Η βουδιστική τέχνη Γκαντάρα άρχισε τον 1ο αιώνα π.Χ. στην περιοχή των Σκυθών και συνεχίστηκε ώς τον 6ο αιώνα μ.Χ. Έφτασε στον κολοφώνα της τελείωσής της στα χρόνια του αυτοκράτορα Κανίσκα, ο οποίος, το 78 π.Χ., επέβαλε τον Βουδισμό Μαχαγιάνα που έδινε έμφαση στη λατρεία του Βούδα και των Μποντισάτβα (το τελευταίο στάδιο τελείωσης προτού γίνει κανείς Βούδας).

Ο Βούδας έχει μεγάλη σπουδαιότητα για την τέχνη της Γκαντάρα γιατί σε αυτήν θεοποιήθηκε. Πριν από τη φώτισή του ήταν ο Μποντισάτβα Σιντάρτθα. Στην τέχνη Γκαντάρα δημιουργήθηκε η απεικόνιση του Βούδα στο στυλ του Απόλλωνα.

Εκτός από τον Βούδα, στην τέχνη της Γκαντάρα υπάρχουν και πολλές απεικονίσεις των Μποντισάτβας. Αυτές οι ολόσωμες, σε φυσικό μέγεθος, απεικονίσεις σε πέτρα και γύψο ήταν τοποθετημένες σε ειδικές υποδοχές στα μοναστήρια και τις «στούπες» για λατρευτικούς σκοπούς. Τα προσφιλέστερα θέματα της τέχνης της Γκαντάρα είναι παρμένα από τη ζωή του Βούδα. Όλα τα επεισόδια της ζωής του ιστορούνται με πολλή προσοχή στα αφηγηματικά ανάγλυφα.

Η τέχνη Γκαντάρα χρησιμοποίησε ως υλικά την πέτρα, το γύψο, τον πηλό και το χαλκό. Για τα περισσότερα γλυπτά χρησιμοποιήθηκε ένα είδος σχιστολίθου, πέτρα μαλακή με σταχτο-γαλαζο-πράσινες αποχρώσεις, ενώ αργότερα η μαλακή σαπουνόπετρα, αλλά και το μάρμαρο.

Η σχολή γλυπτικής της Γκαντάρα, γνωστή ως ελληνο-βουδιστική ή ρωμαιο-βουδιστική τέχνη, απορρόφησε στοιχεία περσικά, ελληνικά, ρωμαϊκά και ινδικά, με τα οποία εμπλουτίστηκε. Επηρέασε την τέχνη της Ινδίας, της Κεϋλάνης, της Βιρμανίας, του Σιάμ, της Ιάβας, της Κεντρικής Ασίας, της Κορέας και της Ιαπωνίας, και παρήγαγε τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική επιτυχία της Ασίας, δηλαδή τον τρόπο απεικόνισης του Βούδα.