Δημοσιεύσεις
από Φωτεινή Κοκκίνη ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ - ΔΡ. ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ
  Free Member
Η απεικόνιση του καθημερινού βίου στα ψηφιδωτά δάπεδα του ελλαδικού χώρου κατά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική περίοδο
Σύντομη παρουσίαση διδακτορικής διατριβής
View all

Εισαγωγή

Στα ψηφιδωτά δάπεδα του ελλαδικού χώρου σε τεχνική opus tessellatum είτε μελανόλευκης είτε πολύχρωμης τεχνοτροπίας, που χρονολογούνται από τον 1ο αι. μ.Χ. έως και τα τέλη του 3ου – αρχές 4ου αι. μ.Χ., απεικονίζεται ένα ευρύ φάσμα του καθημερινού βίου. Συναντώνται σκηνές λατρείας, αγροτικών εργασιών, κυνηγίου, ψαρέματος, θεαμάτων, καθημερινά χρηστικά αντικείμενα. Ενδιαφέρον έχουν ορισμένες παραστάσεις (κυνηγίου, ψαρέματος, αγροτικών εργασιών, αθλητισμού) στις οποίες πρωταγωνιστούν ερωτιδείς και άλλες μυθολογικές μορφές. Οι παραστάσεις αυτές διακοσμούν δωμάτια δημόσιων και ιδιωτικών κτηρίων με τη λειτουργία των οποίων πολλές φορές έχουν άμεση ή έμμεση σχέση. Συχνά δεσπόζουν στα δάπεδα ως οι κύριες παραστάσεις, άλλοτε όμως συνδυάζονται με άλλα θέματα. Ενδιαφέρον έχει η μελέτη της χρονολογικής και γεωγραφικής διασποράς αυτών των θεμάτων στον ελλαδικό χώρο και βέβαια τα συμπεράσματα στα οποία μπορεί αυτή να οδηγήσει. Βασικό, τέλος, ερώτημα είναι ποιος είναι ο ρόλος των παραγγελιοδοτών στην επιλογή των εικόνων αυτών και βέβαια ποια είναι τα μηνύματα που θέλουν να εκπέμψουν.

Η θεματολογία

Το θέμα που απαντά συχνότερα στα ελλαδικά ψηφιδωτά είναι αυτό του κυνηγίου. Πρόκειται για 20 παραστάσεις, οι οποίες αποτελούν και πολύτιμες πηγές πληροφοριών σχετικά με τις μεθόδους, τα εξαρτήματα του κυνηγίου (δόρυ, δίχτυα, πέτρες, ιξόβεργες), την ενδυμασία των κυνηγών (εξωμίδες, bracae, δηλαδή παντελόνια, ενδρομίδες). Αρκετά συχνά απεικονίζονται κυνηγόσκυλα. Τα θηράματα είτε είναι τετράποδα (αγριόχοιροι, λαγοί, κατσίκες, τίγρεις, λιοντάρια, πάνθηρες) και το κυνήγι διεξάγεται πεζή ή με άλογα, είτε είναι πτηνά και διεξάγεται μόνο πεζή. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η λιτή απόδοση του τοπίου στο οποίο εκτυλίσσεται το κυνήγι. Συνήθως το τοπίο περιλαμβάνει ένα-δυο δέντρα, λίγη χαμηλή βλάστηση και κάποιο βράχο, όπως στα ψηφιδωτά της Σάμου, της Χίου, της Κισάμου, της Κω [σημ. 1]. Λεπτομερώς αποδίδεται το τοπίο στο ψηφιδωτό από την οδό Παναχαϊκού 4-8 στην Πάτρα [σημ. 2]. Ο πίνακας διατάσσεται σε τρία επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο φύονται μικροί θάμνοι, στο αριστερό τμήμα του δεύτερου επιπέδου διακρίνεται ένα μικρό δάσος και στο δεξί τμήμα του μια λίμνη ή ποταμός που συνεχίζει και στο τρίτο επίπεδο. Πρόκειται για ένα συνηθισμένο τοπίο της Β. Πελοποννήσου. Σε επίπεδα οργανώνεται και το κυνήγι – στο πρώτο επίπεδο απεικονίζεται το κυνήγι του λαγού, στο δεύτερο το κυνήγι του κάπρου – ενώ στο τρίτο επίπεδο απεικονίζεται μια ειδυλλιακή σκηνή με μια νύμφη και μια ανδρική μορφή αγνώστου ταυτότητας που επονομάζεται Σκορπιάτης. Η οπτική είναι πανοραμική (birds’ eye view), πολύ συνηθισμένη στα ψηφιδωτά της Βόρειας Αφρικής, ο θεατής δηλαδή βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση από την οποία μπορεί να παρατηρήσει το τοπίο και σε βάθος και σε εύρος. Ένα άλλο ιδιαίτερο στοιχείο είναι η αφηγηματικότητα της παράστασης, καθώς ξετυλίγονται δυο διαδοχικά επεισόδια με τους ίδιους πρωταγωνιστές, δυο κυνηγούς και έναν σκύλο. Τα πρόσωπα, ο σκύλος και τα άλογα συνοδεύονται από επιγραφές με τα ονόματά τους, ενδεχομένως κατ’ εντολή του παραγγελιοδότη ο οποίος επίσης ίσως απεικονιζόταν ως έφιππος στο κατεστραμμένο κεντρικό τμήμα της παράστασης. Αναμφισβήτητα η παράσταση της Πάτρας είναι μοναδική για τον ελλαδικό χώρο. Όσον αφορά τους εικονογραφικούς τύπους, αναγνωρίζουμε τον παλαιό γνωστό τύπο του γυμνού κυνηγού που αντιμετωπίζει κατά μέτωπον το ζώο σε ένα ψηφιδωτό από την Κω [σημ. 3], αλλά και νέους τύπους εισηγμένους από τη Β. Αφρική.

Οι παραστάσεις ψαρέματος είναι συνολικά εννέα. Προέρχονται από νησιωτικές ή παραθαλάσσιες περιοχές. Παρουσιάζουν δυο εικονογραφικούς τύπους: α) ένας ψαράς, όρθιος ή καθιστός σε κάποιο βράχο, ψαρεύει, β) ένας ή δυο ψαράδες βρίσκονται μέσα σε μια βάρκα από την οποία ψαρεύουν. Και στις δυο περιπτώσεις γύρω κολυμπούν ψάρια πολύ μεγαλύτερα σε μέγεθος από τους ψαράδες. Το θαλασσινό τοπίο αποδίδεται αφαιρετικά, με λίγες οριζόντιες ή κυματοειδείς γραμμές ως κύματα και ενδεχομένως έναν βράχο. Σε καμιά παράσταση δεν απεικονίζεται η ακτή, όπως συμβαίνει συχνά σε βορειοαφρικανικά ψηφιδωτά [σημ. 4]. Σε όλες τις περιπτώσεις είναι εμφανής η μέθοδος αλίευσης: κόντωσις (καμάκι), ἀγκιστρεία (αγκίστρι), κυρτεία (κοφινέλο/κιούρτος), δικτυεία (δίχτυα). Οι ψαράδες φορούν τα γνωστά από την ελληνιστική εικονογραφία ενδύματα: εξωμίδα και πέτασο ή πίλο στο κεφάλι. Σημαντικό στοιχείο αποτελεί η δήλωση της ηλικίας των ψαράδων και άλλων προσωπογραφικών στοιχείων, όπως η φαλάκρα σε ένα ψηφιδωτό από την Κω [σημ. 5], η γενειάδα κ.ά. Ενδεχομένως ο στόχος ήταν να καταδειχθεί μέσω αυτών η δύσκολη ζωή του ψαρά, στοιχείο ιδιαίτερα προβεβλημένο στην ελληνιστική μικροπλαστική. Όσον αφορά τα ψάρια, αυτά αποδίδονται με πολλές λεπτομέρειες και σε πολύ μεγάλο μέγεθος, έτσι που μπορεί κανείς να τα αναγνωρίσει πολύ εύκολα. Έτσι, πρωταγωνιστούν τα ψάρια, ενώ οι ψαράδες περιορίζονται σε έναν δευτερεύοντα ρόλο. Σύμφωνα με μια ερμηνεία οι ψηφοθέτες αντέγραφαν τα ψάρια από χειρόγραφα με θέμα την ιχθυολογία χωρίς όμως να μπορούν να προσαρμόσουν τα μεγέθη και τις αναλογίες, ενώ σύμφωνα με μια άλλη οι ψηφοθέτες ενεργούσαν έτσι επί τούτου, προκείμενου να κάνουν ευδιάκριτο στον θεατή το είδος κάθε ψαριού [σημ. 6].

Ο τρύγος και το πάτημα των σταφυλιών είναι οι μόνες αγροτικές εργασίες που απεικονίζονται στα ελλαδικά ψηφιδωτά της περιόδου, αντίθετα απ’ ό,τι συμβαίνει στις δυτικές επαρχίες όπου οι παραστάσεις διαφόρων εργασιών συνοδεύουν παραστάσεις μηνών [σημ. 7]. Οι ελλαδικές παραστάσεις είναι τέσσερις, από την Κίσαμο, το Άργος, την Πάτρα [σημ. 8] και ακολουθούν την εικονογραφία που αναπτύχθηκε στη Β. Αφρική, ιδίως όσον αφορά τις παραστάσεις στις οποίες το αμπέλι καταλαμβάνει όλη την επιφάνεια του τάπητα, αν και στις ελλαδικές περιπτώσεις η εξάπλωση του αμπελιού περιορίζεται στην επιφάνεια ενός σχετικά μικρού διαχώρου [σημ. 9]. Οι τρυγητές και οι ληνοβάτες φορούν τα ρούχα των αγροτών (εξωμίδα ή περίζωμα, ανάλογα με την εργασία) και κρατούν ή φέρουν στο ζωνάρι τους το ειδικό μαχαίρι (falcula) για την κοπή των καρπών. Στις σκηνές ληνού απεικονίζεται πάντα ο ληνός με τους κρουνούς και τα υπολήνια (πίθοι για τη συγκέντρωση του χυμού, του γλεύκους).

Οι παραστάσεις θεαμάτων είναι ποικίλες. Απεικονίζονται σκηνές από τον χώρο του αθλητισμού, του ιπποδρόμου, θηριομαχίες και μονομαχίες, σκηνές από το θέατρο, έπαθλα. Οι αθλητικές παραστάσεις είναι έντεκα. Παρουσιάζονται τα αγωνίσματα της πάλης, της πυγμαχίας, πιο σπάνια του δρόμου, ενώ άλλα αθλήματα σπανίζουν ακόμα περισσότερο. Μπορούμε να διακρίνουμε τρεις εικονογραφικούς τύπους: α) απεικόνιση αγωνιζομένων αθλητών εντός ενός ή περισσοτέρων διαχώρων στο κέντρο του δαπέδου, β) πολυπληθείς παραστάσεις αθλητών σε ζωφόρο, γ) παραστάσεις όρθιου στεφανωμένου αθλητή και μιας προσωποποιημένης έννοιας (Ευτυχία, Νίκη). Στους πρώτους δυο τύπους είναι έντονο το στοιχείο της αφηγηματικότητας, καθώς οι αγώνες εκτυλίσσονται μπροστά στον θεατή. Η ύπαρξη επιγραφών ονομάτων συνδέει ακόμα περισσότερο τις παραστάσεις με την πραγματικότητα [σημ. 10]. Εντυπωσιακή είναι η γνωστή παράσταση αθλητών από την Πάτρα (εικ. 1) [σημ. 11], στην οποία πέρα από την ποικιλία αθλημάτων αναγνωρίζει κανείς κλασικά εικονογραφικά πρότυπα, όπως αυτό του αυστοστεφανούμενου αθλητή κατά μίμηση του εφήβου Westmacott ή του Αγώνα του Βόηθου. Ένας άλλος ενδιαφέρων εικονογραφικός τύπος είναι αυτός του ηττημένου αθλητή που μπορεί να απαγορεύει, δηλαδή να δηλώνει με μια συγκεκριμένη χειρονομία ότι εγκαταλείπει τον αγώνα, ή να εκφράζει την απογοήτευσή του με μια χειρονομία. Πρόκειται πάντα για αθλητές των βαρέων αθλημάτων. Οι ενδεδυμένες μορφές των αθλητικών παραστάσεων στέκονται δίπλα σε ζευγάρια αγωνιζόμενων αθλητών και κρατούν μια ράβδο (rudis) ή κλάδο φοίνικα. Πρόκειται για τους αγωνοθέτες, οι οποίοι τελούσαν επίσης χρέη διαιτητή και βραβευτή. Στην παράσταση του Δίου απεικονίζονται οι υπηρέτες του γυμνασίου [σημ. 12]. Σε καμιά περίπτωση δεν δηλώνεται ο χώρος διεξαγωγής των αγώνων (γυμνάσιο, παλαίστρα κτλ.).

Οι παραστάσεις από τον ιππόδρομο είναι έξι. Πρόκειται για παραστάσεις ενός αρματοδρόμου πάνω στο άρμα του [σημ. 13] και παραστάσεις αγώνων εντός του ιπποδρόμου [σημ. 14]. Στην πρώτη περίπτωση απεικονίζεται ο νικητής αρματοδρόμος. Στην παράσταση της Θεσσαλονίκης δηλώνονται με επιγραφή οι αγώνες (Πύθια) και το αγώνισμα (άρμα συνωρίς) και με την απεικόνιση δυο στεφάνων οι ισάριθμες νίκες του αρματοδρόμου (εικ. 2). Στην παράσταση του Άργους οι επιγραφές παρουσιάζουν τα ονόματα των αλόγων. Εντυπωσιακότερες είναι οι παραστάσεις με απεικόνιση του ιπποδρόμου. Σε αυτήν των Φιλίππων οι επιγραφές κατονομάζουν τους αρματοδρόμους και τα άλογά τους. Η λεπτομερής απεικόνιση του ιπποδρόμου και η αφηγηματικότητα με μικρές σκηνές που συμβαίνουν ταυτόχρονα καθιστούν αυτές τις σκηνές μοναδικές για τον ελλαδικό χώρο [σημ. 15].

Οι μονομαχικές σκηνές είναι μόλις τρεις. Προέρχονται από την Κω [σημ. 16] (εικ. 3) και την Πάτρα [σημ. 17]. Οι δυο πόλεις ήταν ρωμαϊκές αποικίες, στοιχείο που εν μέρει ερμηνεύει την παρουσία τέτοιων παραστάσεων [σημ. 18]. Οι μονομάχοι απεικονίζονται με την εξάρτυσή τους. Στις παραστάσεις του ελλαδικού χώρου απεικονίζονται μόνο οι τύποι του ρετιάριου και του provocator (βαρέως οπλισμένος μονομάχος). Δίπλα στα ζευγάρια των μονομάχων στέκεται πάντα ο ενδεδυμένος διαιτητής (summa rudis) με τη ράβδο του (rudis) ανά χείρας. Σεόλες τις περιπτώσεις οι μορφές συνοδεύονται από επιγραφές με τα ονόματά τους, τα οποία είναι παρωνύμια. Οι θηριομαχικές σκηνές είναι δέκα. Φαίνεται πως οι αγώνες αυτοί ήταν πιο δημοφιλείς από τους μονομαχικούς. Οι θηριομάχοι απεικονίζονται φτωχά οπλισμένοι, με δόρυ, εγχειρίδιο, μαστίγιο. Τα αντίπαλα ζώα είναι εξωτικά (λεοπάρδαλη, λιοντάρι, τίγρης κ.ά.), του δάσους (αρκούδα, αγριόχοιρος, λύκος κ.ά.), αλλά και ο ταύρος, η κατσίκα, το άλογο κτλ. Η πιο εντυπωσιακή παράσταση είναι αυτή της Κω [σημ. 19]. Σε αυτήν κατονομάζονται με επιγραφές οι περισσότεροι θηριομάχοι, αλλά και τα ζώα. Επίσης, ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί η αφηγηματικότητα, καθώς είναι δυνατόν να αναγνωριστεί η αφήγηση τεσσάρων διαφορετικών μεταξύ τους επεισοδίων σε συνεχόμενες σκηνές χάρη στην αναγραφή των ονομάτων και την πανομοιότυπη απόδοση των μορφών.

Οι σκηνές από τον χώρο του θεάτρου μπορούν να διακριθούν σε αυτές των θεατρικών παραστάσεων, όπως από την Πάτρα, τα Χανιά, την Κίσαμο, τη Λέσβο, τη Νικόπολη [σημ. 20], και σε αυτές των προσωπείων, που συνήθως απεικονίζονται εντός διαχώρων ως δευτερεύοντα εικονογραφικά θέματα. Τα προσωπεία σύμφωνα με μια άποψη είχαν θρησκευτικό χαρακτήρα ή δήλωναν την κουλτούρα του παραγγελιοδότη, κατά μια άλλη είχαν διακοσμητικό χαρακτήρα [σημ. 21]. Οι παραστάσεις απεικονίζουν σκηνές από τη Νέα Κωμωδία και μάλιστα από έργα του Μενάνδρου, όπως αφήνουν να διαπιστώσουμε οι επιγραφές των τίτλων και των ηρώων (Λέσβος, Χανιά) ή διάφορα στοιχεία των παραστάσεων (αντικείμενα, προσωπεία, ενδύματα). Σε μια μόνο περίπτωση μπορούμε να αναγνωρίσουμε μια σκηνή από τραγωδία με βάση τα προσωπεία. Πρόκειται για τρεις μορφές που αποτελούν μια ενότητα στην παράσταση από την Πάτρα. Η πατρινή παράσταση είναι ενδιαφέρουσα λόγω της παρουσίασης πολλών επεισοδίων σε μια συνεχόμενη ζωφόρο. Πιο αναλυτικά απεικονίζεται μια σκηνή κήρυξης νικητή, η σκηνή τραγωδίας, μια σκηνή κωμωδίας, μια σκηνή μουσικών αγώνων, ενώ στο κέντρο της παράστασης απεικονίζεται μια τράπεζα με έπαθλα. Ενδεχομένως απεικονίζονται μουσικοί και δραματικοί αγώνες. Έπαθλα απεικονίζονται και σε άλλα ψηφιδωτά είτε ως κύριο και μοναδικό θέμα είτε ως μέρος παραστάσεων με θέμα αθλητικούς, μονομαχικούς, μουσικούς και δραματικούς αγώνες, ιπποδρομίες, στις οποίες συνήθως καταδεικνύουν το νικητή [σημ. 22].

Οι σκηνές από τη θρησκευτική ζωή δεν θα μπορούσαν να λείπουν. Κάποιες παρουσιάζουν τον πιστό σε σχέση προς κάποιο θεό (Διόνυσο, Ηρακλή, Άρτεμη, Κόρη) και άλλες λατρευτικές πρακτικές (σκηνές βωμών και θυσιών, χορούς) και αντικείμενα (βουκράνια, λυχνοστάτες, αγγεία, κίστες με φίδια). Οι περισσότερες παραστάσεις προέρχονται από οικίες και δυο μόνο από λατρευτικά κτήρια [σημ. 23]. Οι παραστάσεις των οικιών ορισμένες φορές καταδεικνύουν χώρους λατρείας, όταν όμως διακοσμούν χώρους υποδοχής (τρικλίνια, ανδρώνες) μάλλον επιδιώκουν να καταδείξουν τις ιδεολογικές και θρησκευτικές απόψεις των παραγγελιοδοτών τους ή να φέρουν την αφθονία και την ευτυχία στην οικία, ανάλογα πάντα με το θέμα.

Τα αντικείμενα καθημερινής ζωής που απεικονίζονται στα ψηφιδωτά είναι τα ξένια (σκεύη και είδη διατροφής), υποδήματα, όπλα, αρχιτεκτονήματα. Τα ξένια διακοσμούν οικίες και συνήθως τρικλίνια ή δωμάτια κοντά σε αυτά, όπως στην Κίσαμο, την Κόρινθο και την Πάτρα [σημ. 24]. Η θέασή τους προετοίμαζε τον επισκέπτη για το γεύμα που θα ακολουθούσε στην οικία αυτή και για την αφθονία των εδεσμάτων. Τα υποδήματα ερμηνεύονται συχνά ως αποτροπαϊκή εικόνα που προειδοποιεί τον λουόμενο του λουτρού στην περίπτωση των Χανίων για τους κινδύνους του λουτρού (εγκαύματα, πτώση λόγω ολισθηρότητας κτλ.) και τον θεατή στην περίπτωση του Ωδείου του Άργους για την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσει για να βγει από το κτήριο [σημ. 25]. Τα όπλα συμπληρώνουν άλλες κύριες παραστάσεις, ενώ το αρχιτεκτόνημα δεν είναι παρά το μοτίβο των tours crénelées, αρκετά συχνό στις δυτικές επαρχίες [σημ. 26].

Γενικά συμπεράσματα

Οι παραστάσεις καθημερινού βίου του ελλαδικού χώρου παρουσιάζουν μια αξιοσημείωτη ποικιλία, όπως αποδείχθηκε παραπάνω, σε καμιά περίπτωση όμως δεν συναγωνίζονται την ποικιλία θεμάτων της Β. Αφρικής. Δίπλα στα θέματα που ήταν γνωστά από το παρελθόν (ψάρεμα, κυνήγι, αθλητισμός) εισάγονται νέα, «ρωμαϊκά» θέματα (μονομαχίες, θηριομαχίες, ιππόδρομος), που φανερώνουν την εισαγωγή και των αντίστοιχων συνηθειών και ηθών στην κοινωνία. Η ρωμαϊκή μόδα είναι φανερή και στα ενδύματα, καθώς σε πολλές παραστάσεις οι μορφές φορούν την tunica με clavi, όχι όμως σε παραστάσεις «παραδοσιακά ελληνικές», όπως είναι οι αθλητικές. Πολλά εικονογραφικά πρότυπα ανάγονται στην κλασική και ελληνιστική τέχνη (π.χ. αθλητικές σκηνές κ.ά.), ενώ άλλα έχουν εισαχθεί από τις δυτικές επαρχίες (π.χ. σκηνές αμπελουργικών εργασιών). Αυτό που εντυπωσιάζει είναι ότι στις ελλαδικές παραστάσεις η γυναικεία παρουσία είναι εξαιρετικά περιορισμένη, ενδεχομένως γιατί οι παραστάσεις διακοσμούσαν δημόσια κτήρια (λουτρά κτλ.) και χώρους οικιών (τρικλίνια κτλ.) στους οποίους δραστηριοποιούνταν οι άνδρες και όχι οι γυναίκες.

Ως επί το πλείστον οι παραστάσεις προέρχονται από ιδιωτικά κτήρια (οικίες) και λιγότερο από δημόσια κτήρια (λουτρά, παλαίστρες, γυμνάσια, λατρευτικά κτήρια κτλ.). Τα οικιακά δωμάτια που διακοσμούνται με τέτοια θέματα είναι κυρίως τα δωμάτια υποδοχής ή οι χώροι γύρω από αυτά (τρικλίνια, atria, στοές περιστυλίων κτλ.). Τα θέματα είτε είναι σχετικά με τις δραστηριότητες που λάμβαναν χώρα στα δωμάτια (π.χ. ξένια) είτε προέβαλλαν την οικονομική, κοινωνική ακόμα και πολιτική θέση του παραγγελιοδότη-ιδιοκτήτη. Οι παραστάσεις των δημόσιων κτηρίων είναι σχετικές με τη λειτουργία του κτηρίου. Για παράδειγμα αθλητικές σκηνές συναντώνται σε γυμνάσια, παλαίστρες, λουτρά. Στις μισές των περιπτώσεων οι σκηνές καθημερινής ζωής διακοσμούν τον κεντρικό πίνακα του δαπέδου. Πολλές φορές συνδυάζονται με άλλα θέματα με τα οποία μπορεί να συνδέονται εννοιολογικά, π.χ. τα ξένια και οι προσωποποιήσεις Εποχών συνδέονται μεταξύ τους ως φορείς της αφθονίας [σημ. 27]. Σε άλλες περιπτώσεις η σύνδεση δεν είναι ξεκάθαρη.

Η χρονολογική εξέταση έδειξε ότι οι παραστάσεις καθημερινής ζωής έκαναν την εμφάνισή τους στα ελλαδικά δάπεδα στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. Σταδιακά αυξάνεται η ποικιλία των θεμάτων και ο αριθμός των παραστάσεων έως τα τέλη του 3ου αι. και τις αρχές του 4ου αι. μ.Χ., οπότε η υποχώρηση των εικονιστικών θεμάτων μπροστά στα γεωμετρικά θέματα είναι μεγάλη. Η πλειονότητα των παραστάσεων χρονολογείται στον 3ο αι. μ.Χ., αιώνας κατά τον οποίο γενικότερα παρατηρείται άνθηση της τέχνης του ψηφιδωτού στον ελλαδικό χώρο. Οι παραστάσεις προέρχονται από αστικά κέντρα, εξάλλου είναι η περίοδος της αστυφιλίας. Άλλα θέματα απαντούν σε διάφορες περιοχές, χωρίς να παρατηρείται ιδιαίτερη σύνδεση με αυτές, όπως το κυνήγι. Αποτελούν δηλαδή κοινά και διαδεδομένα θέματα. Άλλα γνωρίζουν διάδοση σε συγκεκριμένες πόλεις, όπως οι μονομαχίες και θηριομαχίες που απαντούν στην Κω και την Πάτρα, πόλεις με έντονη τη ρωμαϊκή παρουσία.

Αρκετές παραστάσεις συνοδεύονται από επιγραφές, όλες στην ελληνική γλώσσα. Πρόκειται για υπογραφές ψηφοθετών, αφιερωματικές επιγραφές, ρητά και ευχές, αθλητικές επιγραφές, τίτλους θεατρικών έργων, ονόματα απεικονιζομένων προσώπων. Χάρη σε αυτές ο θεατής μπορούσε να αναγνωρίσει και να κατανοήσει την παράσταση, αλλά και οι παραστάσεις συνδέονταν με την πραγματικότητα.

Η θεματολογία των σκηνών καθημερινής ζωής καταδεικνύει ότι η κοινωνία του ελλαδικού χώρου είχε ενσωματωθεί στη ρωμαϊκή οικουμένη χωρίς όμως να έχει χάσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της.

* Η διδακτορική διατριβή, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Université Paris Ouest Nanterre La Défense υπό την εποπτεία της κυρίας Γεωργίας Κοκκορού-Αλευρά, της κυρίας Anne-Marie Guimier-Sorbets και της κυρίας Παναγιώτας Ασημακοπούλου-Ατζακά, είναι διαθέσιμη στο Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών:

http://phdtheses.ekt.gr/eadd/handle/10442/26586

Εικόνα 1: Αθλητικές σκηνές, Πάτρα. Αντίγραφο, Μουσείο της Ιστορίας των Ολυμπιακών Αθλημάτων, Αρχαία Ολυμπία (Φ. Κοκκίνη).
1 / 3
Σημειώσεις
  1. Σάμος: Μ. Βιγλάκη-Σοφιανού, ΑΔ 54 (1999), Β2, 809, εικ. 46, 50. Χίος: Α. Tsaravopoulos, «A Mosaic Floor in Chios” in J. Boardman – C.E. Vaphopoulou-Richardson, Chios. A conference at the Homereion in Chios 1984, Oxford 1986, 305-315. Κίσαμος: Μαρκουλάκη 2008. Κως: De Matteis 2004, 110-112, tav. XLIV-XLVI.
  2. Παπαποστόλου 2009, 248-250, εικ. 37-38.
  3. De Matteis 2004, 96-98, no 27, tav. XXXIII, XXXIV,1.
  4. C. Belz, Marine Genre Mosaic Pavements of Roman North Africa, PhD Thesis, Ann Arbor 1978.
  5. De Matteis 2004, 110-112, no 41, tav. XLIV-XLVI.
  6. Belz ό.π. σημ. 3, σ. 25-26. A. Kankeleit, « Fisch und Fischer. Mosaikbilder in Griechenland», Antike Welt 34 (2003), 273-278.
  7. Dunbabin 1978, 110-111. Th. Durand, Scènes de vie gallo-romaine évoquées par « le calendrier des activités rurales », Saint-Romain-en-Gal 1996. Το θέμα των μηνών που συνοδεύονται από παραστάσεις αγροτικών εργασιών απεικονίζεται στα ψηφιδωτά του ελλαδικού χώρου λίγο αργότερα, στην παλαιοχριστιανική περίοδο. Βλ. G. Åkerström-Hougen, The Calendar and Hunting Mosaic of the Villa of Falconer in Argos: a study in early Byzantine iconography, Stokholm 1974.
  8. Κίσαμος: Μαρκουλάκη κ.ά. 2004, 366-368. Άργος: Kankeleit 1994, Kat. No 9. Πάτρα: Παπαποστόλου 2009, 234-237, εικ. 22-23.
  9. Π. Ασημακοπούλου-Ατζακά, «Τρύγος και ληνός στα ψηφιδωτά της ύστερης αρχαιότητας» στο Γ. Πίκουλας (επιμ.), Οἶνον ἱστορῶ IV. Θλιπτήρια και Πιεστήρια. Από τους ληνούς στα προβιομηχανικά τσιπουρομάγγανα, Επιστημονικό Συμπόσιο Μέγαρα 23-10-2004, Αθήνα 2005, 47-76.
  10. Παράσταση από την Κνωσό: Sweetman 2003, 529-530 no 12, pl. 86c.
  11. Kankeleit 1994, Kat. No 162.
  12. Δ. Παντερμαλής, «Δίον. Η αγορά και άλλα», ΑΕΜΘ 16 (2002), 417-425, ειδ. 418, σχ. 2, εικ. 2.
  13. Θεσσαλονίκη: Kankeleit 1994, Kat. No 205. Άργος: Χ. Κριτζάς, ΑΔ 29 (1973-1974), Β1, 230-242.
  14. Φίλιπποι: Ε. Γούναρη, «Τα ψηφιδωτά της νησίδας του Ιπποδρόμου στους Φιλίππους», Εγνατία 12 (2008), 87-123, ειδ. 91-104. Εύα Κυνουρίας: Γ. Σπυρόπουλος, Η Έπαυλη του Ηρώδη του Αττικού στην Εύα/Λουκού Κυνουρίας, Αθήνα 2006, 148-149, εικ. 41-42. Η παράσταση από την Πάτρα απεικονίζει μια ενδεδυμένη ανδρική μορφή με ακτινωτό στέφανο στο κεφάλι να οδηγεί τέθριππο άρμα. Η ταυτότητα της μορφής είναι αβέβαιη, καθώς η στάση της μορφής, η ενδυμασία της (μακρύ ιμάτιο που ανεμίζει προς τα πίσω), ο στέφανος παραπέμπουν στον θεό Ήλιο. Βλ. Παπαποστόλου 2009, 221-225, εικ. 9-10.
  15. Οι παραστάσεις αρματοδρομιών εντός του ιπποδρόμου είναι σχετικά σπάνιες. J.H. Humphrey, Roman Circuses. Arenas for Chariot Racing, London 1986.
  16. De Matteis 2004, 96-98, no 27, tav. XXXIII, 145-147, no 70, tav. LXXXV,2, LXXXVI.
  17. Παπαποστόλου 2009, 244, εικ. 33-34.
  18. Σημαντικό στοιχείο αποτελεί επίσης το γεγονός ότι στις δυο αυτές πόλεις έχει βρεθεί ένας αρκετά μεγάλος αριθμός μονομαχικών μνημείων (επιτύμβιες στήλες, λυχνάρια κτλ.) που μαρτυρούν την δημοφιλία του θεάματος αυτού στις δυο πόλεις. Βέβαια, και σε άλλες πόλεις μαρτυρείται η διεξαγωγή μονομαχικών αγώνων, όπως στη Βέροια, όπου επίσης έχουν βρεθεί πολλά μονομαχικά μνημεία, κανένα όμως ψηφιδωτό με παράσταση μονομάχων μέχρι σήμερα (Β. Αλλαμανή-Σουρή, «Μονομαχικά μνημεία στο Μουσείο της Βέροιας» στο Αμητός. Τιμητικός τόμος για τον καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικο, Θεσσαλονίκη 1987, 33-51, πιν. 4-6).
  19. De Matteis 2004, 38-53, tav. VIII-XIII,B.
  20. Πάτρα: Kankeleit 1994, Kat. No 162. Χανιά: Μαρκουλάκη 1990. Κίσαμος: Μαρκουλάκη κ.ά. 2004, 370-371. Λέσβος: Charitonidès et al. 1970. Νικόπολη: Κ. Ζάχος – Δ. Καλπάκης – Χ. Κάππα – Θ. Κύρκου, Νικόπολη: αποκαλύπτοντας την πόλη της νίκης του Αυγούστου, Αθήνα 2008, 137-138.
  21. Dunbabin 1978, 133. H. Rose, Die römischenTerrakottenmasken in den Nordwestprovinzen : Herkunft – Herstellung – Verbreitung – Funktion, Wiesbaden 2006, 71.
  22. Άργος: Kankeleit 1994, Kat. No 5. Σπάρτη: Α. Ράμμου, ΑΔ 52 (1997), Β1, 187-188, σχ. 12.
  23. Κόρινθος: N. Bookidis– R.S. Strood, The Sanctuary of Demeter and Kore: Topography and Architecture, Corinth XVIII, part 3, Princeton - New Jersey 1997, 342 κ.εξ., 362 κ.εξ, pl. 53-54. Κως: De Matteis 2004, 103-105, no 34, tav. XXXVII2.
  24. Κίσαμος: Μαρκουλάκη 1987. Κόρινθος: St.Grobel Miller, «A Mosaic Floor from a Roman Villa at Anaploga», Hesperia 41 (1972), 332-354. Πάτρα: Παπαποστόλου 2009, 231, εικ. 18-19.
  25. Λουτρό Χανίων: K. M.D. Dunbabin, "Ipsa deae vestigia... Footprints divine and human on Graeco-Roman monuments", JRA 3 (1990), 85-109, ειδ. 100, 107 no 10. Ωδείο Άργους: Kankeleit 1994, Kat. No 5.
  26. Ph. Collart, Philippes, ville de Macédoine, depuis ses origines jusqu’à la fin de l’époque romaine, Paris 1937, 357-358. Πρόκειται για ένα μοτίβο που διακοσμεί συνήθως το πλαίσιο του δαπέδου.K. Parlasca, Die Römischen Mosaiken in Deutschland, Berlin 1959, 129 κ.εξ.W. A. Daszewski, La mosaïque de Thésée, Etudes sur les Mosaïques avec Représentations du Labyrinthe, de Thésée et du Minotaure, Nea Paphos II, Varsovie 1977, 60 κ.εξ.S. Provost, « City wall and urban area in Macedonia : the case of Philippi » in L. Lavan (ed.), Recent Research in Late-Antique Urbanism, JRS Suppl. 42, Portsmouth-Rhode Island 2001, 121-135.
  27. Κίσαμος: Μαρκουλάκη 1987.
Βιβλιογραφία
Π. Ασημακοπούλου-Ατζακά, «Κατάλογος ρωμαϊκών ψηφιδωτών δαπέδων με ανθρώπινες μορφές στον ελλαδικό χώρο», Ελληνικά XXVI (1973), 216-254.
Π. Ασημακοπούλου-Ατζακά, Το Επάγγελμα του Ψηφοθέτη κατά την Όψιμη Αρχαιότητα (3ος – 7ος αι.), Αθήνα 1993.
Π. Ασημακοπούλου-Ατζακά, Σύνταγμα των Παλαιοχριστιανικών Ψηφιδωτών Δαπέδων της Ελλάδος. ΙΙΙ. Μακεδονία – Θράκη. 1. Τα Ψηφιδωτά Δάπεδα της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1998.
Π. Ασημακοπούλου-Ατζακά, Ψηφιδωτά Δάπεδα. Προσέγγιση στην Τέχνη του Αρχαίου Ψηφιδωτού, Θεσσαλονίκη 2003.
Γ. Ατζακά, Το Επάγγελμα του Ψηφοθέτη (4ος αι. π.Χ. – 8ος αι. μ.Χ.), Αθήνα 2011.
C. Balmelle et alii, Le Décor Géométrique de la Mosaïque Romaine, II. Répertoire Graphique et Descriptif des Décors Centrés, Paris 2002.
Ph. Bruneau, « Tendances de la mosaïque en Grèce à l’époque impériale », ANRW II2- Künste (1981), 320-346.

S. Charitonidès– L. Kahil – R. Ginouvès, Les Mosaïques du Maison du Ménandre à Mytilène, Antike Kunst 30, Bern 1970.
M. Donderer, Die Mosaizisten der Antike und ihre wirtschaftliche und soziale Stellung, eine Quellenstudie, Erlangen 1989.
M. Donderer, Die Mosaizisten der Antike II. Epigraphische Quellen – Neufunde und Nachträge, Erlangen 2008.
G. Hellenkemper Salies, «Römische Mosaiken in Griechenland», BJb 186 (1986), 241-284.
L.M. De Matteis, Mosaici di Cos. Dagli scavi delle missioni italiane e tedesche (1900-1945), Atene 2004.
K.M.D. Dunbabin, The Mosaics of the Roman North Africa. Studies in Iconography and Patronage, Oxford 1978.
K.M.D. Dunbabin, Mosaics of the Greek and Roman World, Camridge 1999.
A. Kankeleit, Die römische Mosaiken in Griechenland, I-II, Berlin 1994.
Στ. Μαρκουλάκη, «Οι Ώρες και οι Εποχές σε ψηφιδωτό από το Καστέλι Κισάμου», Κρητική Εστία 1 (1987), 33-58.
Στ. Μαρκουλάκη, «Ψηφιδωτά Οικίας Διονύσου στο Μουσείο Χανίων» στο Πεπραγμένα του Στ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Χανιά 24-31 Αυγούστου 1986, τ. Α1, Χανιά 1990, 449-463.
Στ. Μαρκουλάκη, (επιμ.), Περίπατος στην Αρχαία Κίσαμο (Υπουργείο Πολιτισμού, ΚΕ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων), Χανιά 2008.
Στ. Μαρκουλάκη, «Διονυσιακό ψηφιδωτό στο Μουσείο Κισάμου (Κίσαμος, οικόπεδο Αντ. Σκουνάκη 1985)» στο Πεπραγμένα Ι΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου, Χανιά 1-8 Οκτωβρίου 2006, τ. Α5, Χανιά 2011, 383-410.
M. Papaioannou, Domestic Architecture of Roman Greece, University of British Columbia 2002 (PhD).
Ι. Παπαποστόλου, «Παρατηρήσεις σε ψηφιδωτά των Πατρών» στο Patrasso Colonia di Augusto. Atti del convegno internazionale, Patrasso 23-24 marzo 2006, Tripodes 8, Atene 2009, 211-256.
I. A. Papapostolou. «Mosaics of Patras. A review», Αρχαιολογική Εφημερίς 148 (2009), 1-84.
R. Sweetman, “The Roman mosaics of the Knossos valley”, ABSA 98 (2003), 517-547.
S.E. Waywell, «Roman Mosaics in Greece», AJA 83 (1979), 293-321.