/10795/1015
  3. Δημ. Σ. Λουκάτος, Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992, σ. 123.
  4. www.cna.org.cy
  5. Ευχαριστώ θερμώς τον φίλο Σωκράτη Λούπα, ιστορικό της τέχνης, ο οποίος με διαφώτισε κάνοντας πολλές παρατηρήσεις όσον αφορά στην εικονογράφηση της έκδοσης, τις οποίες ενσωμάτωσα στο κείμενό μου.