Η γραμμική αντίληψη του χρόνου, χαρακτηριστικό της προχωρημένης, αφηρημένης και μαθηματικής σκέψης, αντιτίθεται στην κυκλική θέαση του χρόνου, τη  βασισμένη στην άμεση ανθρώπινη εμπειρία. Η καθημερινή διαδοχή φωτός και σκότους και η ετήσια εναλλαγή των εποχών, σε συνδυασμό με το γέμισμα και το άδειασμα του φεγγαριού, δημιουργούν μια εικόνα του χρόνου ως κύκλου. Η κυκλική θέαση του χρόνου προϋποθέτει την τάξη, τον ρυθμό και, κάτι περισσότερο, το ξανάνιωμα. Τέτοια ήταν η σύλληψη του χρόνου στην αρχαϊκή Ελλάδα από τον Όμηρο και εξής. Μιας και η προκλασική συνείδηση δεν διακρίνει με αυστηρότητα την χρονική συνέχεια από τα χρονικά γεγονότα που συμβαίνουν μέσα σε αυτή, ο χρόνος θεωρείται ποιοτικός και διαφοροποιημένος. Στον Ησίοδο ο χρόνος είναι η κανονική διαδοχή κατάλληλων και ακατάλληλων ωρών και ημερών. Μια τέτοια διαδοχή νοείται τόσο φυσική όσο ο ερχομός στη ζωή και το πέρασμα στο θάνατο κάθε ζωντανού πλάσματος. Ο θάνατος είναι το αναπόδραστο τέλος της ζωής θυμίζοντας πολύ αυτό που περιγράφεται στην θαυμάσια ομηρική μεταφορά, τα φύλλα που ο άνεμος ρίχνει χάμω στη γη το φθινόπωρο κάνοντας τόπο στην ερχόμενη άνοιξη για να τα αντικαταστήσει – η νέα γενεά. Ο κυκλικός χρόνος φέρνει γεννήσεις, θανάτους και νέες γεννήσεις.

Τον 6ο αιώνα π.Χ. αναδύθηκε στη συνείδηση για πρώτη φορά η ιδέα ότι η ζωή ίσως είναι τιμωρία για κάποιο αρχέγονο αμάρτημα. Το μοναδικό σωζόμενο απόσπασμα του Αναξίμανδρου μαρτυρεί την εμφάνιση της ιδέας. Την ανάπτυξή της κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα π.Χ. την οφείλουμε στα αλληλένδετα πνευματικά ρεύματα των Ορφικών και των Πυθαγόρειων. Και τα δύο ανέτρεψαν την ομηρική σχέση του σώματος προς την ψυχή και θεώρησαν ότι ο αληθινός εαυτός εγκατοικεί στην ψυχή. Οι Πυθαγόρειοι όμως διεξήγαγαν και επιστημονικές έρευνες σχετικά με τη μαθηματική δομή του κόσμου εν γένει. Λέγεται ότι ο Πυθαγόρας όρισε τον χρόνο ως «την σφαίραν του περιέχοντος», ταυτίζοντας τον χρόνο με τις ουράνιες κινήσεις. Η πυθαγόρεια ιδέα κωδικοποιεί και μεταφράζει στη γλώσσα της επιστήμης το αρχαϊκό βίωμα που βρίσκουμε στον Όμηρο και τον Ησίοδο. Δεν αποτελεί σύμπτωση το ότι, στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. ο σύγχρονος του Αναξίμανδρου, αλλά κατά μια γενιά νεότερός του, ο και υποτιθέμενος δάσκαλος του Πυθαγόρα, Φερεκύδης, συνέθεσε τη μεικτή του θεογονία. Βλέπουμε εκεί τον Χρόνο, τον Δία και τη Χθονία (Γη) να είναι οι μόνες αγέννητες θεότητες, οι πρώτες αρχές. Η ιδέα ότι ο Χρόνος (με ή χωρίς την Ανάγκη στο πλάι του) είναι πρώτιστος θεός, επανεμφανίζεται σε ύστερες ορφικές θεογονίες. Μετά την ανακάλυψη των παπύρων του Δερβενίου το 1962, μπορούμε με ασφάλεια να θεωρήσουμε ότι αυτές οι ελληνιστικές συνθέσεις αντλούν από κλασικά πρότυπα. Δεν είναι απίθανο ο θεοποιημένος Χρόνος να είχε εμφανιστεί στα πρώιμα στάδια των ορφικών μύθων διαδοχής ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ.

Τα χρυσά ελάσματα από την Κάτω Ιταλία, την Κρήτη και τη Θεσσαλία και οι οστέινες πινακίδες από την Όλβια (που χρονολογούνται από το τέλος του 5ου έως τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ.), δείχνουν μια εκπληκτική ενασχόληση με τη μακάρια ζωή μετά θάνατον που εκλαμβάνεται ως δώρο του Διονύσου, της Περσεφόνης ή και των δύο. Αυτή η επιγραφική μαρτυρία δικαίως έχει συσχετισθεί με τη διονυσιακή μύηση και τα ορφικά μυστήρια. Σε κάποιες περιπτώσεις είναι έκδηλη η ιδέα μιας μετενσαρκωνόμενης ψυχής. Ο δηλωμένος στόχος του ορφικού μύστη είναι η έξοδός του/της από τον βαρυπενθή χρονικό κύκλο γεννήσεων και θανάτων που κυβερνά η Ανάγκη. Μπορούμε ενδεχομένως να συνδυάσουμε την κυκλική θέαση του χρόνου, την οποία προϋποθέτει η θεωρία των αναγκαστικών μετενσαρκώσεων, με το θεϊκό ζευγάρι του Χρόνου και της Ανάγκης που συναντάμε σε μια ύστερη εκδοχή της ορφικής θεογονίας. Εάν έχουμε δίκιο, συνεπάγεται ότι η απελευθερωμένη ψυχή του ορφικού μύστη ξεφεύγει από την καθεστηκυία τάξη που ανάγεται στην απαρχή της δημιουργίας του κόσμου και φτάνει στην πρωταρχική αδιαφοροποίητη κατάσταση, χωρίς να χάσει την προσωπική του/της συνείδηση –πράγμα αδύνατον στη φυσική, και την ομηρική, τάξη πραγμάτων.