Ο συγγραφέας αντιτάσσει στον Ησίοδο, που εμφανίζει τα όνειρα παιδιά της Νύχτας, τον Ευριπίδη, σύμφωνα με τον οποίο τα μελανόφτερα όνειρα είναι παιδιά της Γης, της σεβάσμιας Χθονός (Εκάβη, 70-71). Χαράζει επίσης μια διάκριση, πολιτειακή και κοινωνική, ανάμεσα στην προαρχαϊκή και την αρχαϊκή και κλασική Ελλάδα. Με την άφιξή τους, οι Ολύμπιοι θεοί εκδιώκουν τη Γη τόσο από τη Δωδώνη όσο και από τους Δελφούς, όπου εφάρμοζαν τη χθόνια μαντεία με τη μέθοδο της εγκοίμησης και την ονειρική οδό για την αποκάλυψη των μυστηρίων και την επικοινωνία με τον κόσμο των νεκρών. Ο κόσμος της ονειρικής εμπειρίας σε συλλογικό επίπεδο θα αντικατασταθεί από έναν κόσμο προσωπικό και μοναχικό.

Γνωρίζουμε ότι οι μοναρχίες των βασιλείων της Ανατολής, με την κοινωνική αρχαϊκότητα που τις χαρακτηρίζει, διατηρούν την ονειρική ως λειτούργημα που αφορά ολόκληρο το έθνος. Ο μονάρχης, θεόπνευστος και θεϊκό διάμεσο, δικαιούται να θεωρήσει την προσωπική του ονειρική εμπειρία ως τον μοναδικό σύνδεσμο του θείου με το έθνος του. Για την Ελλάδα δεν διαθέτουμε γραπτή μαρτυρία για κάτι ανάλογο, καθώς οι πολιτικές και πολιτειακές αρχές μετατοπίζονται από τα κράτη-βασίλεια στις πόλεις-κράτη.