Το 1997 ανακαλύφθηκε στην Αλεξάνδρεια μια αρχαία νεκρόπολη που, για επτά αιώνες, ήταν γεμάτη συντριβάνια, δέντρα και λιθόστρωτους δρόμους, όπου οι ζωντανοί μπορούσαν να περπατήσουν, να φάνε και να επικοινωνήσουν με τους νεκρούς τους. Άρα η «νεκρόπολη» -«η πόλη των Νεκρών»- δηλώνει το «πολυάνδριο» των αρχαίων, το κοιμητήριο των χριστιανών και το νεκροταφείο των νεότερων.
Ο μετασχηματισμός του κοιμητηρίου, το 18ο αιώνα στην Ευρώπη, οφείλεται στην αντικατάσταση της μεσαιωνικής θεολογίας από μια προρομαντική αντίληψη της θνητότητας. Στο γ΄τέταρτο του 18ου αιώνα, το κοιμητήριο, ως ειρηνικό τοπίο κήπου, ήταν η εναλλακτική λύση που προτιμήθηκε αντί των μακάβριων τόπων ταφής, όπου είχε οδηγήσει η θεολογία του μεσαίωνα. Το παρισινό Père-Lachaise ήταν το πρώτο και πιο ονομαστό δυτικό κοιμητήριο που σχεδιάστηκε ως γραφικό τοπίο κήπου, συνδυάζοντας τη γραφικότητα με τη μνήμη της προσωπικής απώλειας. Κανείς όμως δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο αρχαιολογικός χώρος του Κεραμεικού, που ήρθε στο φως το 1863, συμπύκνωνε όλα τα στοιχεία του κοιμητηρίου-τοπίου.
Σήμερα, ιδίως στο μοντέρνο κόσμο, τα κοιμητήρια μόλις λίγων δεκαετιών είναι ήδη κορεσμένα ή ξεχασμένα, αφού οι επισκέψεις έχουν πολύ αραιώσει. Αν και η Ανατολή, η Νότια Ευρώπη και οι Ισπανόφωνοι συνεχίζουν να θεωρούν το κοιμητήριο κέντρο της ζωής τους, στα μάτια των υπολοίπων το μαυσωλείο, το μνημείο, ο τάφος, έχασε τη μνημονευτική λειτουργία του.
Ο θάνατος μιμείται τη ζωή, τα ταφικά μνημεία αποτελούν την έκφρασή της. Το πρόβλημα της διαφορετικής αντιμετώπισης των νεκρών και της κατάταξής τους, βάσει της εν ζωή κοινωνικής τους θέσης, είναι μια ισχυρή απόδειξη γι’ αυτό.