Πλήθος παραδείγματα από κρητικά νοταριακά έγγραφα μαρτυρούν ότι η γυναίκα στη βενετοκρατούμενη Κρήτη έπαιρνε ενεργό μέρος στις δραστηριότητες της οικονομικής ζωής. Δικαίωμα δικαιοπραξίας η γυναίκα αποκτά μαζί με την ενηλικίωσή της, στα 18. Συχνά παντρεύεται και πριν τα 15, και για την αξία της προίκας της γίνεται εκτίμηση από εμπειρογνώμονες. Οι εκτιμήσεις προικών αποκαλύπτουν τον πλούτο των αστών και επιβεβαιώνουν τον ολλανδό περιηγητή του 17ου αιώνα που περιγράφει τα μετάξια και τις αραχνοΰφαντες δαντέλες στη φορεσιά των γυναικών, τα μαργαριταρένια τους στολίδια και τα κατάφορτα από διαμάντια χέρια τους. Οι γυναίκες συντάσσουν δική τους διαθήκη λόγω ηλικίας, λόγω ασθένειας ή λόγω εγκυμοσύνης. Παράλληλα είναι και εκτελέστριες διαθήκης, ενώ δίνουν ή λαμβάνουν εξουσιοδοτήσεις. Στις συμβάσεις μαθητείας, η χήρα μάνα συμβάλλεται με μάστορα που πλάι του θα μάθει μια τέχνη ο γιος της. Σημειωτέον ότι τα νόθα παιδιά δεν είναι καταδικαστέα στις ανώτερες τάξεις. Στις συμβάσεις εργασίας που συνάπτουν γυναίκες μνημονεύονται τα εξής γυναικεία επαγγέλματα: τροφός, υπηρέτρια, υφάντρα, ράφτρα, βυρσοδέψις, τσαγκάρισσα, ταβερνάρισσα -αλλά και μαμή και πρακτική γιατρός. Η αμοιβή του άντρα μπορούσε να είναι ακόμη και τριπλάσια από τη γυναικεία. Γυναίκες αναφέρονται, μόνες ή συνεταιρικά, να ασχολούνται με το εμπόριο ή να είναι δανείστριες. Τέλος, στην πελατεία των νοταρίων ανήκουν και οι μοναχές. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα έγγραφα από συναλλαγές μοναχών και ζωγράφων.