Η μακρά διάρκεια και η ευρεία αποδοχή της κλασικιστικής αρχιτεκτονικής, που έφτασε στην Ελλάδα μέσω Γερμανίας στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, οφείλεται στην πνευματική ανάγκη του έθνους να συνδεθεί με την ιστορία του. Ο Ρομαντικός Κλασικισμός βρήκε και εδώ πεδίο εφαρμογής σε δημόσια κτίρια. Στην Αθήνα το μαρτυρούν το στρατιωτικό νοσοκομείο Μακρυγιάννη (W. von Weller), τα ανάκτορα του Όθωνα (Fr. von Gärtner), το Πανεπιστήμιο (Chr. Hansen), το Αστεροσκοπείο (Th. Hansen), το Αρσάκειο (Λ. Καυταντζόγλου), το Βαρβάκειο (Παν. Κάλκος), η Παλαιά Βουλή (Fr. Boulanger), η Ακαδημία (Th. Hansen), το Πολυτεχνείο (Λ. Καυταντζόγλου), το Δημοτικό Θέατρο (E. Ziller), το Αρχαιολογικό Μουσείο (L. Lange), το Ζάππειο (Fr. Boulanger), η Βιβλιοθήκη (Th. Hansen). Στην Οθωνική περίοδο (1833-1862), το ύφος των ανακτόρων του βασιλιά επηρεάζει και την οικοδόμηση αρχοντόσπιτων, όπως αυτά που σχεδίασε ο Σταμάτης Κλεάνθης. Το σημαντικότερο δημιούργημά του είναι τα πέντε σπίτια που έχτισε για τη δούκισσα της Πλακεντίας. Την ίδια εποχή ιδιωτικές κατοικίες σχεδιάζουν ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου, ο Παναγιώτης Κάλκος και ο Δημήτριος Ζέζος. Η περίοδος του Γεωργίου Α΄ (1863-1913) σφραγίζεται από την παρουσία του Ernst Ziller. O Ziller εμπλουτίζει τις απαιτήσεις της Ελληνικής Αναβίωσης με πλούσιες και περίτεχνες διακοσμήσεις ενός προγραμματικού εκλεκτικισμού. Αντιπροσωπευτικά δείγματα είναι το Ιλίου Μέλαθρον, τα μέγαρα Γ. Κούπα και Β. Μελά. Ωστόσο, το νεοκλασικό σπίτι έχει αρετές που δεν εξαντλούνται στην καλλιγραφική απόδοση της πρόσοψης και τις ζωγραφιστές εσωτερικές διακοσμήσεις. Γύρω στο 1900, η αθηναϊκή επιρροή οδηγεί επαρχιακά σπίτια, όπως αυτά που συναντάμε ως το τέλος του Μεσοπολέμου στη Δυτική Μακεδονία, στο συνδυασμό της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής με νεοκλασικά στοιχεία.