Στην αρχαία Ελλάδα τα όντα συγκροτούνται στο πλαίσιο μιας διηνεκούς, έγχρονης κίνησης από το μη είναι στο είναι, όροι που στη μυθολογική γλώσσα αποδίδονται ως χάος και κόσμος. Στον ησιοδικό μύθο των γενών υπάρχει μια συνεχής διαδοχή σε μια τάξη προοδευτικής παρακμής. Όταν η πορεία ολοκληρωθεί, ο χρόνος αρχίζει να κυλάει αντίστροφα, προς το παρελθόν του. Αυτή είναι και η πορεία της ζωής. Αρχή και τέλος της η ανυπαρξία του θανάτου. Μόνη παρηγοριά η κυκλικότητα και αυτή η ανάστροφη κίνηση του χρόνου. Η αρχαία Ελλάδα επομένως ακροβατεί σε μια επίφοβη ισορροπία αντιθέτων. Αυτή η ακροβασία αισθητοποιείται κατ’ εξοχήν στα αρχαϊκά αγάλματα, τους Κούρους και τις Κόρες. Φτιαγμένα για να στολίζουν τάφους, υλικά «σήματα» θανάτου, αλλά και αγάλματα νιότης, «τεντωμένες χορδές» έτοιμες να εξακοντιστούν. Το μυστηριώδες αρχαϊκό χαμόγελο αποτυπώνει την ευθυμία την ώρα που η ζωή ξεπροβάλλει σε μια μακάρια νεότητα. Οι αρχαϊκοί Κούροι ζουν στο χρόνο του χρυσού γένους, όταν οι άνθρωποι γεννιούνται και πεθαίνουν νέοι.