Τοπογραφία και μυθολογία
Το σπήλαιο των Λιμνών βρίσκεται στην περιοχή του Χελμού, ο οποίος στην αρχαιότητα ονομαζόταν «Αροάνια όρη» και θεωρούνταν τμήμα της Αρκαδίας με το όνομα Αζανία. Στους δυτικούς πρόποδες του όρους απλώνεται ένα μεγάλο οροπέδιο, το οποίο έως και τα σύγχρονα χρόνια πολλές φορές μετατρεπόταν σε λίμνη. Κατά την Ελληνιστική περίοδο στην άκρη του οροπεδίου βρισκόταν η πόλη των Λουσών. Μια πλατιά κοιλάδα με κοίτες ποταμών και χειμάρρων εκτείνεται από το οροπέδιο παράλληλα με τις δυτικές υπώρειες του Χελμού, προς τα νότια. Εκεί, στην αρχή της, βρίσκεται το σπήλαιο των Λιμνών, με θέα προς τη δεσπόζουσα ψηλότερη κορυφή του όρους.
Το σπήλαιο συνδέθηκε με τη μυθική αρχαιότητα καθώς θεωρήθηκε πως ταυτίζεται με σπήλαιο για το οποίο κάνει λόγο ο περιηγητής Παυσανίας τον 2ο αιώνα μ.Χ. Συγκεκριμένα, στα Αρκαδικά του (VIII, 18.7), ο Παυσανίας αναφέρει τα Αροάνια όρη και ειδικά ένα σπήλαιο σε αυτά, το οποίο συνδέεται με τον μύθο των Προιτίδων, των θυγατέρων του βασιλιά του Άργους Προίτου, που τιμωρημένες από την Ήρα καταλήφθηκαν από τρέλα και κατέφυγαν στα βουνά. Ο μάντης και θεραπευτής Μελάμπους καταδίωξε τις κοπέλες μέχρι το σπήλαιο και από εκεί τις οδήγησε στους Λουσούς, τη φημισμένη ελληνιστική πόλη, όπου με θυσίες και καθαρμούς τις θεράπευσε στο ιερό της Αρτέμιδος, γνωστό ελληνιστικό ιερό της θεάς. Ο Παυσανίας δεν μας δίνει καμία άλλη πληροφορία για το σπήλαιο των Αροανίων, επομένως θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι δεν το επισκέφθηκε ο ίδιος αλλά είχε ακούσει γι’ αυτό και για τον μύθο του. Ο ίδιος πάντως πήγαινε προς τους Λουσούς, τότε ένα ερειπωμένο χωριό ήδη, από τη βόρεια πλευρά του Χελμού, γεγονός που δημιουργεί έναν προβληματισμό για τη σύνδεση του σπηλαίου των Λιμνών, που βρίσκεται στα δυτικά του όρους, με το σπήλαιο του μύθου που αναφέρει ο Παυσανίας στα βόρεια.
Εξερεύνηση και αξιοποίηση του σπηλαίου
Το σπήλαιο των Λιμνών έχει μεγάλη είσοδο που ήταν πάντα γνωστή, σε υψόμετρο 827 μ. Από το στόμιό του προς τα ενδότερα διαμορφώνεται ευρύχωρη αίθουσα. Ωστόσο, ο χώρος αυτός απολήγει σε ψηλό μέτωπο, φυσικό εμπόδιο απροσπέλαστο χωρίς ειδικό εξοπλισμό, το οποίο θα προκαλούσε απορία για το τι βρίσκεται πίσω του. Η σπηλαιολογική εξερεύνηση κατά τη δεκαετία του 1960 οδήγησε στην εντυπωσιακή ανακάλυψη ότι το σπήλαιο εκτείνεται για περίπου δύο χλμ. και μάλιστα ανεβαίνει μέσα στο ύψωμα οδεύοντας προς την κορυφή του κατά μήκος ενός σεισμικού ρήγματος. Δεν πρόκειται δηλαδή για ένα σπήλαιο με χώρο περιορισμένο γύρω από την είσοδό του, αλλά, στην πραγματικότητα, για έναν υπόγειο καρστικό αγωγό ο οποίος συγκεντρώνει ύδατα που έχουν εισέλθει στη γη σε ψηλό σημείο του υψώματος και τα διοχετεύει διά του ρήγματος προς το κάτω μέρος του και στην κοιλάδα. Η υψομετρική διαφορά μεταξύ αρχής και τέλους του σπηλαίου είναι 85 μ. Μέσα σε αυτή τη μακρά διαδρομή διαμορφώθηκε ένα φυσικό τοπίο μοναδικής ομορφιάς με μεγάλες αίθουσες διακοσμημένες με εντυπωσιακούς σταλαγμιτικούς σχηματισμούς και λίμνες σε κλιμακωτά επίπεδα, απ’ όπου και το όνομα του σπηλαίου σήμερα.
Αυτά έγιναν γνωστά από την πρώτη μεγάλη εξερεύνηση του σπηλαίου των Λιμνών που διενεργήθηκε από τον Ελληνικό Ορειβατικό Σύνδεσμο Αθηνών σε τρεις αποστολές το 1965 και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Το Βουνό. Στη συνέχεια, η Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία διοργάνωσε νέα εξερεύνηση το 1966 και προχώρησε σε χαρτογράφηση η οποία δημοσιεύθηκε στο Δελτίον Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας. «Η πρώτη εξερευνητική επίσκεψη κράτησε 22 ώρες» γράφει η Α. Πετροχείλου. Σε αυτήν τη δημοσίευση γίνεται λόγος για το τουριστικό ενδιαφέρον του σπηλαίου, γεγονός που έθεσε τη βάση της πρωτοβουλίας της Εταιρείας για την υλοποίηση έργου ανάδειξης σε συνεργασία με τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού, το οποίο ευοδώθηκε κατά τη δεκαετία του 1980. Με τις κατάλληλες τεχνικές παρεμβάσεις, για τις οποίες γνωμοδότησε και η νεόκοπη τότε Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας–Σπηλαιολογίας υπό τη διεύθυνση της Ε. Δεϊλάκη, από το 1990 μέρος του μαγευτικού σπηλαίου έγινε επισκέψιμο για το κοινό ενώ την ευθύνη διαχείρισης ανέλαβε ο Δήμος Καλαβρύτων.
Αρχαιολογική έρευνα
Η σπηλαιολογική δραστηριότητα αφενός έφερε το σπήλαιο των Λιμνών στο προσκήνιο και αφετέρου είχε ως αποτέλεσμα να διαπιστωθεί η ύπαρξη αρχαιολογικών καταλοίπων. Τις πρώτες ενδείξεις για την αρχαιολογική σημασία του χώρου έδωσαν επιφανειακά θραύσματα κεραμικής και λίθινα εργαλεία που συλλέχθηκαν στην περιοχή της εισόδου από τον Ε. Μαστροκώστα τη δεκαετία του 1960 και τον Φ. Πέτσα τη δεκαετία του 1970. Η διάνοιξη της επαρχιακής οδού Κλειτορίας–Καλαβρύτων εκείνη την εποχή, με σκοπό να διευκολυνθεί και η τουριστική ανάδειξη του σπηλαίου, πέρασε μερικά μόνο μέτρα μπροστά από το φυσικό στόμιό του τέμνοντας τα πρανή γύρω του και αποκαλύπτοντας προϊστορικά κατάλοιπα.
Με αυτά τα δεδομένα η Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας–Σπηλαιολογίας υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου Αδαμάντιου Σάμψων διενήργησε ανασκαφική έρευνα στο σπήλαιο κατά το διάστημα 1992–1994, η οποία επικεντρώθηκε στη φυσική είσοδό του με σκοπό τη χαρτογράφηση των προϊστορικών καταλοίπων σε έκταση και βάθος και τη διερεύνηση των χαρακτηριστικών τους. Από την ανασκαφή διαπιστώθηκε πλούσια, οργανωμένη και διαχρονική χρήση του χώρου κατά την προϊστορία, με εύρος από την 6η έως τη 2η χιλιετία π.Χ., δηλαδή τη Νεολιθική εποχή και την Εποχή του Χαλκού, με μακρά ενδιάμεσα διαστήματα χωρίς ανθρώπινη παρουσία. Τα προϊστορικά κατάλοιπα βρέθηκαν σε στρωματογραφημένους ορίζοντες και περιλάμβαναν κεραμική, εργαλεία, ανθρώπινες ταφές, οστά ζώων, εστίες και λιθόστρωτα εσωτερικά της εισόδου και στον εξωτερικό χώρο ξερολιθιές, που ήταν θεμέλια κτισμάτων, και άλλες κατασκευές.
Έκτοτε, το σπήλαιο συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο συστηματικής και διεπιστημονικής μελέτης από αρχαιολογική σκοπιά με τη συμβολή της αρχαιοζωολογίας, της ανθρωπολογίας, της παλαιογενετικής, της παλαιοπαθολογίας, καθώς και πολλών άλλων επιστημών, όπως της γεωλογίας, της παλαιοντολογίας, της οικολογίας, επιστημών του περιβάλλοντος και πληθώρας άλλων τομέων, με έρευνα τόσο στο πεδίο όσο και με εργαστηριακές αναλύσεις. Το 2022 ιδρύθηκε από τον φορέα διαχείρισης του σπηλαίου το Κέντρο Πληροφόρησης, σύγχρονος εκθεσιακός και μουσειακός χώρος εξωτερικά του σπηλαίου, ο οποίος παρουσιάζει στο κοινό αρχαιολογικά εκθέματα από τις ανασκαφές, παλαιοντολογικά κατάλοιπα που συνδέονται με το σπήλαιο, πληροφοριακό υλικό για τη γεωλογία του και το οικοσύστημά του καθώς και για το φυσικό περιβάλλον της περιοχής του Χελμού. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί έναν δυναμικό χώρο για την παρουσίαση της νέας γνώσης που συνεχώς προκύπτει από τη συνεχιζόμενη έρευνα για το σπήλαιο.
Προϊστορία
Το σπήλαιο έγινε το επίκεντρο του ενδιαφέροντος των ορεσίβιων προϊστορικών πληθυσμών του Χελμού αρχικά ως χώρος καθημερινής διαβίωσης και διαχείρισης του περιβάλλοντος και αργότερα ως χώρος ταφής και ταφικής λατρείας. Αποτελεί μια περιφερειακή προϊστορική θέση σε οριακό περιβάλλον, λόγω του υψομέτρου της περιοχής και της δυναμικότητας που προκαλούσε στον χώρο η έντονη δράση του νερού.
Αυτό το στοιχείο φαίνεται ότι χαρακτήριζε κυρίως τη νεολιθική χρήση που αντιπροσωπεύει την πιο μακροχρόνια, έντονη και συστηματική περίοδο παρουσίας του ανθρώπου στο σπήλαιο. Στη Νεολιθική περίοδο το σπήλαιο φιλοξενεί στην είσοδό του εκτεταμένη οικιστική εγκατάσταση, η οποία παρουσιάζει σημαντικές ιδιαιτερότητες σε σχέση με τις συνήθεις νεολιθικές θέσεις. Κατ’ αρχάς, η έντονη δράση του νερού επηρέαζε καθοριστικά την παρουσία του ανθρώπου στον χώρο αυτό και τον τρόπο με τον οποίο τον διαχειριζόταν. Από τη στρωματογραφία της ανασκαφικής τομής, γνωρίζουμε ότι μέχρι την 6η χιλιετία π.Χ. η περιοχή της εισόδου δεν κατοικούνταν αλλά ήταν συνεχώς πλημμυρισμένη και είχε δυναμική μορφή από υλικά που αποτίθεντο κατερχόμενα από το εσωτερικό του σπηλαίου. Γύρω στο 5700–5600 π.Χ. φαίνεται ότι μειώθηκε η ποσότητα των φυσικών αποθέσεων –ίσως λόγω μείωσης των βροχοπτώσεων–, οπότε ο χώρος έγινε πιο στεγνός και ο άνθρωπος άρχισε να τον χρησιμοποιεί συχνότερα και περιστασιακά. Από το 4500 π.Χ. και για 300–400 χρόνια (Τελική Νεολιθική) διαμορφώθηκαν σταθερές και μακροχρόνιες συνθήκες χωρίς πλημμύρες, οι οποίες εξασφάλισαν το φιλόξενο περιβάλλον για την ανάπτυξη ενός μικρού νεολιθικού οικισμού γύρω από την είσοδο του σπηλαίου των Λιμνών. Χωρίς τον φόβο των πλημμυρών παρατηρείται πλέον η μέγιστη και βέλτιστη αξιοποίηση του χώρου που είχε μετατραπεί σε έναν ενιαίο χώρο δράσης με επιμέρους χρήσεις.
Οι κάτοικοι αυτής της εγκατάστασης ήταν βοσκοί και αγρότες που ασκούσαν και το κυνήγι και αξιοποιούσαν τους πόρους από τα άγρια θηράματα. Ο εξοπλισμός τους περιλάμβανε χειροποίητα αγγεία με έναν ιδιαίτερο τοπικό χαρακτήρα, όπως φιάλες με διακοσμητικές εγχαράξεις τόσο λεπτές ώστε είναι αισθητές περισσότερο με την αφή παρά με την όραση, ή βαθιά ευρύστομα πιθάρια με χονδρά τοιχώματα, διακοσμημένα με ανάγλυφες ταινίες σε απομίμηση σκοινιών που διασταυρώνονταν διαγώνια ή σχημάτιζαν ομόκεντρους κύκλους.
Αυτή η δραστηριότητα διήρκεσε μερικές εκατοντάδες χρόνια στο δεύτερο μισό της 5ης χιλιετίας π.Χ., την ίδια εποχή (Τελική Νεολιθική) κατά την οποία πολλά άλλα σπήλαια στην ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά αξιοποιούνταν από τους νεολιθικούς πληθυσμούς που επέκτειναν τις δραστηριότητές τους σε περιοχές και θέσεις πέραν των πεδινών αγροτικών ζωνών, συμπεριλαμβανομένων των σπηλαίων. Όμως, στην ορεινή ζώνη του Χελμού, οι χειμερινές συνθήκες επέφεραν επιπλέον δυσκολίες καθώς θα περιόριζαν εποχιακά τη διαθεσιμότητα των διατροφικών πηγών για ανθρώπους και οικόσιτα ζώα και θα απαιτούσαν την εφαρμογή εναλλακτικών λύσεων διαβίωσης. Ενδεχομένως θα ήταν ασφαλέστερο για αυτούς τους πληθυσμούς να μετακινούνται προς περιοχές με χαμηλότερο υψόμετρο και ηπιότερους χειμώνες προκειμένου να διαχειμάσουν και να επιστρέψουν πίσω την άνοιξη, όταν η φύση ξαναζωντανεύει και το δασικό και ορεινό τοπίο γίνεται πιο φιλόξενο, όπως έκαναν έως πρόσφατα ομάδες κτηνοτρόφων της περιοχής. Ασφαλώς αυτό είναι μια υπόθεση μόνο και δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο στα ευρήματα του σπηλαίου που να αποδεικνύει την εποχική χρήση, πέραν του λογικού συμπεράσματος ότι στην κορύφωση του χειμώνα θα περιορίζονταν οι πηγές πορισμού τροφής για τους ανθρώπους και τα ζώα τους και οι δυνατότητες εξορμήσεων για κυνήγι ενώ τα αποθέματα τροφής δεν θα μπορούσαν να τους συντηρήσουν για μήνες. Πάντως, η ευρύτερη περιοχή έχει δώσει ενδείξεις παρουσίας και άλλων οικισμών ή μικρών θέσεων στη Νεολιθική εποχή, αλλά δεν έχει διερευνηθεί πιο συστηματικά η μορφή αυτών των εγκαταστάσεων ούτε σε ποιο βαθμό η χρήση τους είναι περιστασιακή, εποχική ή μόνιμη.
Όπως κι αν είναι, κάποια στιγμή πριν από το 4000 π.Χ., δηλαδή εν μέσω της Νεολιθικής, σταμάτησε η δραστηριότητα στο σπήλαιο και η θέση εγκαταλείφθηκε για πολλές εκατονταετίες. Η επόμενη δραστηριότητα στον ίδιο χώρο συμβαίνει σποραδικά κατά την 3η χιλιετία (Πρώιμη Εποχή του Χαλκού) και, έπειτα από κενό αρκετών αιώνων, ξανά στα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. (τέλος Μέσης Εποχής του Χαλκού). Στο ενδιάμεσο διάστημα δεν προκύπτει από τη μελέτη της στρωματογραφίας επανάληψη των πλημμυρικών επεισοδίων ως αιτία της ανθρώπινης απουσίας. Συνεπώς, άλλοι θα ήταν οι λόγοι για τους οποίους σταμάτησε η χρήση του σπηλαίου τότε. Την Εποχή του Χαλκού πάντως οι επισκέψεις ήταν σποραδικές, η χρήση επικεντρώθηκε μέσα από το στόμιο του σπηλαίου και όχι στον εξωτερικό χώρο και μάλλον οι άνθρωποι έρχονταν στο σπήλαιο μόνο, ή σχεδόν μόνο, για να τοποθετήσουν ταφές.
Συμπεράσματα
Στο σπήλαιο των Λιμνών ο προϊστορικός άνθρωπος ανά εποχή συνδέεται με διαφορετικό τρόπο με τη θέση και τον χώρο του σπηλαίου. Η Νεολιθική σηματοδοτεί μια περίοδο προσαρμογής του ανθρώπου ο οποίος ήθελε να αξιοποιήσει τις ευνοϊκές συνθήκες της προστατευμένης εισόδου αλλά αγωνιζόταν συνεχώς για τον περιορισμό των αρνητικών συνεπειών που προκαλούσαν η υγρασία και οι περιστασιακές πλημμύρες, πάντα δυνάμει απειλητικές για την ανθρώπινη εγκατάσταση. Ο άνθρωπος εγκατέλειπε τον χώρο σε τέτοιες περιπτώσεις, αλλά όταν αυτό δεν ήταν απαραίτητο και ο χώρος δεν ήταν επικίνδυνος, οι κύριες μέθοδοί του για να επιτευχθεί συνύπαρξη με την υγρασία ήταν η χρήση της φωτιάς και η κατασκευή λιθόστρωτων δαπέδων. Επιπλέον όμως η διαβίωση στο μεγάλο υψόμετρο του Χελμού θα ενέτεινε τις ακραίες συνθήκες και ενδεχομένως απαιτούσε την επιλογή ενός τρόπου ζωής που βασιζόταν στην εποχιακή μετακίνηση.
Στο πλαίσιο αυτό, οι ορεσίβιοι προϊστορικοί πληθυσμοί φαίνεται ότι διαμόρφωσαν μια σχέση ισορροπίας με το σπήλαιο και το περιβάλλον του, η οποία βασιζόταν στη μετακίνηση σε μεγάλη και μικρή κλίμακα: εποχιακή ανάλογα με τις συνθήκες της περιοχής ή περιστασιακή ανάλογα με τις συνθήκες της θέσης. Το σπήλαιο των Λιμνών δημιουργεί δηλαδή ένα διαφορετικό παράδειγμα εγκατάστασης κατά τη Νεολιθική εποχή σε σχέση με τους συνήθεις οικισμούς αυτής της περιόδου. Εκτός του Χελμού, και στον Παρνασσό, σε υψόμετρο 1.000 μ., υπήρχε νεολιθική εγκατάσταση στο Κωρύκειο άντρο, που κι αυτή θα ήταν εποχιακή. Οι νεολιθικές ομάδες που συνδέονταν με τέτοιες ορεινές ζώνες ίσως είχαν συνείδηση μιας δικής τους, διαφορετικής ταυτότητας σε σχέση με τους μόνιμους πληθυσμούς των νεολιθικών χωριών, λ.χ. αυτών που ζούσαν στις πεδιάδες της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας και ακολουθούσαν έναν τρόπο ζωής επικεντρωμένο στην τοποθεσία του οικισμού τους.
Από πού έρχονται οι ομάδες αυτές στον Χελμό; Η κεντρική Πελοπόννησος είναι η πιο πιθανή υποψήφια. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αρχαιότητα, η περιοχή διοικητικά ανήκει στην Αρκαδία και όχι στην Αχαΐα, γεωγραφικά έχει ευκολότερη πρόσβαση από την Αρκαδία παρά από την αχαϊκή Αιγιάλεια και επίσης συνδέεται με την Αργολίδα και μέσω του μύθου των Προιτίδων. Ως προς τα υλικά κατάλοιπα, τα νεολιθικά πιθάρια από το σπήλαιο δείχνουν ομοιότητες με την κεντρική Πελοπόννησο (σπήλαιο Κάψια Αρκαδίας, Λακωνία). Επίσης, η πρόσβαση του νεολιθικού πληθυσμού του σπηλαίου σε εργαλεία από οψιανό Μήλου ίσως δείχνει προμήθεια του υλικού διά της ανατολικής Πελοποννήσου όπου θα έφταναν τα προϊόντα που διακινούνταν από τα δίκτυα ανταλλαγών με τις Κυκλάδες. Πάντως άλλα στοιχεία, λ.χ. οι διακοσμητικές χαράξεις σε αγγεία, βρίσκουν γενικότερες ομοιότητες στην παράκτια βόρεια Πελοπόννησο και στην απέναντι ακτή του Κορινθιακού κόλπου. Αντίθετα με όσα συμβαίνουν στη Νεολιθική περίοδο, η χρήση του σπηλαίου για ταφές στην Εποχή του Χαλκού υποδηλώνει ότι τότε ο οικισμός θα πρέπει να ήταν πλέον μόνιμα εγκατεστημένος στη γύρω περιοχή και οι άνθρωποι δεν έρχονταν από μακριά.
Το σπήλαιο των Λιμνών αναδεικνύεται σε έναν χώρο με διαφορετικούς χαρακτήρες: τον αρχαιολογικό, που καταδεικνύει τη διαρκή αξία του σπηλαίου κατά την προϊστορία, τον μυθολογικό, που αναδύεται στην αχλή της αναφοράς του Παυσανία, και τον χαρακτήρα του ως διττού μνημείου του Πολιτισμού και της Φύσης, που γίνεται πηγή διαρκούς έρευνας και γνώσης.